Ο όρος βιωσιμότητα είναι στο επίκεντρο της στρατηγικής ανάπτυξης όλων των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μεγέθους, τόσο διεθνώς όσο και εγχώρια. Είναι γεγονός ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις βρίσκονται σε πιο ευνοϊκή θέση καθώς έχουν τη δυνατότητα να διαθέσουν οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους προκειμένου να υιοθετήσουν μία επιτυχημένη στρατηγική βιωσιμότητας. Τι γίνεται, όμως, με τις μικρομεσαίες, δεδομένου ότι θεωρούνται η ραχοκοκαλιά της οικονομίας; Τι θα πρέπει να γνωρίζουν με απλά λόγια οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες για τη βιωσιμότητα; Τι βήματα πρέπει να ακολουθήσουν και σε τι επενδύσεις θα πρέπει να προχωρήσουν;
Σε αυτά τα ερωτήματα δίνει απαντήσεις ο Risk & Crisis Product Manager της TÜV HELLAS (TÜV NORD), Νέστορας Παπαρούπας, ο οποίος μεταξύ άλλων επισημαίνει την υστέρηση που παρουσιάζουν οι ΜμΕ αναφορικά με τη υιοθέτηση των ESG κριτηρίων. Ο ίδιος, μιλώντας στο tovima.gr, υπογράμμισε πως οι επικεφαλής των ΜμΕ θα πρέπει να γνωρίζουν πως οδηγούμαστε σε ένα νέο πεδίο λογοδοσίας για τη βιωσιμότητα, μέσω της καθιέρωσης των Ευρωπαϊκών Προτύπων Εκθέσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ESRS), καθώς επίσης ότι έχουν πολλά να προσφέρουν στη βιωσιμότητα αρκεί να ενστερνιστούν την αλλαγή.
Κ. Παπαρούπα, η βιωσιμότητα είναι ένας όρος που αφορά όλο το φάσμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν μείνει λίγο πίσω. Θεωρείται ότι είναι έτοιμη η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας να ανταποκριθεί;
Πράγματι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) εμφανίζουν ένα σημαντικό βαθμό υστέρησης αναφορικά με την υιοθέτηση των κριτηρίων ESG (Environment-Social-Governance), των κριτηρίων δηλαδή μέσω των οποίων μπορεί να αξιολογηθεί η δέσμευση μίας εταιρίας στη βιώσιμη ανάπτυξη. Οι λόγοι για αυτή την υστέρηση εστιάζονται κυρίως στη διστακτικότητα της παραδοσιακής ελληνικής επιχείρησης στις αλλαγές, όσο και στην πολυπλοκότητα που εμφανίζουν τα μέχρι τώρα εκδοθέντα πρότυπα σύνταξης εκθέσεων βιώσιμης ανάπτυξης.
Η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας έχει, δυστυχώς, καταδείξει πως η ναυαρχίδα των προτύπων αυτών, δηλαδή τα πρότυπα του GRI (Global Reposting Initiative), δεν έχουν καταφέρει να προσελκύσουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην υιοθέτησή τους. Αυτό οφείλεται κυρίως στον όγκο που αυτά εμφανίζουν, στους πολλαπλούς δείκτες που αυτά περιέχουν, αλλά και στην εσφαλμένη αντίληψη που έχει καλλιεργηθεί στις ΜμΕ, ότι δηλαδή μέσα από αυτά τα πρότυπα δεν έχουν να προσμένουν κάτι ουσιαστικό. Έτσι, οι περισσότερες επιχειρήσεις αρκούνται κυρίως σε μεμονωμένες ενέργειες κοινωνικής ευαισθητοποίησης (π.χ. καθαρισμός μίας παραλίας από απορρίμματα), παραλείποντας παράλληλα να επενδύσουν σε ουσιαστικές κινήσεις βιώσιμης ανάπτυξης (όπως θα ήταν η αποτελεσματική διαχείριση των δικών τους απορριμμάτων). Θεωρώ πως έχουμε αρκετό δρόμο ακόμη στο κομμάτι της ουσιαστικής συμβολής των ΜμΕ στη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά αισιοδοξώ πως με τις κατάλληλες συνέργειες είναι δυνατή η αναστροφή όλων των αρνητικών στερεοτύπων που έχουν καλλιεργηθεί. Η ελληνική ΜμΕ έχει πολλά να προσφέρει στη βιωσιμότητα αρκεί οι ηγεσίες τους να ενστερνιστούν την αλλαγή.
Τι πρέπει να γνωρίζουν με απλά λόγια οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες στη χώρα μας για τη βιωσιμότητα και τι υποχρεώσεις έχουν τόσο σε νομικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο;
Το τοπίο που περιγράφεται στο προηγούμενο ερώτημα έχει την δυνατότητα να ανατραπεί μέσω ενός νέου ξεκινήματος. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες πρέπει πλέον να γνωρίζουν πως οδηγούμαστε σε ένα νέο πεδίο λογοδοσίας για τη βιωσιμότητα, μέσω της καθιέρωσης των Ευρωπαϊκών Προτύπων Εκθέσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης [European Sustainability Reporting Standards (ESRS)]. Τα πρότυπα αυτά καθίστανται υποχρεωτικά για τις εισηγμένες ΜμΕ από τις εκθέσεις χρήσης του 2026 (με έτος έκδοσης το 2027 και καταληκτικό όριο παράτασης για την πρώτη έκδοση έκθεσης βιώσιμης ανάπτυξης το 2029). Τα ESRS δίνουν φυσικά την δυνατότητα της υιοθέτησής τους και από μη εισηγμένες ΜμΕ, εφόσον αυτές επιλέξουν κάτι τέτοιο.
Στο σημείο αυτό να θυμίσουμε πως με βάση την Οδηγία 2013/34/ΕΕ, σχετικά με την μη-χρηματοοικονομική πληροφόρηση, ως «μικρές» επιχειρήσεις στην ΕΕ θεωρούνται αυτές με κύκλο εργασιών έως 8.000.000 € και έως 50 εργαζομένους, ενώ ως «μεσαίες» θεωρούνται αυτές με κύκλο εργασιών 40.000.000 € και έως 250 εργαζομένους. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως όταν η συζήτηση γίνεται για τον Ελλαδικό χώρο, πιο πολύ αναφερόμαστε σε «μικρές» επιχειρήσεις σε σύγκριση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σχετικά με τα ESRS να θυμίσουμε πως τον Ιούλιο του 2023 πραγματοποιήθηκε μία πιο απλοποιημένη έκδοσή τους. Η διαδικασία της διαβούλευσης συνεχίζεται και από το πλήθος των ερωτημάτων που τίθενται από τις επιχειρήσεις η ανάγκη για μία περαιτέρω απλοποίησή τους καταδεικνύεται όλο και πιο ανάγλυφα. Θεωρώ πως αυτό έχει γίνει κατανοητό και αισιοδοξώ πως θα δούμε μία ακόμη πιο «φιλική» εκδοχή των ESRS στο αμέσως προσεχές διάστημα.
Τι ύψους επενδύσεις χρειάζεται να πραγματοποιήσουν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής και ποια τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουν για μια επιτυχημένη στρατηγική βιωσιμότητας;
Αυτή είναι ίσως η πιο δύσκολη στην απάντησή της, ερώτηση. Δεν υπάρχει κάποια επενδυτική «σταθερά» ώστε μια επιχείρηση να καταστεί βιώσιμη. Λίγο έως πολύ όλοι μας γνωρίζουμε τις πρόνοιες της νομοθεσίας σε θέματα περιβάλλοντος, αλληλεπίδρασης με την κοινωνία (π.χ. θέματα υγείας & ασφάλειας στην εργασία), αλλά και σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης. Κατά συνέπεια, το πρώτο μέλημα των επιχειρήσεων είναι η προσπάθεια να «κλείσουν» όλα τα νομοθετικά κενά στη λειτουργία τους.
Πως θα γίνει αυτό; Μέσω της ανταπόκρισης των διοικήσεων, της συνειδητοποίησης πως δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτό τον πλανήτη και, δεν θα κουραστώ να το λέω, μέσω της εποπτείας της αγοράς από τους κρατικούς και θεσμικούς φορείς. Χωρίς εποπτεία δεν μπορεί να επιτευχθεί ο βαθμός της «πειθαρχίας» των εταιριών στις βασικές πρόνοιες βιώσιμης ανάπτυξης, όσο φιλότιμα στελέχη και αν διαθέτουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.
Ποια τα οφέλη που θα αποκομίσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αν υιοθετήσουν μια στρατηγική αειφορίας;
Αυτή είναι η εύκολη ερώτηση. Έχουν γραφτεί βιβλία σχετικά με την αειφορία ή βιώσιμη ανάπτυξη και τι «καλό» αυτή θα φέρει σε όλους μας. Μέσα από τις προσπάθειες των επιχειρήσεων δεν επέρχονται αλλαγές μόνο στις ESG επιδόσεις. Το μεγάλο κέρδος, κατά την άποψή μου, θα είναι η αλλαγή στην κουλτούρα όλων των συμμέτοχων, δηλαδή των διοικήσεων, των εργαζομένων, αλλά και του συνόλου της εφοδιαστικής αλυσίδας της οποίας μέρος αποτελούν οι επιχειρήσεις. Ας καθίσουμε να αναλογιστούμε μία επιχειρηματική κοινωνία με μία νέα ολιστική προσέγγιση σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης. Ας αναλογιστούμε ένα καλύτερο μέλλον για εμάς και τις επόμενες γενιές. Δεν είναι μία πολύ όμορφη σκέψη;