Οπως αναμενόταν, οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής για το δυστύχημα των Τεμπών εξελίχθηκαν σε κάτι περισσότερο από μια διελκυστίνδα της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση.
Μάρτυρας η έκδοση έξι διαφορετικών πορισμάτων από τα οποία καταδεικνύεται ότι κανένας δεν συμφώνησε με κανέναν.
Επί της ουσίας και για ακόμη μία φορά, καταδεικνύεται η αδυναμία της Βουλής να επιτελέσει τέτοιου είδους καθήκοντα.
Για την κυβερνητική πλειοψηφία, οι ευθύνες σταματούν στους υπαλλήλους των σιδηροδρόμων. Για τα κόμματα που κυβέρνησαν, στους άλλους πλην των δικών τους υπουργών. Ενώ εκείνα που δεν έχουν κυβερνήσει ποτέ τους, απλώνουν τις ευθύνες επί δικαίων και αδίκων.
Περισσότερο συνεπώς από την αναζήτηση της αλήθειας, τα μέλη της επιτροπής αναλώθηκαν στην επιδίωξη του πολιτικού οφέλους και στο κυνήγι των εντυπώσεων.
Σαν οι εργασίες της επιτροπής για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, να είναι το πάνελ ενός τηλεοπτικού στούντιο όπου εκπρόσωποι των κομμάτων καλούνται ή ωθούνται να στήσουν και κανέναν καβγά για χάρη της τηλεθέασης.
Το μόνο ωστόσο που δεν υπηρετούν τέτοιες λογικές και τέτοιες έξεις είναι την αλήθεια.
Είναι μια αδυναμία που καταγράφεται ήδη στις μετρήσεις της κοινής γνώμης (το 77% συμφωνεί πως επιχειρείται συγκάλυψη) και πληγώνει στο σύνολό του το πολιτικό σύστημα με πρώτους απ’ όλους την κυβέρνηση.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι μια προανακριτική επιτροπή θα ήταν κάτι περισσότερο από ένα ακόμη «πάνελ» ή πως θα λειτουργούσε έξω από τη λογική των εντυπώσεων.
Απομένει στην τακτική Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της.