Στις κάλπες προσέρχεται ο Ιρλανδικός λαός, ανήμερα της Διεθνούς Ημέρας της Γυναίκας, για το δημοψήφισμα που διοργάνωσε η κυβέρνηση της χώρας με αντικείμενο την αναθεώρηση δύο απαρχαιωμένων τροπολογιών του Συντάγματος που αφορούν την οικογένεια και τον ρόλο της γυναίκας ως συζύγου και μητέρας.
Συγκεκριμένα, η αλλαγή της πρώτης τροπολογίας έχει στόχο να διευρυνθεί ο ορισμός της οικογένειας έτσι ώστε να περιλαμβάνει πλέον «σχέσεις με διάρκεια» που συνάπτονται εκτός γάμου και να προσφέρει προστασία σ’ αυτά τα ζευγάρια ή οικογένειες (μονογονεϊκές κλπ.)
Η δεύτερη τροπολογία απαλείφει μια ξεπερασμένη αναφορά για τον ρόλο των γυναικών στο σπίτι, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες έχουν το καθήκον να φροντίζουν τα άλλα πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από τη στέγη τους. Μια νέα, ευρύτερη διατύπωση αποδίδει σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας την ευθύνη να φροντίζουν το ένα το άλλο. Υπενθυμίζεται ότι το Σύνταγμα της Ιρλανδίας βρίσκεται σε ισχύ από το 1937, σε μια περίοδο που η καθολική εκκλησία είχε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας που μόλις δεκαπέντε χρόνια πριν, το 1922, είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο.
«Νέο βήμα προς τα εμπρός για την ισότητα»
Το δημοψήφισμα αυτό, που όπως προαναφέρθηκε διεξάγεται στις 8 Μαρτίου, τη διεθνή ημέρα για τα δικαιώματα των γυναικών, έχει στόχο «να γίνει ένα νέο βήμα προς τα εμπρός για την ισότητα», λέει η Όρλα Ο’Κόνορ, διευθύντρια του Εθνικού Συμβουλίου Γυναικών της Ιρλανδίας. Από την πλευρά της, η Ιβόν Γκάλιγκαν, καθηγήτρια στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, αναφέρει πως η νέα διατύπωση για τη διεύρυνση της έννοιας της οικογένειας αποτελεί μια «λογική πρόοδο».
Χώρα με ισχυρή καθολική παράδοση και πληθυσμό πέντε εκατομμυρίων κατοίκων, η Ιρλανδία έχει ψηφίσει τα τελευταία χρόνια σε ανάλογα δημοψηφίσματα υπέρ της χαλάρωσης της νομοθεσίας για τις αμβλώσεις αλλά και του γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου.
Όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα της χώρας, τα κυριότερα εξ αυτών τάσσονται υπέρ των αλλαγών και μέχρι πρόσφατα οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η έγκρισή τους θα ήταν εύκολη, παρά το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής που είναι πολύ πιθανό να καταγραφεί.
Όμως η αόριστη διατύπωση των τροπολογιών έχει προκαλέσει τις τελευταίες ημέρες αυξανόμενες επικρίσεις, ενώ ο κεντροδεξιός πρωθυπουργός Λίο Βαράντκαρ, ο οποίος ανέλαβε την πρωτοβουλία για την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος, παραδέχθηκε πως η νίκη του «Ναι» στις δύο αλλαγές δεν είναι εγγυημένη.
Τα επιχειρήματα υπέρ της μεταρρύθμισης των άρθρων
Σχετικά με τους λόγους που καθιστούν αναγκαίο το δημοψήφισμα, ο πρωθυπουργός Βαράντκαρ ανέφερε ότι στη χώρα ζουν περίπου 1 εκατομμύριο άτομα σε οικογένειες που δεν βασίζονται στο θεσμό του γάμου, όπως εκείνες με γονείς που μένουν μαζί και δεν έχουν παντρευτεί, εκείνες με έναν γονιό αλλά και με παππούδες που έχουν αναλάβει την κηδεμονία παιδιών.
Ο κ. Βαράντκαρ πρόσθεσε επίσης ότι μία αλλαγή στο σύνταγμα είναι απαραίτητη «επειδή θέτει την υποχρέωση στο κράτος να προσπαθήσει να υποστηρίξει την οικογενειακή φροντίδα που παρέχεται από όλους, όχι μόνο από παντρεμένους γονείς». «Όλες οι οικογένειες είναι ίσες» πρόσθεσε περιγράφοντας το πνεύμα της νέας διάταξης.
Η εναντίωση της Καθολικής Εκκλησίας
Από την πλευρά της, η Καθολική Εκκλησία υποστηρίζει το όχι, όπως και αρκετοί συντηρητικοί φορείς της χώρας, που θεωρούν ότι δεν υπάρχει λόγος να συμβεί μία τέτοια συνταγματική αλλαγή. Το επιχείρημα τους είναι ότι πλέον όλοι σέβονται τις γυναίκες και πως έχουν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες σε πρακτικό επίπεδο, άρα δεν υπάρχει λόγος για να μεταρρυθμιστεί το Σύνταγμα της χώρας.
Πέραν της Καθολικής Εκκλησίας όμως, υπάρχουν και επικρίσεις από τον νομικό κόσμο της Ιρλανδίας, καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο όρος «διαρκής σχέση» (durable relationship) που εισάγεται στη νέα τροπολογία για την οικογένεια είναι πολύ ασαφής και θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρερμηνείες.
Οι νομικοί εμπειρογνώμονες έχουν προειδοποιήσει ότι η αποτυχία σαφέστερης διατύπωσης αυτού του νέου όρου στο Σύνταγμα μπορεί να έχει επιπτώσεις σε μελλοντικές υποθέσεις οικογενειακών δικαστηρίων, κληρονομικές διαφορές, φορολογικό δίκαιο και υποθέσεις μετανάστευσης. Ανάμεσά τους είναι ο γερουσιαστής Michael McDowell, δικηγόρος και λέκτορας νομικής που έχει υπηρετήσει ως αναπληρωτής πρωθυπουργός, υπουργός Δικαιοσύνης και γενικός εισαγγελέας.,