Την προηγούμενη εβδομάδα οι αγρότες ανακοίνωσαν την αναστολή των κινητοποιήσεών τους και την επιστροφή στα χωράφια. 35 μέρες αγωνιστικών δράσεων, που κορυφώθηκαν με τη συμβολική – αλλά και εμφατική ταυτόχρονα – κάθοδο και πορεία στο κέντρο της Αθήνας, έδωσαν ένα μήνυμα που θα έπρεπε να πάει και πέραν της κυβέρνησης.
Γιατί οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο πρωτογενής τομέας σήμερα δεν έχει να κάνει μόνο με το ζήτημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, που παραστατικά παίρνει τη μορφή «25 λεπτά στο χωράφι, 3 ευρώ στο σούπερ μάρκετ», αλλά πλέον και με το ζήτημα του οικολογικού κινδύνου. Με τον πληθυσμό της Γης να ξεπερνά τα 8 δισ. και με όλο και μεγαλύτερα κομμάτια αυτού του πληθυσμού να εκφράζουν – δίκαια – αιτήματα ευμάρειας, το θέμα που ανακύπτει όλο και πιο μείζον είναι το πώς και για πόσο η Γη θα αντέχει να μας ταΐζει.
Οταν στις 6 Μαρτίου του 1910 οι χωροφύλακες του κράτους πυροβολούσαν εν ψυχρώ τους ντόπιους αγρότες στο Κιλελέρ, τα πράγματα ήταν πολύ πιο σαφή. Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 είχε ως επακόλουθο την ανακολουθία της ύπαρξης μεγάλων τσιφλικιών εκεί με την ελληνική ιδιαιτερότητα της μικροϊδιοκτησίας – που ειρήσθω εν παρόδω υπήρξε και μια μορφή που έκανε στην Ελλάδα ανύπαρκτη την ταξική πάλη. Στη Θεσσαλία ωστόσο οι αγρότες διεκδικούσαν τα αιτήματά τους από τους τσιφλικάδες και ο αγώνας εντάθηκε.
Αφορμή για τη σφαγή του Κιλελέρ υπήρξε το αίτημα των αγροτών να πάρουν το τρένο για τη Λάρισα χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο – να ακόμα μια φορά που τρένα και αγρότες συναντώνται κατά τραγικό τρόπο.
Σήμερα τσιφλίκια δεν υπάρχουν και οι αγρότες δεν παραπονούνται ως εξαρτώμενοι εργάτες γης – αυτοί στην Ελλάδα παραμένουν ακόμα αόρατοι, καθώς είναι κυρίως ξένοι – αλλά ως (μικρο)παραγωγοί που πλήττονται από τη παγκοσμιοποίηση (ή έστω «ευρωπαιοποίηση») της παραγωγής, που επηρεάζει τιμές και κόστη. Φυσικά και πλήττονται και φυσικά πρέπει να διασφαλιστούν τα εισοδήματά τους.
Την ώρα ωστόσο που βλέπουμε τα τρακτέρ στους δρόμους, αντί να το δούμε σαν ευκαιρία βουκολικών φωτογραφήσεων για να τις ανεβάσουμε στο Instagram, θα ήταν ίσως πιο συνετό να σκεφτόμασταν το γενικότερο σύστημα παραγωγής και αναπαραγωγής που μας οδήγησε εδώ.
Να σκεφτούμε δηλαδή ότι η Γη δεν είναι ένα τσιφλίκι προς διαμοιρασμό αλλά ένα περιορισμένο χωράφι. Διάβαζα π.χ. στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο για τις νέες κινητοποιήσεις των αγροτών στη Γαλλία: «Οι αγρότες σε όλη την Ευρώπη διαδηλώνουν εδώ και εβδομάδες για αυτά που χαρακτηρίζουν ως υπερβολικά περιοριστικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, για την προστασία του ανταγωνισμού των τιμών από φθηνές εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και για τη μείωση της αύξησης του κόστους παραγωγής που μειώνει τα αγροτικά εισοδήματα».
Είναι προφανές ότι δεν είναι όλα τα παράπονα ίδιας σημασίας. Οι δασμοί και το κόστος παραγωγής δεν μπορεί επ’ ουδενί πιστεύω να έχει το ίδιο βάρος με το περιβαλλοντικό κόστος. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε οι κάτοικοι της Ευρώπης ότι απολαύσαμε τις πιο προηγμένες μεθόδους παραγωγής – που ήταν επί σειρά ετών και οι πλέον ζημιογόνες για το περιβάλλον. Ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μεγαλύτερος παράγοντας αποσταθεροποίησης των πρόσφατων καλλιεργειών είναι το κλίμα.
Και φέτος, για παράδειγμα, οι ελαιοπαραγωγοί της Ισπανίας θα δουν τις σοδειές τους να καταποντίζονται, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για τις τιμές. Και φέτος χιλιάδες στρέμματα θα παραδοθούν στις φλόγες. Προϋπόθεση κάθε Κοινής Αγροτικής Πολιτικής είναι μια όσο το δυνατό πιο προηγμένη Κοινή Οικολογική Προοπτική, με μέριμνα για την προσαρμογή όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Οικολογία άλλωστε χωρίς κράτος δικαίου είναι χωράφι χωρίς νερό.