Η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει προκαλέσει «θύελλα» αντιδράσεων στην ακαδημαϊκή κοινότητα και ευρύτερα στην κοινωνία. Οι ενστάσεις είναι δικαιολογημένες, καθώς πρόκειται για μία ακόμη απόπειρα της κυβέρνησης ΝΔ να προχωρήσει σε μία άστοχη παρέμβαση με προφανές οικονομικό περιεχόμενο, την οποία η ίδια σπεύδει να βαπτίσει «μεταρρύθμιση». Επομένως, η αντίθεση του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής στο σχέδιο νόμου είναι τεκμηριωμένη και εδραιωμένη στις πάγιες θέσεις του για την ανώτατη εκπαίδευση στην πατρίδα μας.
Ο διάλογος που δεν έγινε
Η διαδικασία συνιστά ουσία -ειδικά όταν πρόκειται για ένα ζήτημα τόσο ουσιώδες όσο το Πανεπιστήμιο και η ανώτατη εκπαίδευση. Είναι η πρώτη φορά που κράτος – μέλος της ΕΕ προσπαθεί να παρέμβει στον πανεπιστημιακό χώρο χωρίς διάλογο, χωρίς καν μια επίφαση διαβούλευσης. Σε ένα κλειστό γραφείο στο Υπουργείο Παιδείας αποφασίστηκε και εν τέλει υλοποιείται μια πρωτοβουλία που δεν αποτέλεσε αντικείμενο επεξεργασίας με την επιστημονική και ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο αντίλογος του Υπουργού ότι συζήτησε με πρυτάνεις και καθηγητές -ιδίως σε ένα από τα περιφερειακά πανεπιστήμια- δεν είναι πειστικός ούτε μπορεί να καλύψει την πλήρη απουσία δομημένου διαλόγου. Επισημαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ, τελευταία φορά που νομοθέτησε για τα πανεπιστήμια (ν. 4009/2011, με τα 4/5 της Βουλής) είχε κάνει διάλογο 1,5 έτους, ενώ ακόμη και η Κύπρος -την οποία η Κυβέρνηση συστηματικά προβάλλει ως «παράδειγμα»- είχε κάνει διετή διαβούλευση. Η διαβούλευση δεν είναι μια τυπική προϋπόθεση καλής νομοθέτησης, αλλά το πρώτο -αναγκαίο- βήμα για κάθε μεταρρύθμιση.
Σύνταγμα όχι διακοσμητικό
Στο άρθρο 16 Συντάγματος μπορεί κανείς να βρει μία από τις ελάχιστες ρητές απαγορεύσεις που περιλαμβάνονται σε ολόκληρο το συνταγματικό κείμενο. Το αν υπάρχει πολιτική βούληση για την άρση της απαγόρευσης αυτής είναι άλλη – πολιτική- συζήτηση. Σε αμιγώς νομικό επίπεδο, ο μόνος τρόπος να μεταβάλλεις έναν συνταγματικό κανόνα είναι να αναθεωρήσεις τη σχετική διάταξη. Εν τέλει, κάθε θέση κρίνεται σε επίπεδο δικαιοπολιτικό: τι θέλουμε και πώς μπορούμε να το καταφέρουμε; Η Κυβέρνηση θέλει να παρακάμψει το Σύνταγμα και καταφεύγει σε δημιουργικές θεωρίες. Αντιθέτως, αυτό που φαίνεται πιο συνεπές είναι να ανέμενε έως την αναθεώρηση. Η σοβαρότητα του ζητήματος επιβάλλει διακομματική συναίνεση, την οποία η ίδια η αναθεωρητική διαδικασία εγγυάται.
Τούτο μάλιστα ισχύει αν αναλογιστεί κανείς ότι ήδη βρισκόμαστε ante portas της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Δεν ευσταθεί, επομένως, το κυβερνητικό αφήγημα ότι «δεν μπορούμε να περιμένουμε» και ότι θα υπάρξει «σοβαρή καθυστέρηση». Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: η Κυβέρνηση βιάζεται προκειμένου να «προλάβει» την αναθεώρηση για τους δικούς της λόγους. Αντιθέτως, το 2024 όφειλε να είναι «Έτος Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία», από τη βρεφονηπιακή αγωγή ως τη μεταδιδακτορική έρευνα. Ώστε με ορίζοντα την έναρξη της αναθεωρητικής του Συντάγματος διαδικασίας, η Πολιτεία να έχει επιτελέσει τη θεμελιώδη της υποχρέωση: τη διαβούλευση.
«Μεταρρύθμιση» χωρίς ταυτότητα
Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για «μεταρρύθμιση» (και πρώτοι οι εμπνευστές της) πριν την εφαρμογή και αξιολόγηση των ρυθμίσεων στην πράξη. Η ιστορία της «πανεπιστημιακής αστυνομίας», αλλά και της κατάργησης του «ασύλου» αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα πως όταν ο ρεαλισμός δίνει τη θέση του στην ιδεοληψία, δεν αφήνονται περιθώρια επιτυχίας.
Μεταρρύθμιση χωρίς διαβούλευση δεν νοείται. Μεταρρύθμιση που θέτει ως κριτήριο λαϊκιστικά επιχειρήματα που εργαλειοποιούν μια κοινωνική πραγματικότητα («να γυρίσουν πίσω τα παιδιά μας») δεν είναι πραγματική μεταρρύθμιση, αλλά επικοινωνιακή πολιτική βραχυπρόθεσμης στόχευσης. Η πραγματική μεταρρύθμιση εμπνέει με την εφαρμογή της και κρίνεται από αυτήν.
Μια νέα στρεβλή αγορά (ή business as usual)
Είναι σαφές ότι η Κυβέρνηση δεν αναμένει την αναθεώρηση του Συντάγματος, ούτε επιθυμεί τον διάλογο και τη συναίνεση. Διότι οι προθέσεις της δεν είναι να μεταρρυθμίσει την εκπαίδευση, αλλά να δημιουργήσει μια νέα, μικρή, αγορά, με εγγενείς στρεβλώσεις. Μια αγορά προορισμένη να εξυπηρετήσει τους λίγους που θα έχουν την προθυμία και τη δυνατότητα να δημιουργήσουν «παραρτήματα» -από μόνα τους μια ξεπερασμένη μορφή παροχής ακαδημαϊκών υπηρεσιών, που απευθύνονταν κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες. Τα παραρτήματα αυτά κάθε άλλο παρά «μη κερδοσκοπικά» μπορούν να αποδειχθούν, μιας και ήδη οι πρώτες πληροφορίες και αιτήσεις αφορούν σε αμφιβόλου κύρους κερδοσκοπικά ιδρύματα του εξωτερικού και funds με προφανή κερδοσκοπική δράση. Και μόνο το γεγονός ότι μέρος των εσόδων θα κατευθύνεται στο μητρικό κερδοσκοπικό ίδρυμα καθιστά τα παραρτήματα εξ ορισμού κερδοσκοπικά.
Η νέα «αγορά» εμφανίζει προφανείς στρεβλώσεις: δεσπόζουσα θέση όσων λίγων σπεύσουν να συστήσουν παραρτήματα, εναρμονισμένες πρακτικές στα δίδακτρα και, φυσικά, εμπόδια εισόδου σε εκείνους που επιθυμούν να δημιουργήσουν πραγματικά πανεπιστήμια και όχι «καλυμμένα» franchise. Σοβαροί πραγματικά μη κερδοσκοπικοί φορείς -πανεπιστήμια του εξωτερικού, ιδρύματα κ.α.- δεν θα έχουν πρόσβαση, καθώς θα πρέπει να περιμένουν την αναγκαία αναθεώρηση του Συντάγματος. Αποτέλεσμα: εξυπηρέτηση λίγων συμφερόντων και μηδενικό εκπαιδευτικό και αποτύπωμα για την Ελλάδα. Αυτό που περιγράφουμε -όπως είναι προφανές- δεν είναι εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αλλά μία αχρείαστη και άστοχη οικονομική παρέμβαση.
Και το ΠΑΣΟΚ;
Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής είναι το μόνο κόμμα της αντιπολίτευσης που δεν ασκεί αρνητική αντιπολίτευση, αλλά καταθέτει ολοκληρωμένη αντιπρόταση. Δεν αρκούμαστε στην ακινησία. Προσαρμόζοντας το σκανδιναβικό παράδειγμα στην ελληνική πραγματικότητα, προτείνουμε ένα σύστημα δύο πυλώνων:
α) Δημόσιο Πανεπιστήμιο ισχυρό, προσαρμοσμένο στο διεθνές περιβάλλον, με σωστή χρηματοδότηση -στον ευρωπαϊκό μ.ο.-, αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου, επενδύσεις στην έρευνα, και διαρκή αξιολόγηση. Ένα πανεπιστήμιο που θα εξακολουθεί να λειτουργεί ως μέσο κοινωνικής κινητικότητας και θα συνεχίζει να έχει την πρωτοπορία στην ακαδημαϊκή ζωή.
Β) Δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών, πραγματικά μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων (όχι ιδιωτικών παραρτημάτων), μετά από αναθεώρηση του άρθρου 16 Σ. «Κλειδί» εδώ οφείλει να είναι η ρύθμιση και αποτελεσματική εποπτεία, από μια πραγματικά Ανεξάρτητη Αρχή, με αυστηρά κοινωνικά, οικονομικά και γεωγραφικά κριτήρια. Τα μη κρατικά ιδρύματα θα πρέπει να συμπληρώνουν -όχι να ανταγωνίζονται- τα δημόσια πανεπιστήμια, σε έναν ενιαίο ακαδημαϊκό χάρτη, με ενιαία αξιολόγηση. Και, φυσικά, να είναι πραγματικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα – να επανεπενδύουν στην έρευνα και να μη διανέμουν μερίσματα.
Συμπερασματικά, ναι, θέλουμε να μένουν τα παιδιά στην Ελλάδα, αλλά σε καλά πανεπιστήμια, τα οποία θα προσελκύουν και φοιτητές από άλλες περιοχές του κόσμου. Όλα αυτά προϋποθέτουν μια πραγματική μεταρρύθμιση, με διάλογο, σχέδιο και στόχευση. Δεν πιστεύουμε στις απαγορεύσεις, αλλά στις ισχυρές ρυθμίσεις, που θα εξασφαλίσουν ότι η εκπαίδευση δεν θα καταστεί «εμπόρευμα».
Για εμάς, άλλωστε, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση και έρευνα δεν είναι «αγορά», αλλά κοινωνικό αγαθό, στοιχείο του «κοινωνικού κεκτημένου» μας. Και ως τέτοια θα την υπερασπιστούμε απέναντι σε κάθε ιδεοληπτικό πείραμα και σε κάθε στείρα διευθέτηση συμφερόντων.
*O Δημήτρης Μάντζος είναι βουλευτής Επικρατείας-Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής