Η έκρηξη της τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης καθιστά ευκολότερη από ποτέ την εξαπάτηση των ανθρώπων στο διαδίκτυο και μετατρέπει τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024 σε μια άνευ προηγουμένου δοκιμασία για το πώς μπορεί να ελεγχθεί το παραπλανητικό περιεχόμενο.
Μια πρώτη δοκιμή έγινε τον περασμένο μήνα στο Νιου Χαμσάιρ. Λίγες ημέρες πριν από τις προκριματικές εκλογές της πολιτείας, οι ψηφοφόροι δέχτηκαν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, από 5.000 έως 25.000 τηλεφωνικές κλήσεις που τους απέτρεπαν από το να πάνε να ψηφίσουν.
«Η ψήφος σας θα κάνει τη διαφορά τον Νοέμβριο, όχι αυτή την Τρίτη», έλεγε η φωνή. Έμοιαζε με τη φωνή του προέδρου Μπάιντεν, αλλά είχε δημιουργηθεί μέσω τεχνητής νοημοσύνης, σύμφωνα με ανάλυση της εταιρες ασφάλειας Pindrop. Το μήνυμα στόχευε επίσης να αποθαρρύνει τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους από το να συμμετάσχουν στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ωστόσο, η προέλευση του τηλεφωνήματος έγινε αντικείμενο αντιπαραθέσεων. Στην εφαρμογή Threads της Meta Platforms, ορισμένοι χρήστες είδαν μια προσπάθεια να μειωθεί η προσέλευση των ψηφοφόρων. «Αυτό ΕΙΝΑΙ παρέμβαση στις εκλογές», έγραψε ένας χρήστης. Στον ιστότοπο Truth Social, του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ορισμένοι χρήστες κατηγόρησαν τους Δημοκρατικούς για το τηλεφώνημα. «Μάλλον δεν είναι πλαστό», έγραψε κάποιος άλλος.
Όταν η Pindrop ανέλυσε τον ήχο, βρήκε αποκαλυπτικές ενδείξεις ότι η κλήση ήταν πλαστή. Η φωνή του Μπάιντεν πρόφερε τους θορυβώδεις τριβόμενους φθόγγους που αντιστοιχούν στα γράμματα S και F, για παράδειγμα, με πολύ αφύσικο τρόπο.
Δύο εβδομάδες αργότερα, το γραφείο του γενικού εισαγγελέα του Νιου Χαμσάιρ δήλωσε ότι εντόπισε την πηγή των κλήσεων σε μια εταιρεία με έδρα το Τέξας ονόματι Life Corp. και εξέδωσε διαταγή άρσης και παράλειψης, επικαλούμενη το νόμο περί παρακώλυσης της ψηφοφορίας. Εκπρόσωποι της Life Corp. δεν ανταποκρίθηκαν σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τα οποία τους ζητήθηκε να σχολιάσουν τις κατηγορίες.
Χάρη στην πρόσφατη πρόοδο της δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης, πρακτικά ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει όλο και πιο πειστικές αλλά ψευδείς εικόνες, ήχο και βίντεο, καθώς και πλασματικούς χρήστες κοινωνικών μέσων και bots που μοιάζουν με πραγματικούς ανθρώπους. Καθώς το 2024 είναι μια χρονιά γεμάτη εκλογικές αναμετρήσεις διεθνώς, οι ψηφοφόροι έχουν ήδη αρχίσει να πέφτουν θύματα αναληθειών κατασκευασμένων μέσω εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, που απειλούν να τους δημιουργήσουν σύγχυση, σύμφωνα με ερευνητές και Αμερικανούς αξιωματούχους.
Ο πολλαπλασιασμός των περιπτώσεων απάτης με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης συμπίπτει επίσης με την προσπάθεια των εταιρειών μέσων κοινωνικής δικτύωσης να αποφύγουν την υποχρέωση να αποφαίνονται για ακανθώδη ζητήματα περιεχομένου που σχετίζονται με την αμερικανική πολιτική. Οι πλατφόρμες ισχυρίζονται επίσης ότι θέλουν να δείξουν σεβασμό στις απόψεις περί ελευθερίας του λόγου.
Περίπου 70 χώρες, που εκτιμάται ότι αντιστοιχούν σχεδόν στον μισό πληθυσμό του πλανήτη (περί τα τέσσερα δισεκατομμύρια άτομα), ετοιμάζονται να διεξαγάγουν εθνικές εκλογές φέτος, σύμφωνα με το Διεθνές Ίδρυμα Εκλογικών Συστημάτων.
Ενώ οι κατασκευαστές τεχνητής νοημοσύνης και οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης συχνά θεσπίζουν κανόνες για να εμποδίσουν τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης με παραπλανητικό τρόπο ή την παραπληροφόρηση των ψηφοφόρων, δεν είναι βέβαιο κατά πόσον οι εταιρείες αυτές μπορούν να επιβάλουν αυτούς τους κανόνες.
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας OpenAI, Σαμ Άλτμαν, δήλωσε σε εκδήλωση του Bloomberg τον Ιανουάριο, στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, ότι, ενώ η OpenAI προετοιμάζει μέτρα προστασίας, ο ίδιος διατηρεί επιφυλάξεις για το πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία της εταιρείας του στις εκλογές. «Θα χρειαστεί να παρακολουθήσουμε το ζήτημα αυτό εξαιρετικά στενά φέτος», δήλωσε ο Άλτμαν.
Η OpenAI ισχυρίζεται ότι λαμβάνει μια σειρά μέτρων για να προετοιμαστεί για τις εκλογές, όπως την απαγόρευση της χρήσης των εργαλείων της για πολιτικές εκστρατείες ή την κωδικοποίηση λεπτομερειών σχετικά με την προέλευση των εικόνων που παράγονται από το εργαλείο Dall-E. Όσον αφορά τα ερωτήματα που δέχεται σχετικά με το πώς και πού μπορεί κανείς να ψηφίσει στις ΗΠΑ, τα απαντά παραθέτοντας έναν σύνδεσμο που οδηγεί στην ιστοσελίδα CanIVote.org, την οποία διαχειρίζεται η Εθνική Ένωση Γραμματέων των Πολιτειών.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, το εποπτικό συμβούλιο της μητρικής εταιρείας του Facebook, Meta Platforms, χαρακτήρισε ασυνάρτητους τους κανόνες της πλατφόρμας σχετικά με το παραποιημένο περιεχόμενο, μετά την εξέταση ενός συμβάντος του περασμένου έτους, κατά το οποίο το Facebook δεν αφαίρεσε ένα παραποιημένο βίντεο του Μπάιντεν.
Το εποπτικό συμβούλιο, ένα εξωτερικό όργανο που συστάθηκε από την εταιρεία, διαπίστωσε ότι το Facebook τηρούσε την ισχύουσα πολιτική, αλλά είπε ότι η πλατφόρμα θα έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα για να αποσαφηνίσει την πολιτική της σε σχέση με το αλλοιωμένο περιεχόμενο πριν από τις επερχόμενες εκλογές. Εκπρόσωπος της Meta δήλωσε ότι η εταιρεία εξετάζει τις συστάσεις του συμβουλίου και θα απαντήσει εντός 60 ημερών.
Η Meta λέει ότι στο σχέδιό της για τις εκλογές του 2024 κινείται σε μεγάλο βαθμό στην ίδια κατεύθυνση με τα προηγούμενα έτη. Για παράδειγμα, θα απαγορεύσει τις νέες πολιτικές διαφημίσεις την τελευταία εβδομάδα πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Η Meta τοποθετεί επίσης σήμανση στις φωτορεαλιστικές εικόνες που δημιουργούνται με χρήση του εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης που διαθέτει.
Στους κύκλους όσων έχουν μελετήσει τις εκλογές υπάρχει διαφωνία για το κατά πόσον ένα deepfake θα μπορούσε πραγματικά να επηρεάσει την ψήφο κάποιου, ειδικά στην Αμερική, όπου οι περισσότεροι ψηφοφόροι δηλώνουν ότι μάλλον έχουν αποφασίσει ήδη ποιον θα υποστηρίξουν για τη θέση του προέδρου. Ωστόσο, η ίδια η πιθανότητα κυκλοφορίας ψευδούς περιεχομένου που έχει κατασκευαστεί με χρήση τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε επίσης να θολώσει τα νερά με άλλο τρόπο: οδηγώντας τους ανθρώπους να αμφισβητούν ακόμη και τις αληθινές εικόνες και καταγραφές εικόνας και ήχου.
Οι αιτιάσεις σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιούνται για να «διαψεύσουν πράγματα που οι άνθρωποι δεν θέλουν να πιστέψουν» – για παράδειγμα, έγκυρα βίντεο με εικόνες σχετικές με τις επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, δήλωσε η Renée DiResta, υπεύθυνη έρευνας στο Παρατηρητήριο Διαδικτύου του Στάνφορντ.
Οι κολοσσοί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναμετριούνται εδώ και χρόνια με ερωτήματα που σχετίζονται με περιεχόμενο πολιτικού χαρακτήρα. Το 2020, προχώρησαν σε επιθετικές κινήσεις για την εποπτεία των πολιτικών συζητήσεων, εν μέρει λόγω των αναφορών για ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Τώρα, χαλαρώνουν σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στο X του Ίλον Μασκ.
Μετά την εξαγορά του Twitter το 2022, ο Μασκ μετονόμασε τον ιστότοπο και ήρε πολλούς από τους προηγούμενους περιορισμούς, στο όνομα της ελευθερίας του λόγου. Το X έχει επαναφέρει πολλούς λογαριασμούς που είχαν προηγουμένως τεθεί σε αναστολή και άρχισε να πουλάει το σύμβολο επαλήθευσης γνησιότητας [το γνωστό «μπλε τικ»] που στο παρελθόν προοριζόταν για εξέχουσες προσωπικότητες. Η X απέλυσε επίσης πάνω από 1.200 εργαζόμενους του τμήματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας, σύμφωνα με τα στοιχεία που γνωστοποίησε πέρυσι σε μια αυστραλιανή ρυθμιστική αρχή για την ασφάλεια στο διαδίκτυο, στο πλαίσιο των εκτεταμένων περικοπών που ο Μασκ δήλωσε ότι ήταν απαραίτητες για τη σταθεροποίηση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας.
Πιο πρόσφατα, η X δήλωσε ότι προσλαμβάνει επιπλέον προσωπικό ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων περίπου 100 συντονιστών περιεχομένου που θα εργάζονται στο Όστιν του Τέξας, καθώς και σε άλλες θέσεις παγκοσμίως.
Το YouTube δήλωσε ότι σταμάτησε να αφαιρεί βίντεο τα οποία περιέχουν ισχυρισμούς για εκτεταμένη απάτη στις αμερικανικές εκλογές το 2020 και παλαιότερα, αναφέροντας ανησυχίες για επιβολή περιορισμών στον πολιτικό λόγο. Η Meta τήρησε παρόμοια στάση όταν αποφάσισε να επιτρέψει πολιτικές διαφημίσεις που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της νίκης του Μπάιντεν το 2020.
Η Meta απέλυσε επίσης πολλούς υπαλλήλους που εργάζονταν στον τομέα της εκλογικής πολιτικής κατά τη διάρκεια ευρύτερων απολύσεων που ξεκίνησαν στα τέλη του 2022, αν και η εταιρεία λέει ότι έχει επεκτείνει συνολικά τη δραστηριότητά της στον τομέα της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας.
Η X, η Meta και το YouTube επανέφεραν τους λογαριασμούς του Τραμπ, αφού προηγουμένως τον είχαν αποκλείσει, μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021, επικαλούμενες διάφορους λόγους, όπως ότι το κοινό πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ακούει τι λένε οι υποψήφιοι. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα διατυπώσει τον ψευδή ισχυρισμό ότι κέρδισε τις εκλογές του 2020 ή ότι ήταν «στημένες».
Η Katie Harbath, πρώην διευθύντρια δημόσιας πολιτικής του Facebook, δήλωσε ότι κατά τη γνώμη της οι πλατφόρμες είναι εξαντλημένες από την προσπάθεια διευθέτησης ζητημάτων που προκύπτουν σχετικά με το περιεχόμενο πολιτικού χαρακτήρα. Δεν υπάρχει σαφής συμφωνία στο θέμα των κανόνων και των κυρώσεων που θα πρέπει να υιοθετηθούν, πρόσθεσε.
«Σε πολλές περιπτώσεις, το κεντρικό τους νόημα είναι: “Το καλύτερο για μας μάλλον θα ήταν να μείνουμε κατά το δυνατόν αμέτοχοι”», δήλωσε η Harbath.
Οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι παραμένουν αποφασισμένες να καταπολεμήσουν το παραπλανητικό περιεχόμενο και να βοηθήσουν τους χρήστες να έχουν πρόσβαση σε έγκυρες πληροφορίες για το πώς και πού μπορούν να ψηφίσουν. Η X λέει ότι οι προσπάθειές της περιλαμβάνουν την ενίσχυση της δημόσιας λειτουργίας ελέγχου Community Notes, η οποία βασίζεται σε εθελοντές οι οποίοι θα προσθέτουν σημειώσεις με ευρύτερα δεδομένα στις αναρτήσεις.
Οι επικριτές, όπως ο Μασκ και πολλοί συντηρητικοί, έχουν εκφράσει έντονες αντιρρήσεις για τα μέτρα που έλαβαν οι κολοσσοί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για τη διαχείριση πολιτικού περιεχομένου γύρω στο 2020, ιδίως το Twitter. Επικαλούνται, για παράδειγμα, ένα επεισόδιο λίγο καιρό πριν από την ψηφοφορία του Νοεμβρίου 2020, όταν το Twitter μπλόκαρε προσωρινά τους συνδέσμους σε άρθρα της New York Post που αφορούσαν τον Χάντερ Μπάιντεν, γιο του σημερινού προέδρου Μπάιντεν.
(Η Post όπως και η Wall Street Journal ανήκουν αμφότερες στη News Corp.)
Στελέχη του Twitter παραδέχθηκαν αργότερα ότι υπερέβαλαν, αλλά υποστήριξαν ότι η στάση τους υπαγορεύτηκε από την ανησυχία για κυκλοφορία υλικού που είχε ενδεχομένως υποκλαπεί και όχι λόγω πολιτικών προτιμήσεων.
Άλλες αλλαγές σε αυτή την προεκλογική περίοδο προέκυψαν ως αποτέλεσμα μιας δίωξης που άσκησαν οι Ρεπουμπλικανοί γενικοί εισαγγελείς του Μιζούρι και της Λουιζιάνα, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι στελέχη της κυβέρνησης Μπάιντεν ασκούσαν ο έλεγχος που ασκούσαν στις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν τόσο ασφυκτικός ώστε να ισοδυναμεί με αντισυνταγματική λογοκρισία. Πρωτοβάθμια δικαστήρια εξέδωσαν αποφάσεις που επέβαλαν όρια στον τρόπο με τον οποίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορούσε να συνεργάζεται με τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, αν και το Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε αργότερα την ισχύ αυτών των αποφάσεων. Η υπόθεση εκκρεμεί τώρα ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου. Οι προσπάθειες καταπολέμησης της παραπληροφόρησης διερευνώνται επίσης από Ρεπουμπλικανούς του Κογκρέσου.
«Έχουμε κάποιες επαφές με τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά όλες αυτές οι επαφές άλλαξαν ριζικά μετά την απόφαση του δικαστηρίου», δήλωσε ο διευθυντής του FBI Κρίστοφερ Ρέι κατά τη διάρκεια ακροαματικής διαδικασίας στη Γερουσία τον Οκτώβριο. Είπε ότι η υπηρεσία ανέλαβε πρωτοβουλίες «για προληπτικούς λόγους».
Δημοκρατικοί αξιωματούχοι και ερευνητές της παραπληροφόρησης λένε ότι τέτοιες συνεργασίες είναι ζωτικής σημασίας για την καταπολέμηση της κακόβουλης διαδικτυακής δραστηριότητας, όπως είναι οι ξένες προσπάθειες επηρεασμού.
Οι ομοσπονδιακές αρχές δηλώνουν ότι βρίσκονται σε επιφυλακή. Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑ δεν έχουν εντοπίσει κάποια σημαντική επιχείρηση ξένης παρέμβασης με στόχο τις εκλογές του 2024, σύμφωνα με ανώτερους αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών.
Ο στρατηγός Paul Nakasone, μέχρι πρόσφατα αρχηγός της Διοίκησης Κυβερνοχώρου των ΗΠΑ (USCYBERCOM) και της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA), διαβεβαίωσε, προτού αποστρατευθεί, ότι οι αμερικανικές εκλογές του 2024 θα είναι «οι ασφαλέστερες εκλογές που είχαμε μέχρι σήμερα» ως προς τις ξένες παρεμβάσεις. «Αν η μεθοδολογία που λειτούργησε το ’22 ή το ’20 δεν μπορέσει να λειτουργήσει τώρα», πρόσθεσε, «τότε θα πρέπει να βρούμε νέους τρόπους για να το πετύχουμε».
Μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον Robert McMillan στο robert.mcmillan@wsj.com, με την Alexa Corse στο alexa.corse@wsj.com και με τον Dustin Volz στο dustin.volz@wsj.com