Το πρωίνο της 1ης Μαρτίου 1923 ήταν ακόμα ένα πρωινό στη Μεσοπολεμική Ελλάδα.
Αν ανατρέξει κάνεις στον Τύπο της ημέρας εκείνης δεν διαπιστώνει τίποτα το ασυνήθιστο. Την επικαιρότητα συνέχιζαν να απασχολούν, κατά κύριο λόγο, οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής τόσο σε διεθνές – διπλωματικό, όσο και σε ανθρωπιστικό – κοινωνικό επίπεδο, μιας και δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγοι μήνες από τον Σεπτέμβριο του 1922 και τις ημέρες της τραγωδίας του ελληνισμού στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
Κι όμως η 1η Μαρτίου 1923 είχε και έχει κάτι πολύ ξεχωριστό. Είναι η ημέρα που η Ελλάδα πραγματοποιούσε, χωρίς ίχνος υπερβολής, ένα πραγματικό άλμα στο χρόνο, και πιο συγκεκριμένα ένα άλμα δεκατριών ημερών.
Έδυσε η 15η Φεβρουαρίου και αντί, την επομένη, να ξημερώσει η 16η Φεβρουαρίου, ξημέρωσε η 1η Μαρτίου.
Το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός ήταν αποτέλεσμα της μετάβασης και της χώρας μας από το Ιουλιανό Ημερολόγιο (σήμερα γνωστό ως παλαιό ημερολόγιο) στο Γρηγοριανό.
Ιουλιανό και Γρηγοριανό
Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» διαφώτισε το αναγνωστικό του κοινό σε σχέση με τα δύο ημερόλογια.
«Και τα δύο ημερολογιακά συστήματα, και το Ιουλιανόν και το Γρηγοριανόν, στηρίζονται επί της θέσεως του Ηλίου. Και το μεν πρώτον εισήχθη διά πρώτην φοράν τω 44 π.χ. υπό του Ιουλίου Καίσαρος εν Ρώμη, οφείλεται δε εις τον Αλεξανδρινόν αστρονόμον Σωσιγένην.
»Η δε “Γρηγοριανή μεταρρύθμισις”, ήτοι η εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου, έγινε την 5ην Οκτωβρίου 1582 υπό του Πάπα Γρηγορίου του 13ου.
– Ποια διαφορά υπάρχει μεταξύ του Ιουλιανού και του Γρηγοριανού ημερολογίου;
– Η μόνη διαφορά είνε η των 13 ημερών. Κατά τα λοιπά, και τα δύο ημερολόγια περιέχουν τα αυτά ελαττώματα, ήτοι ανωμαλίαν της διαρκείας των μηνών (άλλοι μήνες έχουν 30, άλλοι 31 και άλλοι 28 ημέρας), έλλειψιν αντιστοιχίας των ημερομηνιών προς τας αυτάς ημέρας της εβδομάδος, π.χ. ή 25 Μαρτίου συμπίπτει πότε Πέμπτην, πότε Τρίτην κλπ, το κινητόν του Πάσχα, η έλλειψις της αντιστοιχίας των ονομάτων των μηνών προς την αριθμητικήν σειράν των».
Ως εδώ καλά.
Αφενός, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών κατανόησε τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν μπορούσε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί διαφορετικό ημερολόγιο από αυτό που χρησιμοποιούσαν οι χώρες του Δυτικού Κόσμου και άλλες μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη.
Αφετέρου, το «άλμα» αυτό των 13 ημερών, εξαιρουμένου ενός μικρού και πρόσκαιρου ζητήματος που δημιούργησε ως προς τη μισθοδοσία εκείνου του Φεβρουαρίου, επηρέασε ελάχιστα την καθημερινότητα του κόσμου.
Το χάος των εορτών
Αυτό όμως που πραγματικά προκάλεσε χάος ήταν το γεγονός ότι η αλλαγή αυτή στο ημερολόγιο δεν αφορούσε αυτόματα και τις εκκλησιαστικές εορτές, το εκκλησιαστικό δηλαδή ημερολόγιο.
Όλο το εορτολόγιο άλλαζε κι έτσι για παράδειγμα ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου θα έπρεπε να εορταστεί αντί στις 25 Μαρτίου στις 7 Απριλίου, αφού η Εκκλησία συνέχιζε να τηρεί το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο.
Η ελληνική εκκλησία, ήταν μεν σύμφωνη με την αλλαγή του ημερολογίου, έπρεπε όμως να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των αυτοκέφαλων ορθοδόξων εκκλησιών υπό τον συντονισμό του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι για αρκετούς μήνες η Ελλάδα ζούσε με δύο ημερολόγια. Χαρακτηριστική είναι η καταχώρηση που ακολουθεί, και που αν και δημοσιεύεται στο φύλλο της 12ης Σεπτεμβρίου 1923 και προαναγγέλλει πανηγύρι της 31ης Αύγουστου.
Λίγο αργότερα το παράδοξο έλαβε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις όταν τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου) του 1923, ως θρησκευτική εορτή, εορτάστηκαν μετά την Πρωτοχρονιά του 1924.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1923, Χριστούγεννα γιόρτασαν μόνο οι του δυτικού δόγματος.
Όπως προκύπτει από αυτό που αναγράφεται ακριβώς κάτω από την ημερομηνία του φύλλου του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ», στις 7 Ιανουαρίου του 1924 δεν ήταν του Αγιαννιού αλλά τα Χριστούγεννα του 1923…
Η λύση
Τελικά η οριστική λύση δόθηκε στις 23 Μαρτίου 1924 με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος να ανακοινώνει πως «Κατά την απόφασιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου (από της αύριον Κυριακής 23 Μαρτίου εν ημερολόγιον θα υπάρχη εν τη εκκλησία και τη πολιτεία.
»Η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποδεχθείσα την απόφασιν ταύτην θέτει αυτήν εις εφαρμογήν, προνοούσα διά τον τερματισμόν της επικρατούσης συγχύσεως και ανωμαλίας εκ του διχασμού του ημερολογίου, εξ ου ου σμικρά ζημία εγίνετο εις τον θρησκευτικόν βίον του ελληνικού λαού.
»Διότι βεβαίως ήτο άτοπον να προηγήται των Χριστουγέννων η εορτή του νέου έτους και να μη εορτάζωμεν τας αγίας εορτάς κατά τας ανέκαθεν καθωρισμένας υπό της εκκλησίας ημερομηνίας.
»Μετά την διόρθωσιν ταύτην, την προσεχή Τρίτην θα εορτάσωμεν τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου και την εθνικήν εορτήν συγχρόνως.
»Το ίδιον θα γίνεται δι’ όλας τας ακινήτους εορτάς. Π.χ. του αγίου Κωνσταντίνου θα εορτασθή τη 21 Μαΐου και ότι τη 3 Ιουνίου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου τη 15η Αυγούστου, όπως πάντοτε, και όχι τη 28 Αυγούστου.
»Το πασχάλιον όμως της ορθοδόξου εκκλησίας, επειδή τούτο προήλθεν εξ αποφάσεως Οικουμ. Συνόδου, μένει, με την διόρθωσιν ταύτην του ημερολογίου, άθικτον και επαφίεται επ’ αυτού κρίσις εις την όλην Οικουμενικήν εκκλησίαν».