Τις πρώτες κιόλας μέρες της αιχμαλωσίας της, η Ταμάρ Μέτζγκερ ένιωσε την ενέργειά της να φθίνει με γοργούς ρυθμούς. Άρχισε να παρατηρεί τον εαυτό της να γλιστρά προς κάτι που έμοιαζε με κατάσταση ημισυνειδητότητας. Ακουμπώντας στο νωπό από την υγρασία λευκό πλακάκι ενός τοίχου, πάσχιζε να ρυθμίσει την αναπνοή της.
Η πλήξη εγκαταστάθηκε. Η ακοή της είχε εξασθενήσει. Οι φωνές των ανθρώπων κοντά της έμοιαζαν ξέθωρες, μαζί με αυτές και εκείνη του συζύγου της, ο οποίος καβγάδιζε διαρκώς με έναν επί δεκαετίες φίλο του για τα πάντα, από την ιστορία μέχρι τις ταινίες.
Η 78χρονη Ταμάρ, βρέθηκε να μετρά μια σειρά από καφέ πλακάκια του απέναντι τοίχου, ένα-δυο μέτρα μακριά της. Οι άκρες τους ήταν πιο σκούρο καφέ και ήταν βαλμένα σε δύο οριζόντιες στρώσεις. Τα βρήκε περιέργως όμορφα μέσα σε ένα κελί που δεν είχε καθόλου έπιπλα, εκτός από τον τεχνητό χλοοτάπητα όπου άπλωναν υποστρώματα για να κοιμούνται, και έναν ανεμιστήρα που χαλούσε συνέχεια.
Μαζί της ήταν περίπου δώδεκα άνθρωποι από το κιμπούτς Nir Oz, μεταξύ των οποίων δύο Ταϊλανδέζοι αγρεργάτες, ένας ηλικιωμένος Ισραηλινός ιστορικός, ένας παθιασμένος σινεφίλ και ένας αγχωμένος πατέρας που δεν ήξερε αν η σύζυγος και τα παιδιά του ζούσαν ή είχαν πεθάνει.
Ήταν όμηροι που κρατούνταν σε ένα τεράστιο σύμπλεγμα στοών φτιαγμένων από τη Χαμάς κάτω από την πόλη Χαν Γιουνίς της βόρειας Γάζας. Δεν ήταν ξεκάθαρο στην Ταμάρ πόσοι άλλοι βρίσκονταν μαζί τους κάτω από τη γη – η Χαμάς είχε απαγάγει περίπου 200 ομήρους κατά την επίθεσή της κατά του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου. Κάποια στιγμή, όταν το δωμάτιό τους άρχισε να σείεται από τις ισραηλινές εναέριες επιθέσεις, οι φρουροί τους τους μετέφεραν όλους εσπευσμένα για λίγες ημέρες σε ένα άλλο μέρος, μαζί με άλλους ομήρους.
Η Ταμάρ, που αφέθηκε ελεύθερη μετά από 53 ημέρες στην αιχμαλωσία, περιέγραψε στην Wall Street Journal μέρα μέρα την εμπειρία της, κατά τη διάρκεια πολύωρων συνεντεύξεων. Μέχρι την παράδοσή της στον Ερυθρό Σταυρό στις 29 Νοεμβρίου δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορέσει να επιστρέψει ξανά στο σπίτι της, ούτε για το τι θα συμβεί σε εκείνους που ήταν μαζί της. Ο σύζυγός της και άλλοι άντρες της ομάδας παραμένουν αιχμάλωτοι.
Πολλοί από την ομάδα της, είπε, ήλπιζαν ότι η ισραηλινή κυβέρνηση θα κάνει μια συμφωνία με τη Χαμάς για να τους ελευθερώσει όλους. Δεν ήθελαν μια ριψοκίνδυνη στρατιωτική επέμβαση απελευθέρωσης που θα μπορούσε να καταλήξει σε θανάτους.
Η συνταξιούχος και φανατική αναγνώστρια, Ταμάρ, μαζί με άλλες γυναίκες και παιδιά απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν σταδιακά στο Ισραήλ από τη Γάζα την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου. Επέστρεφαν λίγοι κάθε ημέρα κατά τη διάρκεια της επταήμερης κατάπαυσης του πυρός ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς. Η –κατά τις ΗΠΑ– τρομοκρατική οργάνωση εξακολουθεί να κρατά αιχμάλωτους περισσότερους από 130 ανθρώπους.
Αυτή η διήγηση για τη ζωή στις στοές βασίζεται στα όσα περιέγραψε η Ταμάρ, σε συνεντεύξεις με συγγενείς ομήρων ή απελευθερωθέντες ομήρους, και σε βίντεο με μαρτυρίες από ισραηλινά μέσα.
Η κυβέρνηση του Ισραήλ και διεθνείς διαμεσολαβητές διαπραγματεύονται για την απελευθέρωση των ομήρων, ενώ Ισραηλινοί στρατιώτες και αξιωματούχοι της υπηρεσίας πληροφοριών ψάχνουν ενδελεχώς να τους εντοπίσουν. Στη συλλογική αγωνία της χώρας έρχονται να προστεθούν οι πληροφορίες που διακινούνται για την τύχη των ομήρων, στις οποίες περιλαμβάνονται και βίντεο προπαγάνδας ομάδων μαχητών με ανεπιβεβαίωτους ισχυρισμούς. Σε αυτά τα βίντεο περιλαμβάνεται και εκείνο με τον όμηρο Γιαρντέν Μπίμπας, με τη Χαμάς να λέει ότι η σύζυγός του και τα δύο μικρά κοκκινομάλλικα αγοράκια του, που είχαν συγκινήσει την κοινή γνώμη του Ισραήλ, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας ισραηλινής αεροπορικής επίθεσης.
Τις περασμένες εβδομάδες, ο ισραηλινός στρατός πραγματοποίησε επιδρομή κατά του υπόγειου συμπλέγματος του Χαν Γιουνίς, το οποίο ήταν εξοπλισμένο με εκρηκτικά και θωρακισμένες πόρτες και το οποίο πιθανόν κόστισε εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για να κτιστεί. Δεν βρήκε ομήρους, αλλά ανακοίνωσε ότι εντόπισε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία 20 περίπου όμηροι βρέθηκαν εκεί σε διάφορες φάσεις. Η WSJ επιβεβαίωσε βιντεοσκοπημένο υλικό και φωτογραφίες που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον στρατό και απεικονίζουν ένα πέρασμα μήκος περίπου μισού μιλίου να κατεβαίνει στριφογυριστά σε βάθος πάνω από 20 μέτρα, με κουζινούλα, υπνοδωμάτια και κελιά.
Το Ισραήλ προσπαθεί τώρα να πετύχει μια νέα συμφωνία για να προστατεύσει τους εναπομείναντες ομήρους. Μια αρχική πρόταση που έχει την στήριξη των ΗΠΑ και η οποία μεταφέρθηκε στη Χαμάς μέσω Αιγύπτιων και Καταριανών μεσολαβητών, προβλέπει εκεχειρία έξι εβδομάδων, κατά τη διάρκεια της οποίας πολίτες όμηροι, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, ηλικιωμένων και ασθενών, θα απελευθερωθούν. Οι επόμενες δύο φάσεις περιλαμβάνουν την εκ μέρους της Χαμάς απελευθέρωση των κρατουμένων Ισραηλινών στρατιωτών, ανδρών και γυναικών, καθώς και την παράδοση των σωμάτων νεκρών ομήρων.
Μια λεπτομερής αντιπρόταση της Χαμάς που έγινε γνωστή αυτή την εβδομάδα, έδειξε ότι οι δύο πλευρές απέχουν ακόμη αρκετά από μια συμφωνία, σύμφωνα με σχετικές αναφορές της WSJ. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου απέρριψε τα αιτήματα της οργάνωσης, στα οποία περιλαμβανόταν και η μαζική απελευθέρωση Παλαιστίνιων κρατουμένων.
Συγγενείς των ομήρων δοκίμασαν να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στον Νετανιάχου, μέσω διαμαρτυρίας τους έξω από την βίλα του στις μεσογειακές ακτές και έξω από το διαμέρισμά του στην Ιερουσαλήμ, καθώς και κλείνοντας έναν βασικό αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας στο Τελ Αβίβ. Πρώην όμηροι, πολλοί από τους οποίους έχουν φίλους και μέλη της οικογένειάς τους που κρατούνται ακόμη αιχμάλωτοι, ούρλιαζαν στους επίσημους ζητώντας τους να φέρουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα πίσω στα σπίτια τους αντί να προσπαθούν να εξαρθρώσουν πρώτα την Χαμάς. Μια πρόσφατη εκτίμηση του Ισραήλ ανέφερε ότι έως και 50 από τους ομήρους είναι ενδεχομένως νεκροί, αριθμός σημαντικά μεγαλύτερος από τους 29 θανάτους που έχει αναγνωρίσει επισήμως το Ισραήλ.
Συζητώντας για το ολοκαύτωμα
Η Ταμάρ ήταν σε σοκ όταν την έσπρωξαν μέσα σε ένα όχημα μαζί με άλλους ομήρους στις 7 Οκτωβρίου. Το πρόσωπό της είχε μελανιές και στα πόδια της έτρεχε αίμα, καθώς νωρίτερα είχε πέσει από μια μοτοσυκλέτα. Ξαφνικά άκουσε έναν γυναικείο ψίθυρο δίπλα της.
«Τάμυ, είμαι μαζί σου. Μη φοβάσαι». Ήταν η φίλη της, Νίλι Μαργκαλίτ. Η Ταμάρ γνώριζε την 41χρονη νοσηλεύτρια από τότε που γεννήθηκε, στο κιμπούτς.
Άφησαν τις γυναίκες στο άνοιγμα μιας σήραγγας κοντά σε ένα κτίριο που έμοιαζε με αποθήκη. Ήταν επικίνδυνο να μιλούν η μία στην άλλη, πόσο μάλλον να κρατιούνται αγκαλιά. Οι απαγωγείς τους φορούσαν πολιτικά και τις παρέδωσαν στους άνδρες της Χαμάς μετά από ένα είδος διαπραγμάτευσης.
Καθώς κατέβαιναν μέσα στη γη, το λασπωμένο μονοπάτι ίσα που φαινόταν στο σκοτάδι. Η Ταμάρ ήταν χρόνια καπνίστρια, έχει άσθμα και υψηλή πίεση. Κρατιόταν από το πίσω μέρος του παντελονιού της Νίλι για μπορέσει να ακολουθήσει. Ήταν ξυπόλητη, καθώς είχε χάσει τις παντόφλες της νωρίτερα. Περπάτησαν πάνω σε βράχους, κουτιά, σακιά με άμμο και άλλα υλικά κατασκευών.
Σε κάποιο σημείο τα πόδια της Ταμάρ ήταν τόσο μουδιασμένα που δεν αισθανόταν το έδαφος. «Πάμε, πάμε, πάμε» συνέχιζαν να λένε οι απαγωγείς τους.
Καθώς κινούνταν μέσα στη στοά, είδαν φευγαλέα έναν μεγάλο καλοφωτισμένο χώρο με υπολογιστές, όπου δούλευαν άνθρωποι της Χαμάς. Λίγο αργότερα είδαν ένα κελί που έμοιαζε με κελί φυλακής, όπου κρατούνταν ένα ζευγάρι Ισραηλινών επειδή η γυναίκα είχε υψώσει τη φωνή της διαπληκτιζόμενη με έναν άλλο όμηρο.
Τελικά έφτασαν σε ένα δωμάτιο όπου είδαν περίπου 20 ομήρους να κάθονται στο πάτωμα. Ανάμεσά τους και ο σύζυγός της Ταμάρ, Γιόραμ Μέτζγκερ, ο οποίος βρισκόταν σε διαφορετικό σημείο του σπιτιού τους όταν εισέβαλαν οι απαγωγείς. Ορισμένοι από τους ανθρώπους εκεί ήταν τραυματισμένοι και αιμορραγούσαν. Η Χαμάς ξεχώρισε τους ηλικιωμένους του Νορ Οζ με τα πιο σοβαρά τραύματα και τους οδήγησε σε έναν χώρο κράτησης.
Εκείνο το μέρος θα γινόταν το υπόγειο σπίτι τους.
Σε έναν μικρό χώρο που χρησίμευε για το μαγείρεμα, η 72χρονη Αντίνα Μοσέ, συνταξιούχος νηπιαγωγός και φίλη της Ταμάρ και της Νίλι, ζέσταινε ρύζι και αρακά από κονσέρβα, αν και δεν είχε μαζί της τα γυαλιά της και δεν έβλεπε καλά. Τα ράφια ήταν γεμάτα, σαν να είχε γίνει προετοιμασία για την εξυπηρέτηση μεγάλου πλήθους. Πέντε ή έξι από τους ομήρους μαζεύονταν και έτρωγαν από το ίδιο πιάτο, ο καθένας με το κουτάλι του. Μετά από δύο εβδομάδες, είχε μείνει μόνο ρύζι.
Σύντομα κατάλαβαν ότι χρειάζονταν έναν τρόπο να περνούν την ώρα τους.
Ο 75χρονος Άλεξ Ντάντσικ, ερευνητής στο Γιαν Βασέμ, το βασικότερο χώρο μνήμης του Ολοκαυτώματος στο Ισραήλ, ξεκίνησε να κάνει διαλέξεις σχετικά με τις μελέτες του. Ο Άλεξ γεννήθηκε στην Πολωνία μετά τον πόλεμο, αλλά η αδελφή του είχε επιζήσει του Ολοκαυτώματος.
Η ιστορία ήταν στενάχωρη και ορισμένοι από την ομάδα τον παρακάλεσαν να αλλάξει θέμα.
Ο 80χρονος Γιόραμ έκανε στα μέλη της ομάδας ερωτήσεις γνώσεων για τη Βίβλο και την ποπ κουλτούρα. Καθώς γνώριζε αραβικά, οι απαγωγείς της Χαμάς τον πήγαν κάποια στιγμή σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου τον έβαλαν να τους μεταφράζει τις ειδήσεις της εβραϊκής τηλεόρασης. Ο Γιόραμ δεν είχε μαζί του το ακουστικό του, οπότε έπρεπε να τερματίσουν την ένταση στον ήχο της της τηλεόρασης.
Υπήρχε και ένας άλλος 80χρονος, ο Χαΐμ Περί, κινηματογραφιστής, ο οποίος μιλούσε για την ιστορία του κινηματογράφου, εξηγώντας και το πώς δημιουργήθηκε η βιομηχανία του Χόλιγουντ. Αργότερα η Χαμάς ανάγκασε τον Χαΐμ και τον Γιόραμ να εμφανιστούν σε ένα βίντεο προπαγάνδας που μεταδόθηκε στον έξω κόσμο με τον τίτλο «Μη με αρνηθείς στα γηρατειά μου», μια φράση από τον 71ο ψαλμό.
Όμως ακόμη και με τους τρεις ομιλητικούς άνδρες, στο δωμάτιο συχνά έπεφτε σιωπή. Οι αιχμάλωτοι περνούσαν μεγάλα διαστήματα απορροφημένοι στις δικές τους σκέψεις, ειδικά ο Γιαρντέν, ο πατέρας των κοκκινομάλληδων. Ο 34χρονος απήχθη σε διαφορετική τοποθεσία του κιμπούτς από ό,τι η γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι είχαν μείνει στο δωμάτιο ασφαλείας του σπιτιού τους. Η Ταμάρ είπε ότι ο Γιαρντέν ένιωθε ένοχος που δεν είχε μείνει μαζί τους.
Ήλπιζε ότι οι Ισραηλινοί στρατιώτες θα σώσουν την οικογένειά του, αλλά κατά την αιχμαλωσία του στις σήραγγες έπεσε σε απελπισία, καθώς δεν είχε κανένα νέο τους. Μια μέρα, οι απαγωγείς του είπαν ότι εντόπισαν τα παιδιά του στο Τελ Αβίβ, μόνο και μόνο για να ηρεμήσει.
Η Νίλι ζήτησε από τους φρουρούς χάπια κλοναζεπάμης –ένα ηρεμιστικό– τα οποία μοίρασε στους ομήρους, μεταξύ αυτών και στον Γιαρντέν, ώστε να τους βοηθήσει να ηρεμήσουν και να κοιμηθούν. Ένας από τους ομήρους υπέφερε από εφιάλτες και δεν σταματούσε να χτυπά τον φίλο τους στον ύπνο του.
Το να μην ξέρουν αν είναι μέρα ή νύχτα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Όταν το ρεύμα κοβόταν, ένα φωτιστικό μπαταρίας με λάμπα led άναβε κρατώντας τον χώρο αμυδρά φωτισμένο. Η Νίλι χρησιμοποιούσε ένα αναλογικό ρολόι που είχε μείνει χωρίς λουράκι, για να παρακολουθεί τον χρόνο που περνούσε. Και πάλι όμως τα όρια των ημερών άρχισαν να θολώνουν.
Ορισμένοι προσπαθούσαν να καθαριστούν με πετσέτες τις οποίες έβρεχαν με κρύο νερό, αν και οι απαγωγείς τους είχαν ζεστό νερό. Μια φορά η Ταμάρ ζήτησε από τον σύζυγό της να τους πει να της δώσουν κι εκείνης έναν κουβά με ζεστό νερό, κάτι το οποίο –προς έκπληξή της– έκαναν. Το ζεστό νερό στο δέρμα της της έδινε την αίσθηση της πολυτέλειας.
Για λίγες μέρες η Ντανιέλ Αλονί και η πεντάχρονη κόρη της, Εμίλια, προστέθηκαν στην ομάδα, σύμφωνα με τα όσα είπε η Αντίνα σε τηλεοπτική συνέντευξη στο ισραηλινό Κανάλι 12. Η Εμίλια ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της και έκλαιγε πολύ. Φοβόταν τα Καλάσνικοφ, οπότε η Αντίνα πλησίασε έναν από τους επικεφαλής των απαγωγέων για να τους πει να χαμηλώσουν τα όπλα τους. Είμαστε ηλικιωμένοι άνθρωποι και ένα μικρό κοριτσάκι και δεν μπορούμε να βλάψουμε κανέναν, είπε η Αντίνα στους άνδρες της Χαμάς. Την άκουσαν.
Προπαγανδιστικά βίντεο
Την ομάδα φρουρούσαν τέσσερις απαγωγείς. Καθώς άρχισε να παγιώνεται μια καθημερινότητα, οι όμηροι έβγαλαν παρατσούκλια σε κάποιους από αυτούς. Ο «Μουαλίμ» που στα αραβικά σημαίνει δάσκαλος, ήταν ο επικεφαλής. Ο βοηθός του ήταν ο Αχμέντ. Το «Ψυγείο» ήταν ο άνθρωπος που δεν σταματούσε να μπουκώνει φαγητό – κάθε πρωί πήγαινε να φέρει αραβικές πίτες, οι μισές εκ των οποίων εξαφανίζονταν πριν φτάσουν σε αυτούς. Τον τέταρτο φρουρό τον αποκαλούσαν «Ηλεκτρολόγο» γιατί όλη την ώρα έφτιαχνε πράγματα που χαλούσαν διαρκώς.
Κάποιες φορές, ομάδες ανώτερων αξιωματούχων της Χαμάς σταματούσαν εκεί, καθ’ οδόν για κάποιο άλλο σημείο. Τα γένια τους ήταν προσεκτικά κουρεμένα και τα ρούχα τους φαίνονταν καθαρά. Κάποιοι από αυτούς μιλούσαν εβραϊκά και φώναζαν τους ομήρους με το όνομά τους.
Η Αντίνα πιστεύει πως είδε τον επικεφαλής της Χαμάς στη Γάζα, τον Γιαχία Σινουάρ, δύο φορές, με διαφορά τριών εβδομάδων. «Σαλόμ» τους είπε στα εβραϊκά. «Πώς είστε; Όλα καλά;». Η Αντίνα είπε ότι οι αιχμάλωτοι χαμήλωσαν το κεφάλι και δεν απάντησαν.
Είπε ότι σκέφτηκε πως ήταν αστείο το πόσο κοντός ήταν ο Σινουάρ δίπλα σε μια ομάδα ψηλότερων ανδρών. Έφυγε γρήγορα όταν είδε ότι κανείς από τους ομήρους δεν ασχολείται μαζί του.
Οι απαγωγείς φέρονταν σε κάποιους ομήρους καλύτερα από ό,τι σε άλλους. Ο Φιλιππινέζος φροντιστής Gelienor Leaño Pacheco, γνωστός ως Τζίμι, κρατούνταν μαζί με δύο Ταϋλανδέζους σε ένα άλλο κελί. Οι Ταϋλανδέζοι ήταν υποχρεωμένοι να καθαρίζουν τα πατώματα.
Συμπαθούσαν τη Νίλι επειδή εργαζόταν στο Ιατρικό Κέντρο Σορόκα και ήξερε ποια φάρμακα χρειάζονταν τόσο οι όμηροι όσο και κάποιοι από τους απαγωγείς της Χαμάς. Ήξερε επίσης λίγα αραβικά. Λίγο αφότου είχαν φτάσει όλοι, η Νίλι έγραψε μια λίστα με αντιβιοτικά, χάπια για την πίεση και άλλα φάρμακα.
Λίγες ημέρες αργότερα, η Χαμάς έφερε κάποια από αυτά. Ωστόσο, οι απαγωγείς ενοχλήθηκαν όταν η Νίλι συνέχισε να πιέζει τους ανωτέρους τους για να φέρουν περισσότερα φάρμακα. Για τιμωρία η Χαμάς σταμάτησε να επιτρέπει στον κόσμο να χρησιμοποιούν τον μοναδικό ανεμιστήρα. Το υπόγειο κελί έγινε πιο αποπνικτικό από ποτέ.
Στο τέλος Νοεμβρίου η Νίλι πληροφορήθηκε ότι θα απελευθερωθεί. Ήταν μία ημέρα πριν σταματήσει η εκεχειρία και οι πύραυλοι από τη Γάζα ξεκινήσουν ξανά τις πτήσεις τους. Ήταν πανευτυχής.
Τότε όμως οι απαγωγείς μπήκαν στο δωμάτιο με μια κάμερα. Είπαν στη Νίλι και τον Γιόραμ, ο οποίος δεν ήταν ανάμεσα σε αυτούς που θα απελευθερώνονταν, ότι ήθελαν τη βοήθειά τους για να πουν στον Γιαρντέν ότι η οικογένειά του είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια μιας ισραηλινής αεροπορικής επίθεσης. Ήθελαν να καταγράψουν την αντίδραση του Γιαρντέν.
Η Νίλι σοκαρίστηκε και αρνήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, φώναξαν μέσα τον Γιαρντέν, τον έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα και του είπαν τι να πει.
Ανάγκασαν τον Γιόραμ να μεταφράσει το μήνυμα της Χαμάς από τα αραβικά στα εβραϊκά. Η Νίλι ξέσπασε σε αναφιλητά. Η Χαμάς την απομάκρυνε μετά από μια τελευταία αγκαλιά με τον Γιαρντέν.
Σε μήνυμα που έστειλε μέσω WhatsApp στην οικογένειά του στις 7 Οκτωβρίου, ο Γιαρντέν έλεγε ότι είχε ένα περίστροφο και ότι θα προσπαθούσε να υπερασπιστεί την σύζυγο και τα παιδιά του. Το τι συνέβη μετά δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά σύντομα κυκλοφόρησαν φωτογραφίες του Γιαρντέν περικυκλωμένου από ένα πλήθος, με το κεφάλι και τα χέρια του γεμάτα αίματα. Ένα άλλο βίντεο που κυκλοφόρησε ευρέως έδειχνε τη σύζυγό του, Σιρί Μπίμπας, να έχει και αυτή απαχθεί. Φαινόταν τρομοκρατημένη, ενώ κρατούσε σφιχτά τον 4χρονο Αριέλ και τον εννιά μηνών Κφιρ, και τους δύο τυλιγμένους σε μια κουβέρτα από όπου εξείχαν οι κόκκινες κορυφές των κεφαλιών τους.
Σε πιο ευτυχείς περιστάσεις το χρώμα των μαλλιών των παιδιών ήταν θέμα οικογενειακών αστείων. Ο Γιαρντέν, ο οποίος είναι μελαχρινός και με καταγωγή από την Υεμένη, έλεγε ότι τα παιδιά ήταν οι πρώτοι κοκκινομάλληδες από την Υεμένη.
Στις 30 Νοεμβρίου, η Χαμάς ανέβασε το προπαγανδιστικό βίντεο με τον Γιαρντέν στο Telegram.
Στο βίντεο η Χαμάς λέει ότι η Σιρί και τα παιδιά σκοτώθηκαν από ισραηλινές αεροπορικές επιθέσεις. Η οργάνωση ανέφερε ότι προσφέρθηκε να παραδώσει τα άψυχα σώματά τους στο Ισραήλ, αλλά ότι οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι αρνήθηκαν να τα παραλάβουν.
Μιλάει ο Γιαρντέν εξαιρετικά ταραγμένος. «Μπίμπι, βομβάρδισες την οικογένειά μου. Σκότωσες τη γυναίκα και τα παιδιά μου», λέει ξέπνοα απευθυνόμενος στον Νετανιάχου. Τα γένια του έχουν πυκνώσει, φοράει ένα μαύρο μπλουζάκι και είναι καθισμένος μπροστά από έναν άσπρο τοίχο. «Σε ικετεύω, άφησε εμένα και τη γυναίκα και τα παιδιά μου να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω».
Μετά το βίντεο κόβεται.
Κάποια από τα μέλη της οικογένειας του Γιαρντέν δεν άντεχαν να το παρακολουθήσουν. Αλλά η αδελφή του Γιαρντέν, η Οφρί Μπίμπας Λεβί λέει ότι δεν μπορούσε να μην το δει. Περίμεναν 55 μέρες για μια ένδειξη ζωής. «Ένιωσα ότι έπρεπε να δω τον αδελφό μου. Έπρεπε να τον κοιτάξω», είπε.
Εκπρόσωπος του ισραηλινού στρατού είπε ότι οι ισχυρισμοί της Χαμάς δεν μπορούσαν να επιβεβαιωθούν και την κατηγόρησε για «ψυχολογικό πόλεμο» κατά του Ισραήλ.
Τις επόμενες μέρες, οι επισκέπτες πολλαπλασιάστηκαν στην πλατεία του Τελ Αβίβ όπου οι υποστηρικτές των οικογενειών των ομήρων είχαν στήσει σκηνές και μνημεία. Φορούσαν πορτοκαλί μπλούζες και άφηναν στον ουρανό πορτοκαλί μπαλόνια σαν αναφορά στα μαλλιά των παιδιών.
Ο αποχωρισμός από τον Γιόραμ
Κανείς από τους ομήρους δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον ό,τι τους είχαν πει ήταν αλήθεια. Κάθε μέρα οι απαγωγείς τους τους έλεγαν ότι θα επέστρεφαν στο σπίτι τους την επομένη.
Στις 24 Νοεμβρίου οι απαγωγείς ήρθαν και πήραν την Αντίνα, λέγοντάς της ότι θα είναι ανάμεσα στους πρώτους που θα απελευθερωθούν. Γνωρίζοντας ότι η Ταμάρ ήταν μεγαλύτερη και ότι της ανέπνεε με δυσκολία, η Αντίνα ικέτευσε τους απαγωγείς, χωρίς αποτέλεσμα, να ελευθερώσουν την φίλη της αντί για την ίδια.
Τέσσερις μέρες αργότερα είπαν στην Ταμάρ να μαζέψει τα πράγματά της, ανάμεσα στα οποία και δύο συσκευές για εισπνοές που η Νίλι είχε πείσει τη Χαμάς να φέρει στην Ταμάρ. Η νεότερη γυναίκα της ομάδας, η 36χρονη Ριμόν Κιρστ Μπουχστάβ, είχε επιλεγεί για να απελευθερωθεί μαζί με την Ταμάρ εκείνη την ημέρα.
Η Ταμάρ με δυσκολία κατάφερε να αποχαιρετίσει τη Νίλι και τον σύζυγό της, τον Γιόραμ. «Σύντομα θα είσαι έξω», είπε στη Νίλι, η οποία άρχισε να κλαίει.
Ο Γιόραμ αγκάλιασε σφιχτά την Ταμάρ. «Καλύτερα να φύγεις», της είπε.
Κόντευε η 40ή τους επέτειος. Κατά την αιχμαλωσία, η Ταμάρ έβγαζε τη νύχτα με τη βοήθεια της συσκευής οξυγόνου για την οποία η Νίλι είχε επίσης πιέσει τη Χαμάς. Ξάπλωναν ο ένας δίπλα στον άλλο στο υπόγειο κελί τους και ο Γιόραμ ποτέ δεν κοιμόταν πριν την Ταμάρ. Αυτός ήταν ο Γιόραμ που ήξερε.
Ένα νεαρό μέλος της Χαμάς οδήγησε την Ταμάρ και τη Ριμόν έξω, μέσω του ίδιου τούνελ που είχαν χρησιμοποιήσει, σχεδόν δύο μήνες νωρίτερα, για να μπουν στο σύμπλεγμα. Αυτή τη φορά τα διαλείμματα από το περπάτημα επιτρέπονταν – σε κάποια από αυτά τους επέτρεπαν και να καθίσουν σε καρέκλες. Ο άνδρας φάνηκε να θέλει πολύ να μάθει εβραϊκά και ζήτησε από την Ταμάρ και τη Ριμόν να του μεταφράσουν κάποιες από τις φράσεις που αντάλλασσαν μεταξύ τους, ώστε να τις γράψει στο σημειωματάριό του.
Μόλις έφτασαν σε ένα φρεάτιο εξόδου είδαν μια σκάλα με περίπου οκτώ σκαλοπάτια, και άκουσαν τον γνώριμο ήχο της κίνησης. Ο ουρανός έλαμψε φωτεινός στα μάτια τους. Όταν βγήκαν έξω είδαν Παλαιστίνιους γονείς να μεταφέρουν τρόφιμα και παιδιά.
Στην Ταμάρ έδωσαν να φορέσει μια ροζ φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Αυτή και η Ριμόν ενώθηκαν με μια ομάδα άλλων Ισραηλινών ομήρων τους οποίους δεν γνώριζε, μεταξύ των οποίων και ένα έφηβο κορίτσι με το σκυλάκι του, ένα σιχ τσου. Και οι δύο είχαν χάσει βάρος κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους.
Πλήθη ντόπιων Παλαιστίνιων μαζεύτηκαν γύρω από τα οχήματα –μεταξύ αυτών και ένα ασθενοφόρο– που τους μετέφεραν στον Ερυθρό Σταυρό. Η Ταμάρ άκουσε χτυπήματα στην οροφή του οχήματος και φοβήθηκε για τη ζωή της, όπως είπε.
Τελικά ένα μικρό λεωφορείο τους μετέφερε στο Ισραήλ, όπου τους υποδέχθηκαν αξιωματικοί του ισραηλινού στρατού.
Μετά η Ταμάρ πέταξε με ελικόπτερο έως το ιατρικό κέντρο Σίμπα στο κεντρικό Ισραήλ, όπου οι γιατροί τής είπαν ότι η κατάσταση της καρδιάς της χειροτέρευε και ότι σύντομα θα χρειαζόταν επέμβαση.
Η οικογένειά της ήταν έκπληκτη που η Ταμάρ είχε επιζήσει. Το άγχος στην αιχμαλωσία δεν έκανε καλό στην υγεία της Ταμάρ και θεώρησαν ότι η Νίλι πολύ πιθανόν της έσωσε τη ζωή με τα φάρμακα για την πίεση που ζήτησε από τη Χαμάς.
Σε μια συνέντευξη από το νέο της διαμέρισμα στο Κιριάτ Γκατ, η Ταμάρ λέει ότι η επιβίωσή της στην αιχμαλωσία «δεν ήταν κάτι ενδιαφέρον, απλώς η πραγματικότητα». Αυτού του είδους η αντικειμενικότητα ήταν ο λόγος που η οικογένεια της Ταμάρ θεώρησε σημαντικό για την ίδια να βοηθήσει στην ιστορική καταγραφή. Μίλησε στην Wall Street Journal στις 2 Φεβρουαρίου, λίγες εβδομάδες μετά την εγχείρηση αορτής στην οποία υποβλήθηκε.
Καθισμένη δίπλα της, κρατώντας της το χέρι, ήταν η εγγονή της. Είναι άγνωστο πού βρίσκεται ο σύζυγός της και σε τι κατάσταση. Η Ταμάρ είπε ότι τον φαντάζεται να κάθεται ακόμη εκεί όπου κάθονταν μαζί ως όμηροι. «Ποτέ δεν θα σκύβαμε το κεφάλι στη Χαμάς», είπε.
Η Ταμάρ δεν νοιάζεται για τον πόλεμο και τις μάχες. Απλώς της λείπει ο άντρας της. Δεν κλαίει. Ελπίζει ότι θα απελευθερωθεί.
Μπορείτε να επικοινωνήσετε με την Chao Deng στο chao.deng@wsj.com