Ενα από τα πράγματα που με γοητεύουν στην ανθρώπινη συνθήκη είναι πως, παρά τη συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, διατηρούμε την πίστη μας σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης, εμμένοντας σε μερικές ανακρίβειες και συνεχίζοντας τη ζωή μας με αυτές. Κι όσο η τεχνητή νοημοσύνη θα κάνει όλο και μεγαλύτερα βήματα προς την τελειοποίηση, το ανθρώπινο θα ορίζεται όλο και περισσότερο από την εμμονή στο σφάλμα, την ασυμμετρία, το ημιτελές. Στο μέλλον άνθρωπος δεν θα είναι αυτός που θα μπορεί να εντοπίζει τους λόφους και τα φανάρια στις φωτογραφίες των σάιτ, αλλά αυτός που θα μπορεί να αποδείξει ότι κάνει λάθη.

Μια από αυτές τις επικράτειες του ατελούς είναι η μέτρηση του χρόνου. Μπορεί τα ρολόγια μας να τελειοποιούνται σε εξωφρενικό βαθμό ακρίβειας – «άργησες 5 νανοσεκόντ να μου απαντήσεις στο μήνυμα» -, αλλά η μέτρηση της διάρκειας του έτους, αυτή που βασίζεται σε μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ηλιο, εξακολουθεί να γίνεται με τρόπο που θα προκαλούσε τρόμο σε μια μηχανή. Η 29η Φεβρουαρίου, αυτή η μέρα παραπάνω στο ημερολόγιο μία φορά στα τέσσερα χρόνια, αποτελεί τη ναυαρχίδα αυτής της καθήλωσής μας στο περίπου. Θεσπισμένο από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, το ημερολόγιο που φέρει το όνομά του δημιουργήθηκε – και σταδιακά υιοθετήθηκε σχεδόν από όλο τον κόσμο – για θρησκευτικούς λόγους: για την ακρίβεια στον ορισμό του Πάσχα. Σύμφωνα με το προηγούμενο, το Ιουλιανό ημερολόγιο, η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν κατά μία μέρα κάθε 128 χρόνια. Ετσι, αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό, σύμφωνα με το οποίο η εαρινή ισημερία μετατοπίζεται μία ημέρα κάθε 3.300 χρόνια. Και για να γίνει ακόμα πιο καλός αυτός ο συνδυασμός προσπάθειας να αγγιχτεί μεν η ακρίβεια για ανορθολογικούς όμως λόγους, τα χρόνια που περιλαμβάνουν μία παραπάνω ημέρα, τα δίσεκτα, θεωρούνται και γρουσούζικα.

Στους υπερρεαλιστές άρεσε αυτό που αποκαλούσαν «αντικειμενικό τυχαίο». Πρόκειται ουσιαστικά για τη συμπτωματική σύμπλεξη αντικειμένων είτε στον χρόνο είτε στον χώρο, η οποία ωστόσο προκαλεί απτά συναισθηματικά ή νοητικά αποτελέσματα. Από τις επετείους της 29ης Φεβρουαρίου μού αρέσει να επαναλαμβάνω σε φίλους δύο τέτοια «αντικειμενικά τυχαία». Το πρώτο αφορά την υπουργοποίηση της Λίνας Τσαλδάρη από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1956. Επρεπε να πέσουμε πάνω σε αυτή τη μέρα που υπάρχει κάθε τέσσερα χρόνια για να αποκτήσει η Ελλάδα γυναίκα σε υπουργικό θώκο. Δεν διατηρώ στοιχεία από τις καταγραφές του Αστεροσκοπείου της εποχής, αλλά εικάζω βάσιμα ότι θα σημειώθηκαν και μερικές σεισμικές δονήσεις εκείνη την ημέρα. Φοβούμαι δε ότι θα γκρεμίστηκαν και αρκετοί φούρνοι.

H δεύτερη αγαπημένη μου σύμπτωση της ημέρας είναι πιο ανώδυνη πολιτικά. 29 Φεβρουαρίου (του 1900 μάλιστα, άρα με το Ιουλιανό ημερολόγιο!) γεννήθηκε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Δεν σκοπεύω να ανοίξω φιλολογική συζήτηση, αλλά στη φιγούρα του ενός νομπελίστα ποιητή μας ανατρέπονται πολλά επίμονα στερεότυπα για την ποίηση και τους ποιητές. Ο Σεφέρης ήταν ένας πετυχημένος διπλωμάτης, με στρωτή ζωή στα όρια της βαρεμάρας θα έλεγε κανείς – σίγουρα το λέει και ο ίδιος όταν πολλές φορές γκρινιάζει στα ημερολόγιά του για την πλήξη που έχει ο βίος του διπλωμάτη. Σε αντίθεση με τον Ελύτη, στην ποίησή του δεν κυριαρχεί το φως και η θάλασσα, εδώ το τοπίο είναι πιο γκρίζο και στοχαστικό. Και φυσικά δεν είναι διόλου «καταραμένος», έρμαιο παθών και εξαιρετικών συνθηκών. Το γεγονός πως η δημιουργία είναι προϊόν «ησυχίας» και κανονικού βίου με παρηγορεί ως σκέψη – ειδικά κάτι βροχερές μέρες που θέλω να πηγαίνω για ύπνο νωρίς, με ακρίβεια νανοσεκόντ.