Μια σειρά από λάθη και παραλείψεις οδήγησε σε μια από τις μεγαλύτερες εθνικές τραγωδίες στην ιστορία της χώρας.
Οσο όμως αταίριαστη με ένα κράτος δικαίου είναι η άκρατη ποινικοποίηση του λάθους, τόσο αδιανόητη είναι η μεθοδευμένη αποποινικοποίηση των παραλείψεων εξαιτίας των οποίων έχασαν τη ζωή τους δεκάδες άνθρωποι.
Είναι αδιανόητο πάνω από την τραγωδία των Τεμπών να πλανάται η σκιά της συγκάλυψης, ο λυγμός του πένθους να σκεπάζεται από την κραυγή της οργής και ο πόνος της απώλειας να παροξύνεται από την αίσθηση πως οι χαμένες ζωές θα μείνουν αδικαίωτες.
Σε ποιο κράτος δικαίου άραγε θα χρειαζόταν η παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για μια τέτοια υπόθεση; Σε ποιο κράτος δικαίου θα επιστρατευόταν ειδικός εφέτης ανακριτής σαν να μην αρκούσε η τακτική οδός της Δικαιοσύνης; Και σε ποια δημοκρατία η εξεταστική επιτροπή της Βουλής δεν θα άκουγε με τον μέγιστο σεβασμό και το μέγιστο αίσθημα ευθύνης και τον τελευταίο μάρτυρα;
Στην τραγωδία των Τεμπών φαίνεται δυστυχώς να συγκρούονται δυο αντιλήψεις. Μία που όχι μόνο κωφεύει στα αναπάντητα ερωτήματα αλλά ελέγχεται επιπλέον πως έφτασε στο σημείο να μπαζώσει τα πειστήρια στον τόπο του δυστυχήματος.
Και μία που αναζητεί την αλήθεια χωρίς την ασφάλεια δικαίου που πρέπει να αισθάνεται ο κάθε πολίτης σε μια ευνομούμενη χώρα.
Πέφτει στους ώμους του φυσικού δικαστή το βάρος της αναζήτησης των ευθυνών των πρώτων. Αλλά και η αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας των δεύτερων.