Πολύ πριν την μεγάλη πρεμιέρα, η νέα επική σειρά «Shogun» έτυχε αλλεπάλληλων επαίνων κι εγκωμίων, πλεγμένων από λέξεις τηλεκριτικών ανά τον κόσμο, που, όπως ήταν λογικό, έθρεψαν ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες στο κοινό για το – σε στυλ και μέγεθος «Game of Thrones» – μεσαιωνικό ιαπωνικό δράμα. Και κάτι τέτοιο όταν συμβαίνει είναι πάντοτε δίκοπο μαχαίρι.
Δεν ήταν όμως μονάχα το εάν θα κατάφερνε να ανταποκριθεί στο hype το μεγάλο στοίχημα για το «Shogun». Γιατί, όπως χαρακτηριστικά γράφει και η Judy Berman στο Time, «χρειάζεται μια δόση ύβρεως για να τα βάλεις με ένα από τα καθοριστικά τηλεοπτικά γεγονότα του 20ού αιώνα».
H Berman φυσικά αναφέρεται στην πρώτη μεταφορά στη μικρή οθόνη του μπεστ-σέλερ του James Clavell, το 1980, από τον μέγα Erin Bercovici, η οποία γνώρισε τεράστια επιτυχία. Σχεδόν το ένα τρίτο των αμερικανικών νοικοκυριών συντονίστηκε τότε στο ABC για να παρακολουθήσει την πρωτοφανή για τα δεδομένα της εποχής παραγωγή με πρωταγωνιστές τον Richard Chamberlain και τον εμβληματικό Ιάπωνα ηθοποιό Toshiro Mifune. Στη συνέχεια, η σειρά προβλήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, αποκτώντας διεθνές κοινό, απέσπασε τρία βραβεία Emmy και έμεινε στην ιστορία ως κλασική. Ποιος λοιπόν θα τολμούσε ένα ριμέικ;
Πολλά περισσότερα από ένα απλό ριμέικ
Τέσσερις δεκαετίες μετά, η νέα εκδοχή του «Shogun» δεν χωρά εύκολα στην κατηγορία του ριμέικ και αυτός ακριβώς είναι ένας από τους λόγους που της δίνει πολλούς έξτρα πόντους ήδη από τη γραμμή της αφετηρίας. Χρειάστηκαν 11 χρόνια εντατικής δουλειάς, όμως από τα δύο πρώτα επεισόδια που είναι πλέον διαθέσιμα μέσω του Disney+, μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί γιατί θεωρείται μία από τις καλύτερες σειρές του ’24.
Από τους Justin Marks και Rachel Kondo, η σύγχρονη αυτή εκδοχή του ιαπωνικού saga από το 1975 υιοθετεί μια πολύ ευρύτερη σκοπιά από την προκάτοχό της. Εξακολουθεί να αφηγείται την ιστορία του σκληροτράχηλου Άγγλου θαλασσοπόρου Τζων Μπλάκθορν, ο οποίος φτάνει στην Ιαπωνία στις αρχές του 17ου αιώνα και καταλήγει να υιοθετήσει την κουλτούρα των σαμουράι και να εμπλακεί σε εκπληκτικά πολλές πτυχές της ζωή της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου.
Ωστόσο, οι δημιουργοί έχουν αναπροσαρμόσει την αφήγηση, αναβαθμίζοντας τους ρόλους πολλών από τους Ιάπωνες χαρακτήρες και – κυρίως – ισορροπώντας την δυτική έξωθεν ματιά και τον ευρωκεντρισμό που χαρακτήριζε την σειρά του ’80. Ενώ ο Άγγλος θαλασσοπόρος διατηρεί εξέχοντα ρόλο, ο φακός μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα σε αυτόν και τους άλλους Ιάπωνες χαρακτήρες, ενώ η συμπερίληψη κατά πολύ ιαπωνικών διαλόγων παίζει καθοριστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.
Το πρωτότυπο μυθιστόρημα άλλωστε προσέφερε μια πιο καλειδοσκοπική ματιά της ιστορίας. Ο ίδιος ο Clavell το μακρινό ’75, χωρίς να αποφεύγει εντελώς μικροπαγίδες, είχε κάνει μια αξιέπαινη προσπάθεια να σκιαγραφήσει όσο πιο ειλικρινά μπορεί την συνάντηση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτισμών και να εμβαθύνει στη συναρπαστική και κατά πολύ άγνωστη κουλτούρα της Άπω Ανατολής του μεσαίωνα. Και οι δημιουργοί της σύγχρονης εκδοχής του «Shogun» σκύβουν με ευλάβεια πάνω στο πρωτότυπο έργο.
Έτσι, η νέα τηλεοπτική μεταφορά του «Shogun» μπορεί να παινεύεται για μια σαφώς αρτιότερη και σύγχρονη παραγωγή από εκείνη του ’80, για καλύτερες, λιγότερο βασισμένες σε στερεότυπα, ξύλινες ερμηνείες, και – κυρίως – για μια ορθότερη διαχείριση της πολιτισμικής ετερότητας.
Ένας Άγγλος στην μεσαιωνική Ιαπωνία
Η σειρά δεν χάνει χρόνο, σε τραβά από τους αστραγάλους και σε βουτά στις μαινόμενες παγωμένες θάλασσες στα ανοικτά των ακτών της Ιαπωνίας. Ένα πλοίο από την Ευρώπη παλεύει με τα κύματα, ενώ στ’ αμπάρια του λιγοστοί εναπομείναντες άντρες αντιστέκονται με νύχια και με δόντια στη μανιασμένη καταιγίδα. Ανάμεσά τους κι ο Άγγλος κυβερνήτης του πλοίου, Τζων Μπλάκθορν που παλεύοντας με τα κύματα κάποια στιγμή χάνει τις αισθήσεις του.
Το επόμενο πρωί ξυπνά στις ακτές της Νιπόν. Αδυνατώντας να μιλήσει την γλώσσα τους, συλλαμβάνεται από τους ντόπιους σαμουράι ως πειρατής. Λίγο πριν χάσει το κεφάλι του, ένας πανίσχυρος άρχοντας και λαμπρός στρατηγός, ο Γιόσι Τορανάγκα, βλέπει τον Μπλάκθορν ως μέσο για να πετύχει τους σκοπούς του.
Οι δύο τους έχουν κάτι κοινό: καθένας από αυτούς ξέρει πολύ καλά να αφουγκράζεται τις κοινωνικές συνθήκες και να επιβιώνει. Από τη μία, ο Μπλάκθορν πρέπει να καταφέρει να πλοηγηθεί σε έναν άγνωστο πολιτισμό, με πολύπλοκα έθιμα, αν θέλει ποτέ να ξαναδεί το πλήρωμά του, το πλοίο του ή την πατρίδα του. Από την άλλη, ο Τορανάγκα, αν και επιμένει ότι δεν έχει φιλοδοξίες, πρέπει να ζυγίσει σωστά κάθε του κίνηση προκειμένου να βγει νικητής από την πιο δύσκολη σκακιστική παρτίδα της ζωής του.
Καθώς η πλοκή ξετυλίγεται, ο Μπλάκθορν τελικά καταλήγει να κρατά ρόλο πρωταγωνιστικό όχι μόνο στη δική του ιστορία αλλά και σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας μιας ολόκληρης χώρας, η οποία μέχρι πρόσφατα του ήταν παντελώς άγνωστη. Σημαντικό ρόλο στη νέα του πραγματικότητα θα παίξει, εκτός από τον Τορανάγκα, και η Μάρικο, η Γιαπωνέζα διερμηνέας του.
Μια επική ιστορία σε λίγες ίντσες
Η σειρά είναι από μόνη της απόδειξη ότι τελικά κάποιες ιστορίες χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να ειπωθούν. Κι ας είναι να προβληθούν σε λιγότερες ίντσες. Συνήθως, μια επική ιστορία τέτοιων διαστάσεων θα τη βλέπαμε να παζαρεύει την ουσία της για μια λίγο μεγαλύτερη οθόνη προβολής.
Είναι ευχάριστο το γεγονός ότι τελευταία αρκετοί δημιουργοί αφουγκράζονται καλύτερα την εκάστοτε ιστορία, την ζυγίζουν σωστά και την προσαρμόζουν για το μέσο εκείνο που θα την αναδείξει, χωρίς προσκολλήσεις σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις του τι είναι «κουλτουριάρικο» και τι όχι.
Ανεξαρτήτως ιντσών, άλλωστε, οι παράγοντες που καθιστούν μία ταινία ή μία σειρά σπουδαία είναι πάντοτε οι ίδιοι: συναρπαστικοί και πολύπλευροι χαρακτήρες, ευφυείς ιστορίες και οικουμενικά θέματα. Και το «Shogun» βρίθει όλων αυτών.
Τα πρώτα δύο επεισόδια του «Shogun» είναι διαθέσιμα στο Disney+, ενώ τα υπόλοιπα οκτώ επεισόδια θα κυκλοφορούν εβδομαδιαία, κάθε Τρίτη, μέχρι το φινάλε στις 23 Απριλίου.