Ψηφίζεται άρον άρον, λίγες μέρες μετά την κατάθεσή του, νομοσχέδιο με εκτεταμένες αλλαγές στους ποινικούς κώδικες, παρά την σχεδόν καθολική αντίδραση θεωρίας (ενώσεις ποινικολόγων, νομικές σχολές, εγκληματολόγοι) και πράξης (δικηγορικοί σύλλογοι, ένωση δικαστών και εισαγγελέων, ανεξάρτητες αρχές ασχολούμενες με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία των παιδιών, οργανώσεις για την ενδοοικογενειακή βία).
Διαπνέεται από δύο βασικές ιδέες.
Κατ’ αρχάς ότι για την βραδύτητα της δικαιοσύνης φταίνε τα πολλά δικαιώματα και οι εγγυήσεις, οπότε καταργώντας όσα περισσότερα γίνεται, παρέχεται ισχυρή δόση μιας μηχανιστικής συνταγής, που επιπλέον περιλαμβάνει αύξηση παραβόλων και δικαστικών εξόδων, εις βάρος των αδυνάτων, καθώς επίσης, σε μια άσκηση δικονομικού πρωτογονισμού, γενίκευση των μονομελών δικαστηρίων πλημμελημάτων και κακουργημάτων, που θα δικάζουν πλέον σχεδόν τα πάντα. Θα μπαίνει δηλαδή φυλακή κάποιος με απόφαση ενός μόνο δικαστή, πιθανόν νέου και άπειρου, χωρίς να έχει διασφαλιστεί τουλάχιστον ότι θα έχει υπεράσπιση. Πρόκειται περί μιας δοκιμασμένης και αποδεδειγμένα αποτυχημένης αντίληψης για την επιτάχυνση.
Αλλά θα μπαίνει φυλακή και πολύ περισσότερος κόσμος, και για μεγαλύτερο χρόνο. Πράγματι, κατά το νομοσχέδιο η φυλακή είναι η λύση δια πάσαν νόσον. Αν και συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, στην Κυβέρνηση φαίνεται θεωρούν ότι δεν έχουμε αρκετά μεγάλες ποινές, κι αυτές που έχουμε κακώς δεν εκτελούνται στο ακέραιο. Είμαστε πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε πληθυσμό φυλακών, αλλά θα αυξήσουμε κι άλλο τους κρατούμενους στις ήδη υπερπλήρεις ελληνικές φυλακές. Εάν ψηφιστεί ως έχει το αποτέλεσμα θα είναι ακόμα περισσότερος εγκλεισμός για όσες κοινωνικές ομάδες ήδη υπερεκπροσωπούνται στις φυλακές (μετανάστες, εξαρτημένοι, Ρομά, γενικά φτωχοί άνθρωποι), όχι μόνο όμως. Τώρα θα μπαίνει συχνά φυλακή και ο «μέσος Έλληνας». Αυτός που χωρίς ποινικό παρελθόν, ενταγμένος κοινωνικά, περιστασιακά διαπράττει ένα αδίκημα. Και, επιπλέον, θα μπαίνουν φυλακή και πολύ περισσότεροι ανήλικοι.
Το ότι η υποτροπή στο έγκλημα δεν προλαμβάνεται με τη φυλακή, ειδικά για τους ανήλικους, είναι κοινός τόπος σε επιστημονικές έρευνες, συστάσεις διεθνών οργανισμών και ευρωπαϊκών οργάνων, που προτείνουν την προώθηση εναλλακτικών ποινών, αλλά ποιος ασχολείται με αυτά, όταν υπάρχει το τηλεοπτικό «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που απαιτεί «αυστηροποίηση».
Οι συνταγές αυτές έχουν απορριφθεί παντού, μάλιστα στις ΗΠΑ παραδέχτηκαν την αποτυχία των πολιτικών μηδενικής ανοχής που εκτόξευσαν τον αριθμό των κρατουμένων, στοχοποίησαν και περιθωριοποίησαν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες (φυσικά τους πιο αδύναμους) και δεν μείωσαν το έγκλημα, αντιθέτως το πολλαπλασίασαν. Μάλλον αυτό δεν έχει γίνει γνωστό στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Βέβαια, με τη μεταφορά των φυλακών στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, δεν έχει πια και τη σχετική ευθύνη.
Το νομοσχέδιο δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που ταλαιπωρούν τη Δικαιοσύνη, όπως την ανάγκη αποποινικοποίησης πληθώρας διοικητικών παραβάσεων που επιβαρύνουν χωρίς λόγο τα δικαστήρια, ή τα φαινόμενα διεκπεραιωτικών δικονομικών πρακτικών, εις βάρος και των δικαιωμάτων και του δημοσίου συμφέροντος. Και δεν θα μειώσει την εγκληματικότητα, γιατί γι’ αυτό απαιτούνται συνεκτικές πολιτικές αντιμετώπισης του κοινωνικού αποκλεισμού που παράγει παραβατικότητα, επανένταξης των κρατουμένων αλλά και οργανωμένη μετασωφρονιστική μέριμνα για την πρόληψη της υποτροπής.
Αντί όλων αυτών το όραμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι περισσότερη φυλακή, αδιακρίτως, για όλους. Μέχρι τον επόμενο νόμο αποσυμφόρησης των φυλακών.
Ο Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι δικηγόρος, Αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, πρώην ΓΓ του Υπουργείου Δικαιοσύνης.