Οι περισσότεροι χαρακτήρες του Βιμ Βέντερς είχαν πάντοτε κάτι κοινό. Είτε έτρεχαν να ξεφύγουν από κάτι, είτε αναζητούσαν έναν δρόμο επανένταξης στον κόσμο, εκεί που πάντα συνέκλιναν ήταν η ανάγκη τους να είναι παρόντες, απολαμβάνοντας το εδώ και το τώρα. Ολόκληρη η καριέρα του Γερμανού σκηνοθέτη οικοδομήθηκε σε μια ατέρμονη αναζήτηση του εδώ και τώρα. Όμως, κάθε φορά που έμοιαζε να καταφέρνει μόλις να το ψηλαφίσει, την επόμενη κιόλας στιγμή του διέφευγε.
Ίσως επειδή τόσο ο ίδιος ο βετεράνος του road movie όσο και οι χαρακτήρες του ήταν πάντοτε ανήσυχα πνεύματα· πάντοτε σε κίνηση. Με τις υποψήφιες για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας «Υπέροχες Μέρες» του, ο Βιμ Βέντερς μοιάζει να κλείνει επιτέλους έναν ευρύ κύκλο αναζήτησης, συνειδητοποιώντας ότι το μυστικό του «εδώ και τώρα» ενδεχομένως να κρύβεται στην αφαίρεση. Και αυτό το μυστικό ίσως και να του το ψιθύρισε ο κεντρικός ήρωας της νέας ταινίας του, ο Χιραγιάμα, ένας ευγενικός μοναχικός εξηντάρης που ζει στο Τόκιο του σήμερα.
Μια ωδή στη ρουτίνα
Χωρίς ρολόγια ή ξυπνητήρια, ο Χιραγιάμα ξυπνά κάθε πρωί ακριβώς την ίδια ώρα από τον ήχο της ίδιας σκούπας από μπαμπού πάνω στην άσφαλτο. Σηκώνεται αγόγγυστα, μαζεύει το βαμβακερό του φουτόν, τριμάρει το μουστάκι του, περιποιείται τα φυτά του.
Έπειτα, φορά την μπλε ολόσωμη φόρμα εργασίας του, βάζει στην τσέπη κλειδιά, κινητό, λίγα ψιλά και βγαίνει από το σπαρτιάτικης λιτότητας σπίτι του πριν ακόμα καλά-καλά ξημερώσει. Στέκεται μια στιγμή στο κατώφλι. Κοιτά τον ουρανό, εισπνέει βαθιά την πρωινή δροσιά και χαμογελά – πότε στα σύννεφα, πότε στον ήλιο. Προμηθεύεται καφέ από τον αυτόματο πωλητή έξω από το σπίτι του κι ύστερα επιβιβάζεται στο όχημά του για να πάει για δουλειά.
Ο Χιραγιάμα διαλέγει το αναλογικό σάουντρακ που θα ντύσει τις πρώτες ώρες της μέρας του και – άλλοτε υπό τους ύμνους των The Velvet Underground κι άλλοτε του Otis Redding – διασχίζει την πόλη που αστράπτει από οργάνωση και καθαριότητα. Πριν προλάβει να τελειώσει η κασέτα, ο ήρωας του Βέντερς ξεχύνεται στους δρόμους της Σιμπούγια, καθαρίζοντας τις αδιανόητα σύγχρονες και υψηλής ποιότητας δημόσιες τουαλέτες της ιαπωνικής πρωτεύουσας.
Ο Χιραγιάμα καθαρίζει τις εγκαταστάσεις λες και συντηρεί τη Μόνα Λίζα. Μπορεί η δουλειά του με σύγχρονους όρους να μην θεωρείται σπουδαία, εκείνος όμως την κάνει όσο καλύτερα μπορεί και αντλεί ευχαρίστηση από το αποτέλεσμα και την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο. Στο διάλειμμά του, κάθεται κάθε μέρα στο ίδιο παγκάκι, τρώει το ίδιο σάντουιτς κάτω από τη σκιά των ίδιων δέντρων και φωτογραφίζει με μια αναλογική κάμερα τις ανεπαίσθητες αλλαγές στην κόμη τους.
Οι μέρες του δεν είναι επ’ ουδενί συνυφασμένες με τη δουλειά· είναι κάτι πολύ περισσότερο. Ο Χιραγιάμα αντιμετωπίζει την εργασία στην πραγματικής της διάστασης και όχι μέσα από το πρίσμα του μύθου του «dream job». Αφού τελειώσει τη βάρδια του, ζει πραγματικά. Συχνάζει μεν στα ίδια εστιατόρια και μπαρ, στα ίδια βιβλιοπωλεία και δημόσια λουτρά, σε μέρη όπου όλοι γνωρίζουν ποιος είναι, κάνει δε όλα όσα οι περισσότεροι από εμάς περιμένουμε ένα Σαββατοκύριακο για να τα κάνουμε.
Πέρα από μια εκτεταμένη συλλογή του από κασέτες, έχει ράφια ολόκληρα με μεταχειρισμένα βιβλία και κουτιά όπου φυλά τις φωτογραφίες που τραβά. Αυτός είναι όλος κι όλος ο πλούτος συσσωρεύει στη ζωή του, οι μόνες του άγκυρες. Τα βράδια, λίγο πριν κοιμηθεί, διαβάζει Ουίλιαμ Φώκνερ, Πατρίσια Χάισμιθ, Άγια Κόντα. Ακόμη και τα όνειρά του αναβιώνουν τις εικόνες και τα γεγονότα της ημέρας που πέρασε σε μια συμπυκνωμένη, ιμπρεσιονιστική φόρμα.
Και η ρουτίνα επαναλαμβάνεται, κάθε φορά με πιο συμπυκνωμένο μοντάζ. Η πρώτη ώρα της ταινίας μοιάζει σχεδόν να μην έχει πλοκή, εγκλιματίζοντάς μας σε μια ζωή που μάλλον απέχει πολύ από τη δική μας· μια ζωή που, αν αφεθείς, σε παρασύρει στα βαθύτερα στάδια του Ζεν.
Η ταινία αποτελεί μια ωδή στη ρουτίνα, έναν ύμνο στις μικρές καθημερινές χαρές. Ο Χιραγιάμα δεν παραδίδεται στη βουή, στην καταιγιστική ταχύτητα της εποχής. Η ζωή του είναι τόσο αυστηρά τακτοποιημένη, τελετουργική και επαναλαμβανόμενη που αγγίζει τα όρια του μοναστικού βίου.
Όμως, μέσα από αυτήν επιμέλεια και την επανάληψη, ο ίδιος καταφέρνει να ζει στο εδώ και τώρα και η – για πολλούς – συνηθισμένη νωχελική ζωή του αποκτά μια εντελώς πνευματική διάσταση. Όλοι φτιάχνουμε τους μικρούς μας κόσμους και ζούμε μέσα σε αυτούς. Κι ο κόσμος του Χιραγιάμα είναι ένας κόσμος που αντιστέκεται. Ζώντας στο δικό του ρυθμό, είναι ένας άνθρωπος εκτός χρόνου αλλά μέσα στη στιγμή, όσο ταπεινή κι αν είναι αυτή η στιγμή.
Η ταινία είναι τόσο στοχαστική όσο κι ο πρωταγωνιστής της. Ο Βέντερς δεν παραλείπει λεπτομέρειες που μαρτυρούν τη ματαιότητα του κόσμου. Επιπλέον, υπάρχει μια υποψία κάποιου οικογενειακού δράματος στο παρελθόν του Χιραγιάμα, αλλά αυτό είναι όλο – μια υποψία. Αντί να θίγει όλους τους τρόπους με τους οποίους τούτος ο κόσμος μας πληγώνει όμως, ο Βέντερς σηκώνει το βλέμμα στην εφήμερη ομορφιά γύρω μας.
Δημόσιες τουαλέτες: μια απρόσμενη έμπνευση για το σινεμά
Οι «Υπέροχες Μέρες» σηματοδοτούν την επιστροφή του Βέντερς στην απλότητα των πρώτων ταινιών του. Τα βασικά συστατικά στοιχεία της ταινίας είναι εκείνα που σημάδεψαν από τα πρώτα του βήματα την φιλμογραφία του. Απλώς εδώ μοιάζει πια, πέρα από τα συστατικά, να έχει πετύχει και τις σωστές αναλογίες στην εκτέλεση της πολύ προσωπικής του συνταγής.
Το πώς γεννήθηκε η ιδέα για αυτήν την ταινία είναι άλλη μια αξιομνημόνευτη ιστορία. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Βιμ Βέντερς κλήθηκε να δημιουργήσει μια σειρά ταινιών μικρού μήκους για την προώθηση των ολοκαίνουριων δημόσιων αποχωρητηρίων του Τόκιο, που είχαν δημιουργηθεί από τους βραβευμένους με το βραβείο Pritzker Ιάπωνες αρχιτέκτονες Ταντάο Άντο, Σιγκέρου Μπαν και Κένγκο Κούμα για να υποδεχθούν την οικουμένη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2020. Λόγω της πανδημίας όμως τελικά πέρασαν στα αζήτητα.
Όταν ο Γερμανός σκηνοθέτης περιηγήθηκε για πρώτη φορά σε αυτές την άνοιξη του 2022, γοητεύτηκε. Τις χαρακτήρισε «μικρά κοσμήματα». Ο Βέντερς αποφάσισε ότι ήθελε να γυρίσει μια ταινία μεγάλου μήκους με κεντρικό ήρωα έναν εκ των καθαριστών των εν λόγω αποχωρητηρίων. Με την βοήθεια του Ιάπωνα κινηματογραφικού παραγωγού Tακούμα Τακασάκι, μέσα σε μόλις τρεις εβδομάδες, το σενάριο ήταν πανέτοιμο.
Όσο απίθανη πηγή έμπνευσης κι αν αποτελούν για τον υπόλοιπο κόσμο οι τουαλέτες, δημόσιες και μη, ο Βέντερς κατάφερε να γεννήσει μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς και της καριέρας του, αφηγούμενος την αναλογική ζωή ενός εργάτη της καθαριότητας, και να μας βάλει σε σκέψης για τη δική μας.