Παραφράζοντας τον Αβραάμ Λίνκολν, θα έλεγε κανείς ότι μια κυβέρνηση μπορεί να ικανοποιεί λίγους για πολύ καιρό ή πολλούς για λίγο αλλά ποτέ όλους για πάντα.
Αυτό το φυσικό «κενό ικανοποίησης» επιχειρούν να καλύψουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο επιτυχώς, αλλά συνήθως πειστικά πως κάποιο από αυτά μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο και τις απαιτήσεις της «εναλλακτικής πρότασης εξουσίας».
«Συνήθως» επειδή ήδη από τις εκλογές του 2019 άρχισε να διαφαίνεται η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στον ρόλο της.
Αδυναμία που καταγραφόταν σταθερά στον «βαθμό ικανοποίησης» των πολιτών στις δημοσκοπικές μετρήσεις για να αποτυπωθεί εκκωφαντικά στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023.
Το έκτακτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν διεξάγεται καν στις συνθήκες των εκλογικών συσχετισμών του 2023. Πραγματοποιείται σε μια συνθήκη διαρκούς πτώσης κατά την οποία η ηγεσία του αδυνατεί πλέον να συσπειρώσει γύρω της ακόμη και τα εναπομείναντα από τα κορυφαία στελέχη του κόμματος.
Το συνέδριο εξελίχθηκε έτσι εν τη γενέσει του σε ένα εσωκομματικό power game, πλούσιου ενδεχομένως σε πολιτικό θέαμα αλλά οπωσδήποτε μηδενικής πολιτικής ουσίας.
Μπορεί, με άλλα λόγια, να απασχολήσει ως αρένα με νικητές και ηττημένους. Όχι όμως ως ένα συνέδριο από το οποίο θα παραχθεί οποιαδήποτε πολιτική πρόταση ή θα διαμορφωθεί οποιαδήποτε πολιτική ατζέντα.
Μπορεί δηλαδή να απασχολήσει μόνον κάποιους και μόνον για λίγο καιρό. Χωρίς βεβαίως να καλύπτει το παραμικρό «κενό ικανοποίησης».