Αρθουρ Σοπενχάουερ: Ενας αντισυμβατικός και παρεξηγημένος φιλόσοφος

Ο μεγάλος και αρκετά παρεξηγημένος γερμανός φιλόσοφος, Αρθουρ Σοπενχάουερ που γεννήθηκε (σαν σήμερα) 22 Φεβρουαρίου του 1788 είναι «μια κατηγορία μόνος του».

Πολλοί – ειδικά στην εποχή μας – πιστεύουν ότι η φιλοσοφία είναι μια υπόθεση για ελάχιστους, κάτι θεωρητικό, γενικό, αόριστο, νεφελώδες και εν τέλει άσχετο με τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στη ζωή και την καθημερινότητά του. Είναι όμως έτσι; Σίγουρα όχι, τουλάχιστον όσον αφορά τον Άρθουρ Σοπενχάουερ, τον μεγάλο και αρκετά παρεξηγημένο Γερμανό φιλόσοφο, που γεννήθηκε (σαν σήμερα) 22 Φεβρουαρίου του 1788 και είναι «μια κατηγορία μόνος του».

Ο Σοπενχάουερ είναι περίπτωση ευρύτερου ενδιαφέροντος. Είναι βέβαιον ότι το έργο του έχει ψυχαναλυτική και ψυχοθεραπευτική δράση, ενώ προτείνει αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης διαφόρων πρακτικών ζητημάτων (από το πώς πρέπει να αντιμετωπίσεις έναν αντίπαλο σε μια συζήτηση ή αντιπαράθεση μέχρι το πώς μπορείς να είσαι όσο γίνεται πιο γαλήνιος, πλήρης και δημιουργικός στην καθημερινότητά σου, στις σχέσεις σου με τους άλλους κ.λ.π.).

Επίσης, εκτός από στιβαρές και βαθυνούστατες παρατηρήσεις που έκανε για την ουσία του κόσμου και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι ουσιαστικά ο μόνος φιλόσοφος που μίλησε και για τον έρωτα, επιχειρώντας να φωτίσει τις βαθύτερες αιτίες των ερωτικών μας επιλογών και το πώς κινούνται τα σχετικά νήματα.

Παράλληλα, στα βιβλία του περιέχονται ειδικότερες, πολύτιμες, παρατηρήσεις και συμβουλές προς όσους ασχολούνται με τη μουσική (υπήρξε και μουσικολόγος), είτε επαγγελματικά είτε ως ακροατές, την ποίηση, τη λογοτεχνία κ.λ.π., ενώ το έργο του έχει άμεση σχέση ακόμα και με τις φυσικές επιστήμες. Και όλα αυτά με απλό και ευμετάδοτο τρόπο. Δεν ανήκει δηλαδή στην κατηγορία των δυσνόητων («δύσκολων») φιλοσόφων.

Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι ο «πατέρας» της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόυντ είχε πει χαρακτηριστικά: «ο Σοπενχάουερ είναι ο μόνος στοχαστής ο οποίος απέδειξε και διατύπωσε τις θεμελιώδεις αρχές της ψυχανάλυσης πριν από μένα».

Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι όσα είπε ένας από τους γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Λέων Τολστόι: «Ξέρετε τι σήμαινε για μένα αυτό το καλοκαίρι; Αδιάκοπο ενθουσιασμό για τον Σοπενχάουερ και μια σειρά πνευματικών απολαύσεων που δεν τις είχα ζήσει μέχρι τότε. Δεν ξέρω αν κάποτε θα αλλάξω γνώμη, τώρα πάντως είμαι πεπεισμένος ότι είναι ο πιο μεγαλοφυής απ’ όλους τους ανθρώπους! Όταν τον διαβάζω, δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπόρεσε το όνομά του να μείνει άγνωστο».

Σύμφωνα, επίσης, με τον Χόρχε Λουί Μπόρχες, ο Σοπενχάουερ «πέτυχε να προσεγγίσει τη σχεδόν πλήρη κωδικοποίηση όλων των νόμων που διέπουν τη λειτουργία του Σύμπαντος».

Εκτός από τον Φρόυντ, από το έργο του Σοπενχάουερ επηρεάστηκαν οι Βιτγκενστάιν, Μπέκετ κ.α. και βέβαια ο Νίτσε (τουλάχιστον σε πρώτη φάση), αλλά και μεγάλοι φυσικοί επιστήμονες, όπως οι Αϊνστάιν, Σρέντιγκερ και Χάιζενμπεργκ.

«Πεσιμιστής»

Ως γνωστόν, ο αντισυμβατικός Γερμανός φιλόσοφος έχει τη φήμη του πεσιμιστή και του «φιλοσόφου της απαισιοδοξίας». Όποιος όμως τον ψάξει βαθύτερα, μάλλον διαπιστώνει ότι το έργο του είναι μια στιβαρή προσπάθεια απελευθέρωσης του ανθρώπου από αυταπάτες κάθε είδους, θρησκευτικές, ιδεολογικές κ.λ.π. (άρα και από ενοχές) και διάνοιξης υπόγειας διάβασης που οδηγεί από τον κόσμο των φαινομένων στην εσώτατη φύση του κόσμου.

Αποκαλύπτει, δηλαδή, συχνά με κυνικό τρόπο, τη ματαιότητα του υπάρχειν και την αθλιότητα του κόσμου, προτείνοντας τρόπους αντιμετώπισής της μέσω καλλιτεχνικών ανατάσεων, ασκητικών μεθοδεύσεων κ.λ.π. Ουσιαστικά, λοιπόν, δεν διδάσκει την παθητικότητα και τη μοιρολατρεία, αλλά την ψυχική και διανοητική αντίσταση σε αυτό που μας περιβάλλει, άρα τον ηρωϊκό τρόπο ζωής που συνδέεται και με ένα είδος αυτοϋπέρβασης (η διδασκαλία του παραπέμπει, σε μεγάλο βαθμό, και στις Βέδες).

Ίσως ο πιο εύστοχος χαρακτηρισμός, που θα μπορούσε να του δοθεί, λοιπόν, είναι «μη αυταπατώμενος» και «ανυπόφορα ουσιαστικός». Οξύς αλλά και βαθύς, κυνικός και καίριος. Μεταφυσικός και παράλληλα διαυγής και λογικός.

Το έργο

Το πιο γνωστό έργο του (από τα πιο κλασικά της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας) είναι το «ο κόσμος ως βούληση και παράσταση». Ο Σοπενχάουερ υποστηρίζει ότι ο κόσμος κυβερνάται από μια τυφλή, πανίσχυρη και ανικανοποίητη δύναμη (τη βούληση), η οποία υπερισχύει της λογικής και των διανοητικών λειτουργιών, καθώς, ως βαθύτερο ψυχικό ενδόστρωμα, υπερέχει έναντι των αναπαραστάσεων της νόησης. Η βούληση – δηλαδή η θέληση για ζωή – καθορίζει ολόκληρη τη διαδρομή του ανθρώπου, καθώς μέσω της βίωσής της αλληλεπιδρούμε με τη βαθύτερη ουσία των όντων. Η βούληση εξηγεί τα πάντα αλλά δεν εξηγείται η ίδια. Ελέγχει αλλά δεν ελέγχεται.

Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει ό,τι θέλει». Ο Σοπενχάουερ θεωρείται ανατρεπτικός στοχαστής και ταυτόχρονα ανανεωτής της γερμανικής και όχι μόνο φιλοσοφίας.

Το πολυδιάστατο έργο του μπορεί να χαρακτηριστεί και προφητικό σε πολλά σημεία του. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, μάλιστα, μπορεί να πει κανείς ότι περιέγραψε και προδιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο γίνεται συχνά και η πολιτική – τηλεοπτική αντιπαράθεση, στις μέρες μας (οι «κοκορομαχίες» στα τηλεπαράθυρα κ.λ.π.), και τα σχετικά «τεχνάσματα» που χρησιμοποιούν οι συμμετέχοντες σε αυτήν, προκειμένου να δώσουν την εντύπωση ότι «νίκησαν» τον αντίπαλό τους.

Όπως υπογραμμίζει:
«Όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο αντίπαλός σου υπερτερεί και κινδυνεύεις να εξευτελιστείς, τότε δίνεις στην κουβέντα προσωπική και προσβλητική τροπή. Ξεφεύγεις από το αντικείμενο της διαφωνίας (αφού έτσι κι αλλιώς το έχεις χάσει) και βρίσκεις έναν τρόπο να θίξεις τον αντίπαλό σου προσωπικά. Αυτό σημαίνει ότι παύει να σε ενδιαφέρει το οποιοδήποτε επιχείρημα του αντιπάλου σου. Εγκαταλείπεις εντελώς το αντικείμενο της συζήτησης και κατευθύνεις την επίθεσή σου στο πρόσωπο του συνομιλητή σου: θα γίνεις έτσι προσβλητικός, χαιρέκακος, συκοφάντης και χυδαίος. Αυτή η τακτική είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, γιατί μπορεί να την υιοθετήσει ο καθένας, και ως εκ τούτου ασκείται κατά κόρον».

Περί «κοινής γνώμης» κλπ

Όσον αφορά την «κοινή γνώμη», αναφέρει με το γνωστό, ουδόλως διπλωματικό του ύφος τα εξής:

«Αν εξετάσουμε το θέμα διεξοδικά, θα δούμε πως αυτό που αποκαλούμε «»κοινώς αποδεκτή γνώμη»» δεν είναι παρά η γνώμη δύο ή τριών ατόμων. Αν μπορούσαμε να παρατηρήσουμε την πραγματική διαδικασία γέννησης μιας γνώμης, δε θα είχαμε γι’ αυτό την παραμικρή αμφιβολία. Θα ανακαλύπταμε ότι δεν είναι παρά δύο ή τρεις άνθρωποι που την δέχτηκαν, προώθησαν και υποστήριξαν την άποψη την πρώτη φορά και ότι οι υπόλοιποι πίστεψαν αφελώς, πως οι δυο – τρεις αυτοί άνθρωποι την είχαν εξετάσει εξονυχιστικά προτού τη διαδώσουν. Ύστερα αποδέχθηκαν τη γνώμη αυτοί μερικοί επιπλέον, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι εξ αρχής, πως οι άνθρωποι που τη διέδωσαν είχαν την απαραίτητη κατάρτιση.

Στη συνέχεια, βασίστηκαν σ’ αυτούς πολλοί άλλοι, που από οκνηρία προτίμησαν να πιστέψουν κάτι χωρίς δεύτερη σκέψη, παρά να κοπιάσουν εξετάζοντας οι ίδιοι το ζήτημα. Έτσι, ο αριθμός των νωθρών και εύπιστων υποστηρικτών μεγάλωσε μέρα με τη μέρα. Μόλις η συγκεκριμένη άποψη κέρδισε ευρεία υποστήριξη, οι υπόλοιποι που αποφάσισαν να την ενστερνιστούν απέδωσαν τη μεγάλη της απήχηση στην ορθότητά της. Τότε, όσοι είχαν απομείνει αναγκάστηκαν να αποδεχθούν ό,τι ήταν πλέον κοινώς αποδεκτό, προκειμένου να μη θεωρηθούν ταραξίες, που απαρνιούνται τις γενικώς παραδεδεγμένες απόψεις, ή θρασείς, που θεωρούν ότι είναι πιο έξυπνοι απ’ όλους τους άλλους.

Όταν μια γνώμη φτάνει σ’ αυτόν το βαθμό αποδοχής, η συγκατάνευση αποτελεί πλέον καθήκον. Από αυτό το σημείο και στο εξής, οι λίγοι που είναι ικανοί να κρίνουν θα σιωπήσουν. Μιλούν μόνο όσοι είναι παντελώς ανίκανοι να σχηματίσουν οι ίδιοι οποιαδήποτε γνώμη ή κρίση, αφού παπαγαλίζουν απλώς τις απόψεις άλλων. Ωστόσο υπερασπίζονται τις συγκεκριμένες απόψεις με υπερβάλλοντα ζήλο και μισαλλοδοξία, καθώς αυτό που απεχθάνονται στους ανθρώπους που σκέφτονται με διαφορετικό τρόπο από το δικό τους, δεν είναι τόσο οι διαφορετικές τους κρίσεις, όσο η τόλμη να θέλουν να σχηματίσουν δική τους άποψη. Εν ολίγοις, ελάχιστοι είναι ικανοί να σκεφτούν, όλοι όμως θέλουν να έχουν άποψη. Συνεπώς δεν απομένει παρά να ενστερνιστούν έτοιμες απόψεις άλλων, αντί να σχηματίσουν τις δικές τους».

Και συμπληρώνει κάπου αλλού: «δεν υπάρχει άποψη, όσο εξωφρενική και να είναι, που οι άνθρωποι να μην είναι έτοιμοι να ενστερνιστούν, αρκεί να πεισθούν ότι είναι κοινώς αποδεκτή».

Για την Ιστορία

«Το γενικότερο δίδαγμα της ιστορίας είναι: τα ίδια, με διαφορετικό τρόπο». Αυτό λέει σε άλλο σημείο του έργου του ο Σοπενχάουερ, καταδεικνύοντας ότι η επικαιρότητα δεν είναι παρά ανακύκλωση τραγικών καταστάσεων, είτε πρόκειται για πολέμους, παγκόσμιους ή περιφερειακούς, είτε για πολέμους που δεν έχουν τη μορφή στρατιωτικής αναμέτρησης αλλά μπορεί να είναι οικονομικοί, πολιτικοί (εσωκομματικοί ή τηλεοπτικές «μονομαχίες») ή να γίνονται στο πλαίσιο διαπροσωπικών σχέσεων κ.λ.π. Όλα δηλαδή επαναλαμβάνονται σε έναν αιώνιο κύκλο, με κάποιες παραλλαγές και διαβαθμίσεις, ανάλογα με την εποχή και τις σχετικές συνθήκες.

Μουσική

Σημαντικές και πρωτοποριακές είναι και οι παρατηρήσεις του για τη μουσική, την οποία θεωρούσε ως την «πιο εξαιρετική και υπέροχη απ’ όλες τις τέχνες», συστήνοντας να την απολαμβάνουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Όπως λέει, «η μουσική μάς γεννάει μια σύντομη και παροδική οπτασία κάποιου παραδείσου που μας είναι γνώριμος αλλά απρόσιτος συγχρόνως. Εκείνο που νιώθουμε στο άκουσμα μιας μελωδίας μα δεν μπορούμε να εξηγήσουμε οφείλεται στην ικανότητα που έχει η μουσική να δίνει φωνή στα πιο βαθιά κι απόκρυφα σκιρτήματα της υπόστασης μας, πέρα από κάθε πραγματικότητα και συνεπώς χωρίς οδύνη”.

Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο: «η μουσική είναι μια ασυνείδητη μεταφυσική άσκηση κατά την οποία ο νους δε γνωρίζει ότι φιλοσοφεί. Ο συνθέτης αποκαλύπτει την εσώτατη φύση του κόσμου και εκφράζει τη βαθύτερη σοφία σε μια γλώσσα που η δύναμη της σκέψης του δεν καταλαβαίνει, ακριβώς όπως ένας υπνοβάτης δίνει πληροφορίες σχετικά με τα πράγματα που δεν αντιλαμβάνεται, όταν είναι ξύπνιος.

Η επίδραση της μουσικής είναι πολύ πιο ισχυρή και οξεία από ό,τι εκείνη των άλλων τεχνών, διότι οι υπόλοιπες μιλούν μόνο για τη σκιά, ενώ η μουσική κάνει λόγο για την ουσία. Η μελωδία αποτελεί αυτόνομο ηχητικό φαινόμενο, το οποίο δεν αντιγράφει ούτε απεικονίζει κάποιο άλλο αντικείμενο. Επομένως, απέναντι στη μουσική απενεργοποιούνται οι ανώτερες γνωστικές δυνάμεις, τόσο η διάνοια όσο και ο Λόγος. Η μουσική είναι η πιο αποκαλυπτική από όλες τις τέχνες, εκφράζοντας το μεταφυσικό σε όλα τα φυσικά στον κόσμο, το πράγμα αυτό καθεαυτό σε κάθε φαινόμενο».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.