Κατά τη διετία 2006-2008, καθώς τα επιτόκια σε ευρώ ακολουθούσαν ανοδική πορεία, τα τραπεζικά ιδρύματα, συνεχίζοντας μια πολιτική επιθετικής πιστωτικής επέκτασης, προσέλκυσαν τους δανειολήπτες, προσφέροντάς τους στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, ενόψει της αντίθετης πορείας που ακολουθούσαν στην αγορά χρήματος τα επιτόκια στο νόμισμα αυτό. Περισσότερες από 85.000 οικογένειες στην Ελλάδα προσήλθαν στις τράπεζες για να λάβουν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Ωστόσο, η προώθηση αυτή έγινε χωρίς επαρκές θεσμικό πλαίσιο προστασίας για τους δανειολήπτες και δίχως οι καταναλωτές να έχουν καμία εμπειρία ή γνώση σχετικά με τα δάνεια σε συνάλλαγμα. Οι τράπεζες εστίαζαν στη σύγκριση του επιτοκίου τους με εκείνο των δανείων σε ευρώ, αποσιωπώντας ή υποβαθμίζοντας τους κινδύνους που αυτά είχαν για τους δανειολήπτες, ενώ ποτέ δεν τους προσέφεραν προγράμματα αντιστάθμισης συναλλαγματικού κινδύνου.
Αυτή η επιλογή, που αρχικά προβλήθηκε στους δανειολήπτες σαν μια ελκυστική εναλλακτική, μετατράπηκε σύντομα σε αληθινό οικονομικό και κοινωνικό γολγοθά για χιλιάδες οικογένειες, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με εξοντωτικές οφειλές λόγω της απρόβλεπτης επιδείνωσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Παρά την 15ετή εξυπηρέτηση των δανείων, συνήθως βέβαια μέσα από ρυθμίσεις, οι οφειλές τους παραμένουν εξοντωτικά υψηλές, σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα ακόμη και υψηλότερες του κεφαλαίου που έλαβαν.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν μοναδική για την Ελλάδα, καθώς ανάλογες περιπτώσεις αντιμετώπισαν και άλλες χώρες, με τους δανειολήπτες να αναζητούν δικαιοσύνη μέσω των εθνικών τους δικαστηρίων αμφισβητώντας ως καταχρηστικούς και αδιαφανείς τους όρους της σύμβασης με τους οποίους αναλάμβαναν το βάρος του συναλλαγματικού κινδύνου. Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δικαίωσαν τους δανειολήπτες αυτούς στη μεγάλη πλειοψηφία τους. Τα εθνικά δικαστήρια των χωρών αυτών δεν δίστασαν να απευθύνουν ερωτήματα στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους καταχρηστικούς όρους.
Παρότι όμως η απόφαση του ΔΕΕ άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την αποζημίωση των δανειοληπτών, στη χώρα μας η νομική διαδικασία δεν έχει ακολουθήσει μια παρόμοια κατεύθυνση, με τον Άρειο Πάγο να μην ελέγχει την καταχρηστικότητα των όρων που επιβάρυναν τους δανειολήπτες με τον συναλλαγματικό κίνδυνο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ έχει καταθέσει μια τροπολογία που στοχεύει στη δίκαιη κατανομή του συναλλαγματικού κινδύνου, κατά τα δύο τρίτα στις τράπεζες και το ένα τρίτο στους δανειολήπτες, προσφέροντας μια ελπίδα για την εξέλιξη της κατάστασης. Ωστόσο, η άρνηση της κυβέρνησης να την αποδεχθεί συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό εμπόδιο, ενώ ούτε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρίθηκε στο αίτημα των δανειοληπτών να αναλάβει σχετική νομοθετική πρωτοβουλία.
Αντίθετα όμως από την ελληνική κυβέρνηση, άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανέλαβαν νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ανακούφιση των καταναλωτών (Πολωνία, Ουγγαρία), ενώ ορισμένες υποχρέωσαν τις τράπεζες να προσεγγίσουν την ισοτιμία του χρόνου χορήγησης του δανείου (Κροατία).
Αλλά και η συμπεριφορά ξένων τραπεζών ήταν διαφορετική, όπως στην περίπτωση της γαλλικής BNP Paribas, που αναγνώρισε την αδικία σε βάρος των δανειοληπτών και ήρθε σε συμφωνία μαζί τους, ώστε να τους αποζημιώσει.
Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν δείχνει σήμερα να αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης και δεν αναλαμβάνει δράση, ώστε να προστατεύσει τους δανειολήπτες. Σχετική ερώτηση προς τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών που κατέθεσα τον Ιανουάριο παραμένει αναπάντητη, όπως και πολλές προηγούμενες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις. Για το λόγο αυτό επανήλθα με νέα επίκαιρη ερώτηση που αναμένεται να συζητηθεί στη βουλή τις επόμενες ημέρες.
Οι δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου, οι οποίοι συνεχίζουν τον δικαστικό τους αγώνα, αξίζουν να αντιμετωπιστούν με δικαιοσύνη και η κυβέρνηση οφείλει να δράσει αναλόγως, ώστε να επιλυθεί αυτό το σημαντικό κοινωνικό ζήτημα.