Στη Θεσσαλονίκη που δεν με «θέσπισε» όπως τον Χριστιανοπουλο αλλά με μάγεψε με τη Σμαρώ, την Καλαμαριά και τον Βαρδάρη, στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, που πιστεύω πως τσάκισε την αστική μου καταγωγή και την ημιμάθεια της κοινωνικής μου τάξης, που με (δια)μόρφωσε αλλιώς (Ε’ Αρρένων, ΑΠΘ), με πολιτικοποίησε (περιοδικό «Σπουδαστικός Κόσμος», Λαμπράκηδες), με γνώρισε στους ποιητές της και στον εαυτό μου, φρόντισε, κατά πως φαίνεται, ώστε στο μέλλον να βγει πρώτα η ψυχή και μετά το χούι, ανέβηκε προχθές στο ΚΒΘΕ, η παράσταση του έργου μου με τον τίτλο «Προσδοκώ» -ενώ δεν ελπίζω να «αναστηθώ» και ούτε να «αναταχθώ» από τους ορθοπεδικούς της πολιτικής και των γραμμάτων. Δούλεψαν, αναδεικνύοντας το κείμενο που ειλικρινά αγκάλιασαν τόσο η Ευγενία Βάγια όσο και η Σοφία Καρακάντζα, ο Δημήτρης Καμαρωτός που το προήγαγε σε όπερα δωματίου, ο Αστέρης Πελτέκης που το «έστησε» στον Οργανισμό και, κυρίως, οι ηθοποιοί που το ενσωμάτωσαν.
Τα σώματά τους κατέβηκαν στον Άδη του κειμένου μου και τράβηξαν τον (νεκρό) συγγραφέα -όπως στην «Εις Άδου κάθοδον»- στο φως της ημέρας. Είναι η τρίτη φορά που το ΚΒΘΕ δέχεται έργο μου και αυτό με κάνει να σκέφτομαι πολλά για την πνευματική ζωή της Αθήνας, τα ολιγοπώλια της κουλτούρας της στα χέρια λίγων ισχυρών -και των ανίσχυρων ευνοούμενών τους στις επιτροπές των ασήμαντων κριτών. Σκέφτομαι επίσης πως κι εγώ, εάν «ακούγομαι» και εάν «ισχύω», δεν είναι γι’ αυτά που γράφω αλλά γιατί φροντίζω ακόμα το όνομά μου με «νέον» στη μαρκίζα των μίντια.
Όμως γι’ αυτό φταίω μόνον εγώ και οι πάροχοι. Έτσι καταλαβαίνω τι θέλει να πει ο Ζαν Ζενέ σε ένα σπάνιο κείμενο που μου το γνώρισε ο σκηνοθέτης και μεταφραστής του, Βίκτωρ Αρδίτης, με τον τίτλο: «Η παράξενη λέξη…» (από τις εκδόσεις Άγρα). Εκεί επιβεβαίωσα αυτό στο οποίο αναφέρονται τα άρθρα μου. Ό,τι δηλαδή «η πολιτική, οι διασκεδάσεις, η ηθική δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που μας απασχολεί. Κι αν άθελά μας όλα αυτά γλιστρήσουν μέσα στη θεατρική πράξη, θα πρέπει να διωχθούν μέχρι που κάθε ίχνος τους να σβήσει: είναι σκουριές καλές για να φτιάχνουν ταινίες, τηλεόραση, κινούμενα σχέδια, φωτορομάντζα -α! υπάρχει ένα νεκροταφείο γι’ αυτές τις παλιές σακαράκες.»
Τι όμως μπόρεσα να «διώξω»; Στο θέατρο, όπως το αντιλαμβάνομαι ως την μόνη ειλικρινή «δοκιμή» της ζωής, είδα πως ό,τι γράφω δεν είναι τίποτα μπροστά στην μεταμόρφωσή του από τους ηθοποιούς επί σκηνής και αυτούς που το ανεβάζουν -παρά τις αντιστάσεις του. Το «Ας ανέβουμε στη σκηνή να το επαληθεύσουμε», στον περίφημο Διάλογο (για το Θέατρο) του Ντιντερό, φαίνεται ακριβώς αυτό: η σκηνή (το κείμενο) έχει τον τελευταίο λόγο και «γράφει» τελευταία – χωρίς ωστόσο να γελά καλύτερα επειδή μένει στο χαρτί και δεν πετάει όπως τα λόγια.
Έτσι υπολογίζοντας εκείνο το κατά συγχώνευσιν του «ΙΝΒΙ» του Εσταυρωμένου, στο «ΙSBN» ενός βιβλίου (π.χ. του Ευαγγελίου) -όπως παρατηρεί ο Αρανίτσης- διαπίστωσα πως αθέτησα, γράφοντας, για άλλη μια φορά το «Όνομα του Πατρός». Δηλαδή, του ιδίου του «Νόμου» που με προστατεύει τόσο όσο και με σταυρώνει στον κρανίου τόπο της δημοσιότητας ενός ISBN, όπου παριστάνω τον Φαρισαίο στην ταινία του Φράνκο Τζεφιρέλι Μεγάλη Παρασκευή.
Ενός «Νόμου», ξαναλέω, στον οποίο αναφέρεται κανείς γραπτώς (και με χαρτόσημο) για να τον προφυλάξει από τον εαυτό του, να τον φυλάξει από τους ισχυρούς και τους ασήμαντους, ώστε να πορεύεται φιλήσυχα μέσα στην ψευδαίσθηση και στην «σωστή πλευρά της Ιστορίας», την ίδια στιγμή που εκτίθεται ανήσυχα στην λάθος της πλευρά. Κυρίως για να του επιτραπεί να μιλά στην κοινωνία «αρμοδίως», ενώ θα ήθελε να της μιλήσει με απόλυτη αναρμοδιότητα, ώστε να της πει (αρμοδίως όμως), αυτό που οφείλουμε όλοι να της το υπενθυμίζουμε: να αναζητά ένα σχέδιο που δεν αποβλέπει απλώς στις φαντασιώσεις της ως προς το πολιτικό, αλλά και ως προς την πραγματική της, καθημερινή σχέση με τα πράγματα -όχι τις εικόνες περί αυτών και όχι τις εικονογραφημένες δοξασίες του Ράμφου ή του Μεσογαίας.
Ποιό είναι; Αναμφίβολα η μετατροπή του καθοδηγητή από «Χορευτή» σε «Κίνδυνο»- όπως θα τον έβλεπε ο Man Ray στο έργο του «Dancer/Danger». Η αλλαγή δηλαδή -για να μην περιοριστώ στο λογοπαίγνιο- της όποιας σημασίας αποκτά το πολιτικό, με την αντικατάσταση ενός και μόνου γράμματος, του «e» («Letter») σε «i» («Litter») μέσα στην ίδια λέξη. («Γράμμα» και «Σκουπίδι»). Εξ ου και ο Τζόυς -αλλά στα αγγλικά, διότι στα Ελληνικά τα «σκουπίδια» είναι αγράμματα και το «πολιτικό», με την προσθήκη ενός και μόνου γράμματος, του «υ», γίνεται «πουλιτικό».
Ή -γιατί όχι;- εκείνος ο μεταφορικός υπαινιγμός για την δεύτερη (και βλέπουμε) τετραετία του Μητσοτάκη από τον μπαρουτοκαπνισμένο Πέτρο Ευθυμίου που διάβασα χαμογελώντας στα «Νέα»: «Όταν στο τριπλούν χάσεις το μεσαίο άλμα, αρκείσαι στο διπλούν». Ή, ακόμα, παραπέμποντας σοβαρά στον Ελύτη: «Ντύνεται Μοίρα η Εξουσία και σου σφυράει». Ή, πάλι: «Ό,τι έσπειρες θα θερίσεις» -με την άδεια του Αποστόλου Παύλου (προς Γαλάτες, 6- 7). Αλλά αυτό δεν πρόκειται περί λογοπαιγνίου. Είναι νομοτέλεια, τόσο όσο και η α-φιλία με όσα «λάμδα» και με όσα «ύψιλον», τη διαβάζει κανείς.
ΥΓ
Αλεξέι Ναβάλνι.
«Ένας άνθρωπος γυρίζει στην πατρίδα του προβλέποντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν». Έτσι, σε μία αράδα, συνοψίζει ο Έλιοτ την δράση στο έργο του «Φονικό στην Εκκλησία»*. Εμείς;
* βλ. Μετάφραση Γ.Σεφέρη,εκδόσεις Ίκαρος.