Μνήμες από την επαγγελματική και προσωπική του ζωή ανέσυρε στη Δώρα Αναγνωστοπούλου και το MEGA Stories ο Γιώργος Νταλάρας, που το τελευταίο διάστημα βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων με δηλώσεις του.
Ο γνωστός τραγουδοποιός αναφέρθηκε στον αγώνα που έκανε να φύγει από τα νυχτερινά κέντρα, δικαιολόγησε τον κόσμο δεν τον καταλαβαίνει και δεν έκρυψε τα δάκρυά του όταν μίλησε για την Ελλάδα μέσα στην οποία θέλει να ζει.
Ο γνωστός τραγουδοποιός μίλησε για τη δύσκολη ζωή της μητέρας του. «H μητέρα μου έζησε μια άσχημη ζωή, ήταν ανάπηρη και με φώναζε κοντά της για να με μαλώσει, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Η μητέρα μου μετά τον πόλεμο έπρεπε να αποχωριστεί ένα από τα δύο της παιδιά. Υπήρχαν ορφανοτροφεία με εκπαιδευτικό χαρακτήρα στο εξωτερικό κι εκεί έπρεπε να πάω εγώ» είπε.
«Ήμουν 8 ετών αλλά ο αδελφός μου πλησίαζε τα 10, κι έτσι η μητέρα μου έστειλε το μεγάλο παιδί της. Από τότε η ζωή της μητέρας μου ήταν μια τραγωδία, άκουγε τραγούδια του Τσιτσάνη κι έκλαιγε. Όταν έφυγε ο Χρήστος, έφυγε η ζωή μου. Τον έβλεπα κάθε δύο χρόνια που ερχόταν μαζί με άλλα παιδιά και για εμένα άλλαζε η ζωή και ο κόσμος» εξομολογήθηκε.
«Ο Θεοδωράκης με μάγεψε. Μισώ τη διασημότητα, δεν τη θέλω, γιατί ο διάσημος των εποχών μας θεοποιείται. Άρα αυτός έχασε την οντότητά του, δεν είναι πλέον ο ίδιος. Εμένα αν με ρωτήσεις ποιος θέλω να είμαι, θα σου πω: ο Γιώργος. Το Νταλάρας μου είναι αδιάφορο» είπε.
«Δεν είμαι αποκλεισμένος. Έκανα αγώνα να φύγω από τα νυχτερινά κέντρα, γιατί εγώ γεννήθηκα εκεί μέσα. Ερχόντουσαν κάτι ματσωμένοι από τα Μέγαρα και την Ελευσίνα, έφερναν και τα πιστόλια τους μαζί, καμιά φορά έριχναν κι από καμία. Έφερναν και κορίτσια για να κάνουν κονσομασιόν, αυτό δεν μπορεί να αρέσει σε ένα παιδί 16 χρονών» περιέγραψε.
«Δεν φταίει ο κόσμος που δεν με καταλαβαίνει»
Ο Γιώργος Νταλάρας εξήγησε γιατί δεν φταίει ο κόσμος που δεν τον καταλαβαίνει. «Έχω το δικαίωμα να ονειρεύομαι. Δεν λειτούργησα ποτέ βλαπτικά ούτε για τον χώρο μου ούτε για την χώρα μου. Δεν έκανα ποτέ κάτι που ήταν κόντρα στις αξίες μου» είπε.
Και συνέχισε: «Γιατί πήρα αυτό τον δρόμο δεν μπορώ να το εξηγήσω. Πήρα αυτό τον δρόμο γιατί αυτά που έβλεπα ήταν στραβά και όταν έβλεπα κάτι στραβό έστριβα. Αυτό σημαίνει ότι απομονώνεσαι, χάνει. Τι νόημα είχε η διαστρέβλωση της αλήθεας και όλη αυτή η συκοφαντία και η λάσπη, για τα τραγούδια, τα είδη, τις ηχογραφήσεις. Ίσως φταίω εγώ τελικά, ίσως τελικά θα έπρεπε να μείνω εκεί αλλά δεν ήθελα να τραγουδάω στα νυχτερινά κέντρα και στις ταβέρνες. Αλλά ίσως δεν φταίει ο κόσμος που δεν με καταλαβαίνει, φταίω εγώ που δεν καταλαβαίνω τον εαυτό μου».
«Αυτή την Ελλάδα ονειρεύτηκα»
«Πριν από 6-7 χρόνια ήμουν στον δρόμο, γινόταν πανζουρλισμός. Ψάχνω να δω τι γινόταν, πλησιάζω στον δρόμο και βλέπω έναν νεαρό 20 χρονών να έχει πάρει αγκαλιά ένα σκυλάκι, που αν περνούσε στην άλλη μεριά του δρόμου, θα το σκότωναν. Λυπήθηκα που δεν ήμουν εγώ αυτός… και οι άλλοι οι κάφροι του φώναζαν: φύγε, ρε μ […] α από τη μέση. Δεν είναι ζωή αυτή, Δώρα. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι και είμαστε γεμάτοι από τέτοιους», περιγράφει ο Γιώργος Νταλάρας αμέσως μετά και συγκρατεί με δυσκολία τα δάκρυά του.
«Αυτή την Ελλάδα ονειρεύτηκα, όχι την άλλη. Δεν μου αρέσει. Δεν είναι χώρα αυτή έτσι όπως πάμε, δεν την θέλω αυτή τη χώρα», υπογραμμίζει.
«Με ανέκρινε ο Σπανός γιατί τραγουδούσα Θεοδωράκη»
«Ένα βράδυ παίζαμε στα Νέα Δειλινά. Έρχεται μέσα η Χωροφυλακή και ήθελαν να με σταματήσουν, γιατί έκανα την “κουταμάρα” να τραγουδάω Θεοδωράκη, ενώ απαγορευόταν την περίοδο της Χούντας. Γύρισα στον κόσμο, παιδί 24 χρονών, και λέω, «Εμείς τραγουδάμε για εσάς. Ήρθαν οι εκπρόσωποι του νόμου και μας λένε να σταματήσουμε, αλλά δεν ξέρω αν είναι στη δικαιοδοσία τους. Από εσάς θα πάρω εντολή να σταματήσω ή να συνεχίσω»» ανέφερε αρχικά ο Γιώργος Νταλάρας.
Και συνέχισε: «Σηκώθηκε ο κόσμος, φοβήθηκαν οι χωροφύλακες και έκαναν πίσω. Μόλις τελείωσα με πήγαν στον διοικητή, στο τμήμα, και την άλλη μέρα με φώναξε ο βασανιστής Σπανός, που το γραφείο του ήταν στην ΕΣΑ. Σε αυτό το γραφείο πήγα κι εγώ να με ανακρίνει, μου έλεγε, «Κάνετε πράγματα εναντίον της πατρίδας, λέτε τραγούδια αυτού του κομμουνιστή του Θεοδωράκη», και του έλεγα «Λάθος κ. Διοικητά, είναι πλάνη, το τραγούδι είναι Χατζηδάκι και του Γκάτσου»! Και μου λέει: «Λες;». Έτσι τη γλίτωσα».
«Βρήκα ευκαιρία κι έφυγα από εκείνο το κέντρο, και πήγα στην Πλάκα, και επιτέλους λέω “Εδώ θα κάνω αυτό που θέλω”. Τι ήθελα να κάνω; Να λέω ρεμπέτικα, πολιτικές μπαλάντες, τα τραγούδια του Θεοδωράκη και όποια άλλα τραγούδια γράφονταν εκείνα τα χρόνια, που κάτι είχαν να πουν για το συλλογικό όνειρο των ανθρώπων, που μετά από τη Χούντα έπρεπε να κατευθυνθούν σε ξέφωτο» κατέληξε ο Γιώργος Νταλάρας.