Τα τρένα μένουν στάσιμα, τα αεροπλάνα καθηλωμένα. Οι αυτοκινητόδρομοι αποκλεισμένοι από τρακτέρ εξαγριωμένων αγροτών. Οι εικόνες που έρχονται τον τελευταίο καιρό από τη Γερμανία σε τίποτα δε θυμίζουν την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.
Κι όμως, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης συρρικνώθηκε πέρυσι για πρώτη φορά από την έναρξη της πανδημίας Covid-19. Και οι προοπτικές δεν είναι πολύ πιο θετικές: το ΔΝΤ προβλέπει ότι η Γερμανία θα είναι η πιο αργά αναπτυσσόμενη μεγάλη οικονομία το 2024. Οι πιο απαισιόδοξοι δε, προβλέπουν πτώση της παραγωγής για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, καθώς η οικονομία αντιμετωπίζει μια εκτεταμένη περίοδο υψηλών τιμών ενέργειας, υψηλού κόστους δανεισμού και μείωσης ζήτησης των γερμανικών προϊόντων.
Μπορεί να μοιάζει παράδοξο, αλλά η Γερμανία βυθίζεται σε ένα καθεστώς οικονομικής κρίσης.
Από οικονομικό θαύμα σε ασθενή της Ευρώπης – και πάλι από την αρχή
Αποτελεί γεγονός πως η Γερμανία έχει ξεπεράσει πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις στο παρελθόν: Στον απόηχο της ήττας της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα κλήθηκε να αντιμετωπίσει την κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής της και το συρρικνωμένο εργατικό δυναμικό μετά το θάνατο εκατομμυρίων νεαρών ανδρών.
Ωστόσο, η ανάκαμψη της Δυτικής Γερμανίας κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν τόσο θεαματική που έγινε γνωστή ως «Wirtschaftswunder», ή οικονομικό θαύμα.
Το «θαύμα» κράτησε ως επί το πλείστον αδιάκοπα μέχρι τη δεκαετία του ‘90, όταν η Γερμανία έγινε γνωστή ως ο «ασθενής της Ευρώπης», καθώς η οικονομία της παρέπαιε και η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και της επανένωσης.
Ωστόσο, εισάγοντας μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι εξαγωγές και η οικονομία της σημείωσαν άνθηση τη δεκαετία που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – κυρίως λόγω του φθηνού ρωσικού αερίου και της έντονης ανάπτυξης στην Κίνα.
Και εκεί έγκειται κατά βάση το παρόν πρόβλημα.
«Κατ’ αρχήν, η Γερμανία υφίσταται τις συνέπειες του στρατηγικού της στοιχήματος να βασιστεί πλήρως στην αλληλεξάρτηση και την παγκοσμιοποίηση», εξηγεί σε άρθρο της η Κονστάντσε Στελζενμιούλερ, διευθύντρια του Κέντρου για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη στο Ινστιτούτο Brookings.
«Ανέθεσε την εξαγωγική της ανάπτυξή στην Κίνα και τις ενεργειακές της ανάγκες στη Ρωσία (…) Βρίσκεται πλέον εξαιρετικά ευάλωτη σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από μεγάλο ανταγωνισμό των δυνάμεων και μια αυξανόμενη εργαλειοποίηση της αλληλεξάρτησης τόσο από συμμάχους όσο και από αντιπάλους».
Η οικονομική εξάρτηση από την Κίνα
Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Κίνα, μέχρι πρόσφατα τη δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Γερμανίας, έχει μειώσει τη ζήτηση για αγαθά και οι θεμελιώδεις αλλαγές στην κινεζική οικονομία σημαίνουν ότι η μέχρι πρότινος ζήτηση μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ.
Μάλιστα, η Κίνα πλέον έχει γίνει «αντίπαλος» αφού είναι σε θέση να παράγει παρόμοια προϊόντα με εκείνα που εισήγαγε συνήθως από την Ευρώπη.
Αυτό από μόνο του απειλεί το μεγαλύτερο εξαγωγικό προϊόν της Γερμανίας: τα αυτοκίνητα.
Μάλιστα, οι αποστολές αυτοκινήτων της Κίνας ξεπέρασαν τις γερμανικές το 2022, χάρη στην εκπληκτική άνοδο των ηλεκτρικών οχημάτων της χώρας, ιδίως της BYD.
Η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία
Παράλληλα, η «βίαιη», αναγκαστική απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην αρχική συρρίκνωση της βιομηχανικής οικονομίας.
Μέχρι τη στιγμή που η Ρωσία ξεκίνησε την πλήρη εισβολή της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ήταν υπεύθυνη για το 55% του φυσικού αερίου που εισήγαγε η Γερμανία.
Η Άνγκελα Μέρκελ, κατά τα χρόνια που βρισκόταν στην καγκελαρία, είχε δεχθεί έντονη κριτική για το ότι επέτρεπε να εξαρτάται τόσο πολύ η χώρα από τη ρωσική ενέργεια – ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ.
Βέβαια, οι φθηνές ρωσικές εξαγωγές ενέργειας είχαν δώσει μια τεράστια ώθηση στη γερμανική οικονομία, συμβάλλοντας στην εξασφάλιση δέκα συνεχόμενων ετών ανάπτυξης.
Τώρα, η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου έχει ακρωτηριάσει τμήματα της γερμανικής βιομηχανίας. Άλλωστε, η χώρα εξαρτάται ιδιαίτερα από το συγκεκριμένο καύσιμο αφού έχει σταματήσει εντελώς την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, μια απόφαση που ελήφθη μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία το 2011 και που επίσης θεωρείται αμφιλεγόμενη σε οικονομικό επίπεδο.
Εγχώρια προβλήματα
Πέραν όμως αυτών, τα προβλήματα της Γερμανίας είναι επίσης διαρθρωτικά, και κυμαίνονται από τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και την αυξημένη γραφειοκρατία έως τις -αρκετές- απαρχαιωμένες υποδομές και την αργή ψηφιοποίηση, προβλήματα που βέβαια επηρεάζουν την παραγωγικότητα.
Η ακροδεξιά παραμονεύει
Ταυτόχρονα με τα εσωτερικά ζητήματα αλλά και το διεθνές περιβάλλον που δεν ευνοεί την εξωστρεφή οικονομία της Γερμανίας, το πολιτικό κλίμα της χώρας έχει επιδεινωθεί.
Οι εντάσεις εντός του τριμερούς κυβερνητικού συνασπισμού υπό την ηγεσία του Όλαφ Σολτς, καθιστούν δύσκολη τη χάραξη πολιτικής, εντείνοντας την αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις και αφήνοντας πολλούς Γερμανούς να αισθάνονται ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει λίγες λύσεις για τα πολλά προβλήματα της χώρας.
Αναμενόμενα, οι διαιρέσεις αυτές έχουν ωφελήσει το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο πλέον συγκεντρώνει ποσοστά που ξεπερνούν το 20%, δημιουργώντας ένα ακόμη πρωτοφανές σκηνικό για τα σύγχρονα γερμανικά δεδομένα.
Η ελπίδα και η ανάγκη για οικονομική αναμόρφωση
Παρά τα όποια προβλήματα, η Γερμανία παραμένει «παγκόσμιος ηγέτης» σε πολλούς κλάδους. Και συνεχίζει να προσελκύει ροές ξένων άμεσων επενδύσεων, μεταξύ άλλων από κατασκευαστές ημιαγωγών, όπως η Intel και η TSMC.
Και βέβαια, η Γερμανία διαθέτει επίσης χιλιάδες εγχώριους κατασκευαστές, γνωστούς για την τεχνογνωσία και την καινοτομία τους.
Επιχειρήσεις όπως αυτές, οι οποίες μπορούν να βρουν νέες αγορές και εφαρμογές για την τεχνογνωσία τους, σύμφωνα με το CNN, μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην αναζωογόνηση της ετοιμοθάνατης οικονομίας της Γερμανίας.
Χρειάζονται όμως πολλά περισσότερα για να τεθεί η οικονομία σε μια νέα πορεία, σημειώνουν αναλυτές και οικονομολόγοι, οι οποίοι κάνουν λόγο για την ανάγκη μίας οικονομικής αναμόρφωσης.
«Η Γερμανία χρειάζεται έναν θεμελιώδη οικονομικό μετασχηματισμό», δήλωσε στο CNN ο Μαρσέλ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών στο Βερολίνο. «Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη Γερμανία δεν είναι τα επόμενα δύο χρόνια, είναι τα επόμενα 10 χρόνια… πρέπει να αναδιαμορφώσει τη βιομηχανία της».
Όπως και να έχει, ιστορικά η Γερμανία έχει αποδείξει πως δεν υπάρχει οικονομική κρίση που δεν μπορεί να ξεπεράσει. Ωστόσο, αν φτάσει ξανά να αποτελεί τον «ασθενή της Ευρώπης», η ΕΕ και η Ευρωζώνη θα υποφέρουν μαζί της – σε μία περίοδο που η ευρωπαϊκή ευημερία φαντάζει τουλάχιστον επείγουσα.