Σε ένα δοκίμιο που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2020, ο Arundhati Roy παρομοίαζε την πανδημία με «ένα πέρασμα, μια πύλη μεταξύ του τωρινού κόσμου και του επόμενου». Η παγκόσμια καταστροφή θα έπαιρνε μαζί της το παλιό, για να μας επιτρέψει να βαδίσουμε σε μια ολοκαίνουργια πραγματικότητα.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η πανδημία παρουσίαζε ένα «σπάνιο αλλά μικρό παράθυρο ευκαιρίας». Ισχυριζόταν ότι οικονομικά η πανδημία ήταν το «reset» που χρειαζόμασταν. Ακαδημαϊκοί, αναλυτές και δημοσιογράφοι προσπάθησαν να προβλέψουν αυτόν τον «νέο» κόσμο, στην άλλη άκρη του ουράνιου τόξου. Αμέτρητα άρθρα γράφτηκαν για «το μέλλον μετά τον Covid»: στην εστίαση, στον τουρισμό, στην εργασία, στις σχέσεις, στη μόδα, στις συναυλίες, κλπ. Και κάπως έτσι, πατήσαμε «restart» στο Μέλλον. Δηλώσαμε τη λαχτάρα για την «Επόμενη Φάση» της ανθρωπότητας, δηλαδή έναν κόσμο, όπου τα πάντα είτε θα άλλαζαν ριζικά είτε θα αποκαθίστατο έτσι όπως ήταν στο παρελθόν.
Δεν συνέβη -σωστότερα: δεν συμβαίνει- τίποτα από τα δύο.
Εάν η μετα-Covid εποχή μας έδωσε μια νέα εξέλιξη στην ιστορία του μέλλοντος, αυτή είναι ίσως μια ευρέως διαδεδομένη -αν και ελάχιστα αντιληπτή- αίσθηση στασιμότητας. Για να το θέσουμε απλά: Μήπως εν τέλει βαριόμαστε;
Τέχνη που ανακυκλώνεται
Οι New York Times είχαν γράψει ότι ζούμε στην λιγότερο καινοτόμα εποχή όσον αφορά τις τέχνες: «Για 160 χρόνια, μιλούσαμε για τον πολιτισμό ως κάτι ενεργό, κάτι με ταχύτητα, κάτι σε συνεχή κίνηση προς τα εμπρός. Τι συμβαίνει σε μια κουλτούρα όταν χάνει αυτή την ταχύτητα;». Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν πολιτισμικά προϊόντα και νέο περιεχόμενο (κάθε άλλο). Απλώς, λείπει αυτό το «κάτι» που θα σημάνει μια νέα εποχή, αυτή η κατάδυση «στο βυθό του Άγνωστου για να βρούμε το καινούριο!», θα προσέθετε ο Μπωντλαίρ.
Στη μόδα επέστρεψαν τα 80s, τα 90s, το indie sleaze των 00s και τώρα τα 2010s. Αυτή τη περίοδο στο Netflix βλέπουμε τη σειρά «One Day», η οποία τοποθετείται στην περίοδο 1988-2003. Αν δεν ξέραμε ότι τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα στο παρελθόν, μετά βίας θα το καταλαβαίναμε από το styling των ηθοποιών, το οποίο δε διαφέρει ιδιαίτερα από τα ρούχα που φορούν οι νέοι σήμερα.
Στο Tiktok τρένταρε για εβδομάδες το «Murder on the Dancefloor», ένα τραγούδι του 2001, το οποίο απέκτησε νέα ζωή όταν έγινε το soundtrack της ταινίας Saltburn. Ο δίσκος της Nicki Minaj «Pink Friday 2» είναι από τους πιο επιτυχημένους της χρονιάς, σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Όλα τα τραγούδια του στηρίζονται σε samples παλιότερων κομματιών και ο ίδιος ο δίσκος αποτελεί το σίκουελ του Pink Friday, που κυκλοφόρησε πριν 14 χρόνια. Στο ραδιόφωνο μια φωνή μας ενημερώνει ότι παίζουν επιτυχίες από «τα 70s, 80s, 90s και το σήμερα». Ποιο σήμερα; Γιατί κάθε δεκαετία μέχρι εκείνη του ‘90 έχει δικό της ήχο και στυλ, ενώ το «σήμερα» είναι μια αχανής 25ετία; Αγοράζοντας έπιπλα, παρατηρώ ότι όλα μοιάζουν σαν “κάτι” άλλο: ρετρό 50s καναπέδες, funky 80s καθρέφτες, βικτωριανά λαμπατέρ, μινιμαλιστικά, σκανδιναβικά τραπέζια και μαξιμαλιστικά, περσικά χαλιά. Αλήθεια, υπάρχει κάτι που να μην είναι απομίμηση μιας άλλης εποχής;
Προσοχή, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν ταλέντα. Εκεί έξω υπάρχει απέραντο και ατόφιο ταλέντο, το οποίο άλλες φορές αναγνωρίζεται κι άλλες όχι. Το ερώτημα που προκύπτει είναι ωστόσο το εξής: γιατί η πολιτιστική παραγωγή δεν προχωρά πλέον με τους ίδιους ρυθμούς που προχωρούσε παλιότερα;
Μοιάζουμε λίγο πεσμένοι, δεν νομίζετε;
Εδώ και κάποια χρόνια, κάτι έχει μείνει στάσιμο: στα μουσεία, στην πολιτική αρένα, στις αίθουσες χορού, στα ατελιέ, στο ραδιόφωνο. Αυτή δεν είναι μια καινούργια παρατήρηση. Ο φιλόσοφος Άρθουρ Ντάντο υποστήριξε ότι η τέχνη τελείωσε με τα Brillo Boxes του Άντι Γουόρχολ, ενώ ο κριτικός λογοτεχνίας Φρέντρικ Τζέιμσον δήλωσε το 1984 ότι ολόκληρη η νεωτερικότητα«είχε δαπανηθεί κι εξαντληθεί», ότι δεν υπήρχε νέο στυλ, και ότι «οι παραγωγοί πολιτισμού δεν έχουν πουθενά να στραφούν παρά στο παρελθόν: στη μίμηση νεκρών στυλ».
Το σοκ του μέλλοντος
Το 1970, οι μελλοντολόγοι Alvin και Heidi Toffler επινόησαν τον όρο «σοκ του μέλλοντος» για να εξηγήσουν την εμπειρία της «υπερβολικής αλλαγής σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα». Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, οι απανωτές, ιλιγγιώδεις αλλαγές, αργά ή γρήγορα, θα μας προκαλούσαν παράλυση, σε κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την πανδημία, παρατηρούμε ότι ποτέ δεν περάσαμε το κατώφλι του μέλλοντος. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αλλά στον ορίζοντα σχηματίζεται μια σειρά από συνεχιζόμενες κρίσεις. Πού είναι το «Μετά» που φαντασιωνόμασταν τόσο καιρό; Γιατί έπεσαν τόσο έξω οι εικασίες και οι προβλέψεις;
Καθημερινά γράφονται αμέτρητα κείμενα για τις νέες τάσεις στα social media, το fitness, το φαγητό, το στυλ και τη διακόσμηση. Οι ολιγόβιες αυτές μικρο-τάσεις θρέφουν για λίγο την ανάγκη μας να ανήκουμε κάπου. Όμως, ας μη γελιόμαστε. Δεν αποτελούν εκφράσεις μιας ενιαίας «Επόμενης Φάσης», αντιθέτως είναι διακριτά υποπολιτισμικά στοιχεία, που σύντομα θα αντικατασταθούν από άλλα. Ο φαύλος κύκλος των τάσεων (και η προσπάθεια πρόβλεψής τους) μπορεί να έχει ενταθεί με τα social media, όμως δεν είναι κάτι καινούργιο. Εκατομμύρια πρώην τάσεις θάφτηκαν σε σκονισμένες στοίβες περιοδικών και ξεχασμένων blog – τάσεις που υπόσχονταν να φέρουν αυτό το «νέο» στις ζωές μας.
The next big thing: Ο θάνατος των ιδεολογιών;
Η πορεία του πολιτισμού ίσως να καθρεφτίζει εκείνη της οικονομίας. Οι ιδεολογίες του χτες μας υποσχέθηκαν μια αέναη πορεία προς τα εμπρός, αλλά μετά από μια μεγάλη έκρηξη, ακολούθησε μια μακρά, αργή, απογοητευτική διολίσθηση. Όπως έδειξε ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Γκόρντον, η μεταμορφωτική ανάπτυξη της περιόδου μεταξύ 1870 και 1970 —ο «ιδιαίτερος αιώνας», όπως τον αποκάλεσε— ήταν ένα ανώμαλο υπερ-συμβάν που τροφοδοτήθηκε από μοναδικές και ανεπανάληπτες καινοτομίες (ηλεκτρισμός, υγιεινή, δημόσια έργα, μηχανές εσωτερικής καύσης), των οποίων οι διάδοχοι δεν είχαν τον ίδιο οικονομικό αντίκτυπο.
Ίσως, πάλι, να φταίει αυτό που συνέβη στις αρχές του 21ου αιώνα: πρώτα, βουτήξαμε με το κεφάλι στη θάλασσα των ατελείωτων πληροφοριών του ίντερνετ. Αμέσως μετά, οι ψηφιακές μας ζωές υποβλήθηκαν στα «τερτίπια» των αλγορίθμων. Τα ψηφιακά εργαλεία που αγκαλιάσαμε προαναγγέλθηκαν ως καταλύτες πολιτιστικής προόδου, αλλά προκάλεσαν τέτοια χρονολογική σύγχυση που η ίδια η πρόοδος, το Μέλλον, δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα σήμερα. Μπροστά μας απλώνεται ένα παγκόσμιο συλλογικό ασυνείδητο όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον υπάρχουν ταυτόχρονα.
Ίσως αυτό είναι το πνεύμα της εποχής μας: η έλλειψη ενός ενιαίου πνεύματος, ο θάνατος της επόμενης νέας ιδεολογίας «που θα μας σώσει και θα μας πάει μπροστά». Αν κάτι τέτοιο είναι αλήθεια, δεν είναι απαραίτητα καλό ή κακό. Μέσα στις απανωτές κρίσεις που μας χτυπούν, είναι δύσκολο να οραματιστούμε το μέλλον, ένα ουτοπικό σχεδόν θεόσταλτο μέλλον. Όμως οι κρίσεις ίσως να μην είναι το προπαρασκευαστικό στάδιο πριν την «Επόμενη Φάση», αλλά η ίδια η κανονικότητα. Και η «Επόμενη Φάση» θα έρθει αναπόφευκτα, αυτό δε χωρά αμφιβολία. Μέχρι τότε, αξίζει να δούμε το μέλλον, όχι ως κάτι που θα μας φέρουν οι άρχοντες της τεχνολογίας, αλλά ως αποτέλεσμα των δικών μας -μικρών ή μεγάλων- πράξεων.