Έχετε σκεφτεί ποτέ πόσα μπορεί να συμβούν με αφορμή έναν καφέ; Πόσες σχέσεις, πόσα project, πόσες ιδέες, σχέδια μελλοντικά μέχρι και εγκλήματα έχει σκαρώσει η ανθρωπότητα με πρόφαση ή πάνω από ένα φλιτζάνι από το θεϊκό αυτό ρόφημα; Μια πρόσκληση για έναν καφέ βάζει στα σκαριά και την καυστική σάτιρα του Ιταλού συγγραφέα Πιέρο Κιάρα «La Spartizione», που φέτος ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Μικρός Κεραμεικός» σε μετάφραση Αντώνη Γαλαίου και σκηνοθεσία Νίκου Καρδώνη.
Με φόντο την εποχή του Μεσοπολέμου στη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι, το έργο «Ελάτε να πιούμε έναν καφέ», σε πρώτη ανάγνωση, αφηγείται την σχέση ενός αρχιληξίαρχου σε μια μικρή επαρχιακή πόλη με τρεις μεσήλικες ανύπαντρες αδελφές. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, διερευνά την ίδια την ανθρώπινη φύση και τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό της επαρχίας.
Τη μία εκ των τριών αδελφών, την μεσαία, υποδύεται η ηθοποιός και τραγουδίστρια Άννα Κουτσαφτίκη, την οποία συναντώ ένα μεσημέρι, στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της μεταξύ γυρισμάτων και παραστάσεων, στη γραφική υπαίθρια αυλή του Upopa Epops. Κι εκεί, πάνω από μία κούπα καφέ, την ρωτώ να μου πει λίγα παραπάνω πράγματα για το έργο.
Πρόκειται για ένα κείμενο που, όπως λέει, προέκυψε μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς των Ιταλών ηθοποιών που ανέλαβαν να το μεταφέρουν για πρώτη φορά στη σκηνή. «Είναι ένα πολύ ιδιάζον θεατρικό κείμενο με τεράστιο ενδιαφέρον. Είναι πολύ ιδιαίτερα γραμμένο. Έχει τρομερή ρυθμολογία και είναι πολύ απαιτητικό υποκριτικά, κινησιολογικά, φωνητικά ακριβώς γιατί έχει τρομερές εναλλαγές και πολύ γρήγορους ρυθμούς», εξηγεί και τονίζει πως την δομή του δεν την συναντάς εύκολα σε άλλα θεατρικά κείμενα.
Αυτός ήταν κι ένας από τους βασικούς λόγους που δέχτηκε την πρόταση του Νίκου Καρδώνη να συμμετέχει στην παράσταση. «Θεώρησα ότι κάτι τέτοιο δεν θα το ξαναβρώ», παραδέχεται. Ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος ήταν ο ίδιος ο Νίκος Καδρώνης. «Είχαμε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν και ξέρω πώς λειτουργεί. Υπάρχει αλληλοεκτίμηση και κοινή αισθητική σε κάποια πράγματα. Επιπλέον, ο Νίκος έχει μια καυστική, αλμοδοβαρική ματιά που με ιντριγκάρει ιδιαίτερα».
Και το ίδιο το έργο, όμως, έχει πολλά αλμοδοβαρικά στοιχεία. Ουσιαστικά, αφηγείται την ιστορία τριών αδελφών, οι οποίες είναι όλες άνω των σαράντα, ανύπαντρες και, όπως ακούγεται κάποιες φορές στο έργο, «άσχημες». Μένουμε για λίγο σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, μιας και η εποχή μας δεν αφήνει πια να περάσουν στο ντούκου τέτοια επίθετα.
«Στην πραγματικότητα, είναι ασχημάτιστες, όχι άσχημες», τονίζει η Άννα, που από την αρχή θεώρησε πως αυτό το «άσχημες» θα ήταν μια ταμπέλα που θα οδηγούσε σε μια καρικατούρα. «Είναι ασχημάτιστες ως γυναίκες διότι είναι μεγαλωμένες σε ένα περιβάλλον μικροαστικό, με έναν πατέρα αυταρχικό και μια μητέρα ηττοπαθή, που για εμένα είναι το ίδιο πράγμα. Αυταρχισμός και ηττοπάθεια είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος».
Κάποια στιγμή, ο πατέρας δυνάστης όμως πεθαίνει και τότε είναι που αρχίζουν όλα. Με αφορμή κάποιο έγγραφο που αφορά στο σπίτι, εμφανίζεται ένας αρχιληξίαρχος, ο οποίος είναι καιροσκόπος, αριβίστας και έχει βλέψεις να ανέλθει κοινωνικά. Συνάπτει σχέση και με τις τρεις. Και καθώς αυτός ο αχόρταγος εξουσιαστής εισέρχεται στη ζωή τους, εκείνες είναι λες και κυριεύονται από τον διάβολο.
Για μια παράσταση μόλις 75 λεπτών, η εξέλιξη της πλοκής είναι εντυπωσιακή. Και παρόλο που τα γεγονότα που διαδραματίζονται μοιάζουν με συστατικά στοιχεία τραγωδίας, αυτό το έργο είναι, όπως λέει η Άννα Κουτσαφτίκη, «η επιτομή του χιούμορ· αγγίζει τα όρια του γκροτέσκ».
«Έχουμε πια ξεπεράσει τόσο πολύ τα όρια της πολιτικής ορθότητας που κινδυνεύουμε να χάσουμε τον αυθορμητισμό μας».
Η ίδια εκτιμά ιδιαίτερα το χιούμορ. Για την ακρίβεια δηλώνει: «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό. Λατρεύω να εντοπίζω το γελοίο του ανθρώπινου είδους». Αναπόφευκτα, η συζήτησή μας πάει στην πολιτική ορθότητα. Την ρωτώ εάν θεωρεί ότι υπάρχουν θέματα με τα οποία δεν μπορούμε πια να αστειευόμαστε. «Για να πω την αλήθεια, δεν έχω απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Είναι κάτι που το ψάχνω κι εγώ», μου απαντά και συνεχίζει:
«Από τη μία, ο αυθορμητισμός είναι μέσα στη φύση του Έλληνα, είναι στο ταπεραμέντο μας. Από την άλλη, συμφωνώ πως πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στο πώς αστειευόμαστε για κάποια θέματα. Όμως, έχουμε πια ξεπεράσει τόσο πολύ τα όρια της πολιτικής ορθότητας που κινδυνεύουμε να χάσουμε τον αυθορμητισμό μας και να παραμείνουμε μονάχα σε κάποιους τύπους, που επί της ουσίας δεν βγάζουν κάπου».
Η Άννα Κουτσαφτίκη ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της πορείας της αμιγώς θεατρική ηθοποιός. Τα τελευταία επτά χρόνια, όμως, συμμετέχει στην μακροβιότερη κωμική σειρά της ελληνικής τηλεόρασης, «Μην Αρχίζεις τη Μουρμούρα», όπου γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. «Επέλεξα να κάνω τη σειρά αφενός γιατί λατρεύω την κωμωδία και αφετέρου για να έχω χρόνο με την κόρη μου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν είναι απαιτητική και η δουλειά εκεί», λέει και τονίζει πως με τον τηλεοπτικό της σύζυγο Σπύρο Τσεκούρα δουλεύουν πολύ πάνω στο κείμενο και στον αυτοσχεδιασμό.
«Το τραγούδι, για εμένα, είναι ύψιστη μορφή έκφρασης. Είναι σύνδεση κατευθείαν με τον Θεό. Είναι ένα είδος επικοινωνίας που καταλύει τους γλωσσικούς κώδικες».
Άλλες τεράστιες αγάπες της είναι η μουσική και το μιούζικαλ, το οποίο είναι για εκείνη «τεράστια ιστορία», όπως λέει χαρακτηριστικά. «Όπως και το τραγούδι, για εμένα, είναι ύψιστη μορφή έκφρασης. Είναι σύνδεση κατευθείαν με τον Θεό. Είναι ένα είδος επικοινωνίας που καταλύει τους γλωσσικούς κώδικες. Έχει να κάνει με τον ρυθμό, ο οποίος με τη σειρά του έχει να κάνει με τη δόνηση της Γης, με τον παλμό της ανθρώπινης καρδιάς, με τα πάντα. Οπότε, επειδή η μουσική για μένα είναι η ύψιστη μορφή τέχνης και το μιούζικαλ εμπεριέχει τη μουσική, θεωρώ πως είναι ένα πολύπλοκο και σπουδαίο είδος θεάτρου», συμπληρώνει.
Παραδέχεται πως στην Ελλάδα δεν έχουμε παιδεία ακόμα όσον αφορά το μιούζικαλ. Αλλά είναι λογικό μιας και δεν ήταν ποτέ στην κουλτούρα μας. Ωστόσο, όπως μου εκμυστηρεύεται, ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά της είναι να βρεθεί κάποια στιγμή με κάποιους ανθρώπους και μαζί να γράψουν ένα μιούζικαλ με πολιτικό λόγο. Όμως, ακόμα και τη στιγμή που το λέει, ξέρει πόσο δύσκολο είναι να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα. Όχι γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο. Το αντίθετο μάλιστα. Ορισμένες από τις πιο πρόσφατες προσπάθειες που έχουν γίνει προς την κατεύθυνση του μιούζικαλ παραδέχεται πως είναι πολύ επιτυχημένες. Άλλο είναι το μεγάλο αγκάθι· ο απροσπέλαστος σκόπελος.
«Στην Ελλάδα δεν επενδύουμε όχι στο μιούζικαλ ή στην τέχνη, αλλά ούτε καν στην εκπαίδευση», εξηγεί και προσθέτει: «Κάθε φορά που πάει να ανθίσει ο πολιτισμός στην Ελλάδα, για κάποιον λόγο πέφτει πέλεκυς». Δεν είναι μόνο η δική της εμπειρία που την έχει οδηγήσει σε αυτό το συμπέρασμα. «Το βλέπω και από την κόρη μου δηλαδή. Τα σχολεία είναι ελλιπή εκπαιδευτήρια με γνώση τόσο στείρα, χωρίς κανένα πεδίο για πνευματική καλλιέργεια. Όσο περνάνε τα χρόνια, μέσα από τα σχολικά βιβλία εξαφανίζονται οι αναφορές στην τέχνη, στην παράδοσή μας. Γενικώς, δεν είναι πολύ ευοίωνο το τοπίο. Είναι πολύ λογικό, λοιπόν, να βλέπουμε εξάρσεις βίας σε δεκαεξάχρονα παιδιά. Όλα αυτά συν την τεχνολογία, η οποία έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, συμβάλλουν. Όταν ένα παιδί είναι κολλημένο σε μια οθόνη και δεν έχει άλλες προσλαμβάνουσες που θα το εξευγενίσουν, το νευρικό σύστημα κατευθύνεται προς δρόμους βίαιους».
Δράττομαι της ευκαιρίας και την ρωτώ πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να κρατήσει κανείς ένα παιδί – το παιδί του – μακριά από οθόνες σήμερα. Πριν προλάβω να ολοκληρώσω την ερώτηση, απαντά: «Είναι πάρα μα πάρα πολύ δύσκολο. Είναι αλλιώς πια το κοινωνικό πλαίσιο, είναι αλλιώς οι νέες γενιές, είναι άλλα τα ερεθίσματα. Όσο κι αν προσπαθείς να προφυλάξεις το παιδί σου και να δημιουργήσεις ένα διαφορετικό πλαίσιο, θα πάει στο σχολείο, θα δει τα άλλα παιδιά με τα τάμπλετ και τα κινητά στο χέρι. Θα του μιλήσουν για την Καρντάσιαν και όλη την υποκουλτούρα που διέπει την εποχή μας σήμερα».
Η μητρότητα, οι παραστάσεις στο θέατρο και τα γυρίσματα γεμίζουν και με το παραπάνω τις μέρες της. Και για την Άννα δεν τίθεται ζήτημα, πάντοτε το πιο σημαντικό ήταν το να έχει χρόνο για τους ανθρώπους που αγαπά, να το μπορεί να είναι παρούσα. Και έτσι όπως έφτασε η κουβέντα στον χρόνο, κοιτάζουμε την ώρα που έχει περάσει. Λίγο πριν φύγει κατευθείαν για παράσταση, την ρωτώ αν ετοιμάζει κάτι άλλο αυτόν τον καιρό. «Θέλω σιγά σιγά να βάλω στα σκαριά ένα μουσικό live που το συζητάμε εδώ και λίγο καιρό με τον Χάρη Μπότση, τον μουσικό της παράστασης. Ελπίζω να τα καταφέρω».
Ευχαριστούμε θερμά για την φιλοξενία το Upopa Epops.
Η παράσταση «Ελάτε να πιούμε έναν καφέ» ανεβαίνει κάθε Τετάρτη και Σάββατο στις 19:00, Παρασκευή και Κυριακή στις 21:15 στο θέατρο «Μικρός Κεραμεικός», σε σκηνοθεσία Νίκου Καρδώνη. Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.