Με 80 φωτογραφίες που εκτίθενται πλέον σε μία έκθεση που αποτελεί προσωπική κάθαρση και φόρο τιμής στους χαμένους προγόνους της στο Ολοκαύτωμα, η Ρενέ Ρεβάχ βουτάει στην άβυσσο ενός επίπονου ταξιδιού από τη Θεσσαλονίκη ως το Άουσβιτς-Μπίρκεναου και μοιράζεται αυτό το βίωμα με όλους εμάς. «Tehom» στην εβραϊκή βίβλο σημαίνει «άβυσσος», το αρχέγονο βάθος από όπου εκκινεί η αναγέννηση- δημιουργία του σύμπαντος και με αυτό τον τρόπο η φωτογράφος συστήνει στο κοινό τη διαδρομή που έκανε ακολουθώντας το μαρτυρικό ταξίδι των συγγενών της ως τα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας. Από αυτό την πορεία, η Ρενέ Ρεβάχ μας λέει ότι επέστρεψε αναβαπτισμένη, περιγράφοντας τη διαδρομή τη δική της, αλλά και των προγόνων της. Δύο διαδρομές που συμπορεύονται στην έκθεση «Renée Revah – TEHOM» σε επιμέλεια του Κωστή Αντωνιάδη, Ομότιμου Καθηγητή Φωτογραφίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, τις οποίες μπορούμε να ακολουθήσουμε στους χώρους του Μουσείου Μπενάκη (Πειραιώς 138).
Η ιστορία
Από τον Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του 1943, μεταφέρθηκαν από τη Θεσσαλονίκη 46.061 Εβραίοι στα στρατόπεδα, όπου, στην πλειοψηφία τους, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Μεταξύ των θυμάτων ήταν η προγιαγιά της Ρενέ Ρεβάχ, Σολ Βενέτσια, και τα παιδιά της Όλγα, Λίνα και Ισαάκ, καθώς και άλλοι συγγενείς. Μοναδικός επιζών ήταν ο παππούς της Αλβέρτος Ρεβάχ, ο οποίος είχε διαφύγει στην Αθήνα και μέχρι το τέλος του πολέμου τους περίμενε, προετοιμάζοντας την επιστροφή τους. Η Ρενέ Ρεβάχ δεν θα τον γνωρίσει ποτέ, όμως θα πραγματοποιήσει το ταξίδι που εκείνος δεν τόλμησε ποτέ να κάνει μέχρι τον θάνατό του. Σε κάθε βήμα της διαδρομής της η φωτογράφος μιλά στο πρώτο πρόσωπο, απευθύνεται νοερά στον παππού της, του στέλνει φωτογραφίες και μοιράζεται μαζί του τις σκέψεις και τα συναισθήματά της.
«Πρόκειται για μία ψυχική διαδρομή που ξεκίνησε από την παιδική μου ηλικία. Δεν ήταν τωρινή ανάγκη και επιθυμία να εργαστώ πάνω στο τραύμα που κληρονόμησα».
Με τα εγκαίνια της έκθεσης, το έργο σας παρουσιάζεται πλέον στο κοινό. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα και πόσο μακρινή υπήρξε η διαδρομή σας;
Πρόκειται για μία ψυχική διαδρομή που ξεκίνησε από την παιδική μου ηλικία. Δεν ήταν τωρινή ανάγκη και επιθυμία να εργαστώ πάνω στο τραύμα που κληρονόμησα. Το 2018 που άρχισα να το προσεγγίζω κυρίως από ψυχικής άποψης, μου φανέρωσε η μητέρα μου μία βαλίτσα από τα εναπομείναντα πράγματα της οικογένειας του παππού μου, τα οποία τα είχε πάρει ο ίδιος από τη Θεσσαλονίκη, όταν πήγε μετά τον πόλεμο για να τακτοποιήσει ζητήματα πρακτικά στο πατρικό του όπου έμεναν άλλοι άνθρωποι πια. Εκεί ζήτησε και πήρε κάποια λιγοστά πράγματα, μεταξύ των οποίων ήταν και μία βαλίτσα που είχε μέσα πράγματα των δικών του που χάθηκαν. Αυτή η βαλίτσα είχε μείνει σε ένα πατάρι, δεν είχαμε ασχοληθεί μαζί της. Μια μέρα με ρώτησε η μητέρα μου: «Θέλεις να τα πάρεις;». Κάπως έτσι ξεκίνησε να επιταχύνεται η ανάγκη μου να εργαστώ πάνω σε αυτό το τραύμα.
Επειδή αγαπώ το νερό και από μικρή κάνω ελεύθερη κατάδυση σε βάθος, επέλεξα ένα από τα υφάσματα της βαλίτσας για να το βυθίσω στα νερά μιας λίμνης. Παράλληλα έκανα και υποβρύχια πορτρέτα με τη φίλη μου Σταυριάνα Αστραδενή που συμμετέχει και στην έκθεση. Βυθίσαμε το ύφασμα δημιουργώντας μια εικόνα σαν να βρίσκεται ένα πλάσμα μέσα σε μια μήτρα μαζί με το ύφασμα. Ο στόχος, δηλαδή, ήταν να δημιουργήσω μια εικόνα που να μοιάζει σαν να βρίσκεται ένα έμβρυο μέσα σε μια μήτρα μαζί με το ύφασμα, σαν κάτι να μπορεί να αναγεννηθεί ξανά. Με αυτές τις εικόνες και πορτρέτα από τους συγγενείς δημιουργήσαμε με τον επιμελητή Κωστή Αντωνιάδη μία πρώτη μορφή Tehom (Άβυσσος) που πρωτοπαρουσίασε το 2019 στο Φεστιβάλ του Δίου τα υφάσματα που αιωρούνται με την ίδια μορφή σαν να βρίσκονται μέσα στη μήτρα.
Οπότε αυτή η αποκάλυψη ουσιαστικά των αντικειμένων των χαμένων συγγενών σας σάς παρακίνησε για το φωτογραφικό ταξίδι. Γεγονότα και μνήμες υπήρχαν στην οικογένεια για τον πόλεμο και τα χρόνια του Ολοκαυτώματος;
Μεγάλωσα με τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου Σοφίας, σύζυγο του παππού μου Αλβέρτου Ρεβάχ που πέθανε χωρίς να τον γνωρίσω εγώ, από την πλευρά του πατέρα μου. Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί και μου μετέφερε πολλές ιστορίες. Γνωρίστηκαν στον πόλεμο, συνέτρεχαν λόγοι επιβίωσης και έμειναν μαζί εδώ στην Αθήνα μέχρι που ο παππούς μου έφυγε από τη ζωή. Μετά η γιαγιά μου έμεινε μαζί μας, οπότε εκείνη μου μετέφερε αυτές τις ιστορίες. Αλλά εγώ είχα πάντοτε την ανάγκη να μαθαίνω. Ήμουν ένα παιδί που ζητούσε να γνωρίζει τι έχει συμβεί. Με ενδιέφερε αυτή η κληρονομιά από πολύ νωρίς.
Αυτή σας η ανάγκη για εξερεύνηση του παρελθόντος, σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη φωτογραφία; Υπό το πρίσμα ότι πρόκειται για μία τέχνη η οποία ασχολείται με την οπτική αποτύπωση και εξερεύνηση των γεγονότων και της μνήμης.
Η αλήθεια είναι ότι η τέχνη με ενδιέφερε από νωρίς, γι’ αυτό και σπούδασα θέατρο και πιο πριν έκανα άλλα πράγματα, προσπαθώντας να βρω έναν τρόπο να εκφράσω τα συναισθήματα που βιώνω. Πάντα η τέχνη φαινόταν για μένα ότι είναι ο δρόμος. Όταν συνάντησα τη φωτογραφία, κατάλαβα τη δυνατότητα που υπάρχει να επανασυστήνεται ο κόσμος μέσα από αυτήν.
Πότε ξεκινήσατε το φωτογραφικό σας ταξίδι προς το Άουσβιτς και ποια ήταν η αφετηρία του ταξιδιού;
Η αφετηρία ήταν η Θεσσαλονίκη και τα παλιά βαγόνια που είχαν χρησιμοποιηθεί στον πόλεμο, που βρίσκονται σε ένα σημείο του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού, ένα νεκροταφείο τρένων. Με βοήθησε πολύ τότε ο Γιάννης Μπουτάρης. Έχοντας μαζί μου τα υφάσματα που είχα επιλέξει από τη βαλίτσα των συγγενών μου, φωτογραφίες δικές τους και της γιαγιάς, πέρασα πολλές ώρες σε ένα βαγόνι. Το μεταμόρφωσα και χρησιμοποίησα έναν προτζέκτορα για να προβάλλω στον τοίχο του βαγονιού όλα τα πορτρέτα της οικογένειας. Ήταν μία συνταρακτική νύχτα, μοναχική με καταρρακτώδη βροχή και αέρα. Βίωσα φόβο και έντονα συναισθήματα αλλά δεν έφυγα από εκεί.
Στο Άουσβιτς ταξίδεψα δύο φορές το 2021 και το 2022 με ειδική άδεια. Είχα στείλει στο στρατόπεδο τα στοιχεία για την ιστορία της οικογένειας και την εργασία που επιθυμούσα να πραγματοποιήσω εκεί. Η αντιμετώπιση ήταν άριστη. Είμαι πολύ τυχερή γιατί είχα την άδεια να επισκεφθώ μέρη του στρατοπέδου που δεν είναι επισκέψιμα. Η επίσκεψη στο Άουσβιτς – Μπιρκενάου είναι πολύ έντονο βίωμα. Αν μπορώ να ξεχωρίσω πιο ιδιαίτερες στιγμές, αυτές είναι η παραμονή μου στο θάλαμο αερίων όπου ζήτησα να είμαι μόνη μου. Επίσης, η επίσκεψή μου στο Block 10 που είναι το μπλοκ των γυναικών όπου γίνονταν και ιατρικά πειράματα. Αυτό με συγκλόνισε. Αυτή τη στιγμή στο στρατόπεδο η φύση είναι ο μοναδικός μάρτυρας των εγκλημάτων εκεί. Μέσα από τη φύση βρήκα μια νέα πύλη για να μπορέσω να μεταφερθώ στο χρόνο.
Υπάρχει και το ποτάμι που πετούσαν τις στάχτες των ανθρώπων εκεί…
Στον Βιστούλα που περνάει δίπλα στο Μπίρκεναου μετέφεραν τις στάχτες. Υπάρχουν και μαρτυρίες ότι για μια στιγμή άλλαζε χρώμα το νερό, γινόταν θολό. Γι αυτό και έχω ένα βίντεο στην έκθεση που σχετίζεται με αυτό. Παρόμοια σκηνή υπάρχει και στην ταινία «Ζώνη ενδιαφέροντος». Στην ίδια περιοχή υπήρχαν και δύο λίμνες όπου στέλνονταν πολλές Ελληνίδες για ουτοπικές εργασίες, δηλαδή μόνο και μόνο για να τις εξοντώσουν. Υπάρχει λίμνη και μέσα στο Μπίρκεναου όπου πετούσαν τις στάχτες. Το υγρό στοιχείο είναι έντονο.
«Ο στόχος μου ήταν να επέλθει εσωτερικά μία θεραπεία στο τραύμα που κληρονόμησα. Ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων μου, να βρω την ησυχία μέσα μου».
Αναφερθήκατε και νωρίτερα στο νερό και στη βιωματική σχέση που έχετε μαζί του. Τι σημαίνει για εσάς το υγρό στοιχείο και πώς το έχετε εντάξει σε αυτή τη φωτογραφική διαδρομή;
Για μένα η κυρίως ιδιότητα του νερού είναι η διαδικασία της κάθαρσης. Έτσι ξεκίνησα να το εντάσσω στην εργασία. Θα δείτε μάλιστα ότι η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη καταλήγει στο νερό. Προσωπικά σε νεαρή ηλικία, όποτε ήθελα να συνδεθώ με τον εαυτό μου, βουτούσα στο νερό και κατέβαινα βαθιά. Κάποτε κατέβαινα μέχρι 28 μέτρα και καθόμουν όσο μπορούσα, για να βιώσω τη σιωπή του νερού. Και αυτός είναι ο τρόπος που βιώνω το νερό. Στην έκθεση το ύφασμα βυθίζεται μέσα σε μια άβυσσο. Δηλαδή χάνεται βαθιά μέσα σε ένα βυθό που μοιάζει να μην έχει αρχή και τέλος. Η επιθυμία μου είναι να μεταφέρω τη δυνατότητα που έχουμε οι άνθρωποι να βρεθούμε σε ένα σημείο μηδέν και από εκεί να κάνουμε επανεκκίνηση. Στην αρχή, στο πρώτο μέρος της έκθεσης βλέπουμε το ύφασμα που χάνεται στην άβυσσο και στο δεύτερο βλέπουμε πάλι μια μορφή, που μπορεί να είναι ο καθένας που μπλέκεται με το ύφασμα, να συμπλέει μαζί του, να τυλίγεται σε αυτό σαν μία τελετή εξαγνιστική με την οποία καταφέρνουμε, περικυκλωμένοι από το υγρό στοιχείο, να απεγκλωβιστούμε από το δικό μας φορτίο.
Αισθάνεστε ότι βγήκατε αναβαπτισμένη από την όλη εμπειρία;
Σίγουρα. Ο στόχος μου ήταν να επέλθει εσωτερικά μία θεραπεία στο τραύμα που κληρονόμησα. Ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων μου, να βρω την ησυχία μέσα μου.
Τι πρέπει να γνωρίζει κανείς για τον κατάλογο του λευκώματος πριν τον πάρει στα χέρια του;
Το λεύκωμα έγινε πριν τον σχεδιασμό της έκθεσης με τον κ. Αντωνιάδη και μετά γεννήθηκε η έκθεση. Ξεδιπλώνεται μια συγκεκριμένη αφήγηση και νοερή συνομιλία με τον παππού μου – στη διάρκεια του ταξιδιού μου στέλνω όσα βιώνω σε εκείνον. Έτσι έχει δομηθεί το λεύκωμα. Είναι δικά μου κείμενα, τα οποία υπάρχουν και στην έκθεση και δημιουργήθηκαν από κάποιες σημειώσεις που κρατούσα απευθυνόμενη σε εκείνον. Επιπλέον υπάρχουν δύο κείμενα του Κωστή Αντωνιάδη και του Γιώργου Βουζουλίδη που είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας με τίτλο «Είναι εδώ παρόντες». Θα ήθελα, επίσης, να σημειώσω ότι η συνεργασία μου με τον οίκο Καπόν ήταν άψογη.
«Δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε ένα τραύμα είτε αυτό είναι συλλογικό είτε προσωπικό, όταν το θάβουμε. Ο τρόπος για να αντιμετωπίσουμε μία επίπονη πραγματικότητα, είναι πρώτα απ’ όλα να τη φέρουμε στο φως».
Το ζήτημα του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης έχει αναδυθεί στην επιφάνεια τα τελευταία χρόνια, αποκαλύπτοντας μία πτυχή της ελληνικής ιστορίας που είχε θαφτεί. Πόσο σημαντική είναι η επαναπροσέγγιση της ιστορίας μας για τη συλλογική εθνική μας μνήμη;
Δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε ένα τραύμα είτε αυτό είναι συλλογικό είτε προσωπικό, όταν το θάβουμε. Ο τρόπος για να αντιμετωπίσουμε μία επίπονη πραγματικότητα, είναι πρώτα απ’ όλα να τη φέρουμε στο φως. Ο μόνος δρόμος είναι να μπορέσουμε να βιώσουμε σε όλο του το μεγαλείο τον πόνο και μετά να τον μετασχηματίσουμε. Είναι πολύ σημαντικό για το συλλογικό τραύμα, για το οποίο μιλάμε εδώ, οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτή την πονεμένη ιστορία, ακόμα και να έρθουν αντιμέτωποι με τις ευθύνες τους. Εμείς δημιουργούμε την πραγματικότητα, έχουμε συνυπευθυνότητα για οτιδήποτε συμβαίνει δίπλα μας.
Επιστρέφω στην ταινία «Ζώνη ενδιαφέροντος», γιατί δείχνει πώς σαν άνθρωποι έχουμε τη δική μας «ζώνη ενδιαφέροντος», ασχολούμαστε με τα του σπιτιού μας ενώ ακριβώς δίπλα μας μπορεί να συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο, βίαιο. Αλλά δεν το κοιτάζουμε, δεν θέλουμε να το βλέπουμε. Δεν υπάρχει όμως άλλος τρόπος να παρέμβουμε και να μετασχηματίσουμε κάτι παρά μόνο αν το δούμε. Πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό το κομμάτι του τραύματος μέσα μας για να μπούμε σε μια διαδικασία ουσιαστικής θεραπείας. Τότε θα αρχίσουμε να βλέπουμε σημαντικές αλλαγές στη ζωή μας και γύρω μας.
INFO Renée Revah – TEHOM, Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138), Διάρκεια έκθεσης: 15.02.2024 – 19.05.2024
Την έκθεση συνοδεύει ομότιτλη έκδοση, Renée Revah TEHOM (εκδόσεις ΚΑΠΟΝ)