Λίγο πριν βρεθεί στη λαμπερή απονομή των 77ων βραβείων Bafta την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου, στο Royal Festival Hall του Λονδίνου, ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης παραδέχεται πως δεν έχει απολέσει το στοιχείο του ενθουσιασμού και της παιδικής έκπληξης, παρά τα 11 χρόνια διαδρομής που μετράει ως παραγωγός με την εταιρεία του Heretic και συνοδοιπόρο τον συνεργάτη του Γιώργο Καρναβά, μαζί με τον οποίο δύο χρόνια πριν μοιράστηκαν τη χαρά της κορυφαίας διάκρισης του Χρυσού Φοίνικα των Καννών για το «Τρίγωνο της Θλίψης» του Ρούμπεν Έστλουντ. Κι αν ο Χρυσός Φοίνικας ήταν η επιβράβευση μίας κοπιώδους προσπάθειας μέσα στην πανδημία – η βραβευμένη ταινία γυρίστηκε στην Ελλάδα μέσα στην πανδημία όταν η κινηματογραφική παραγωγή κρατούσε την ανάσα της στην κυριολεξία για το μέλλον του σινεμά – το βραβείο Eurimages Co-production Award που απονεμήθηκε στη Heretic το 2018 από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου επιβεβαίωσε από νωρίς την ευοίωνη διαδρομή δύο επαγγελματιών του σινεμά που ορθώνουν ισότιμα ανάστημα με τους συναδέλφους τους στο διεθνές τερέν.
Σήμερα ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης διεκδικεί το βραβείο Καλύτερης Βρετανικής Ταινίας για το γυρισμένο στα Μάλια της Κρήτης νεανικό δράμα «How To Have Sex» της Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ (μπορείτε να το δείτε στη συνδρομητική πλατφόρμα του Cinobo). Η ταινία διεκδικεί ακόμη, τα βραβεία Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σεναριογράφου, Σκηνοθέτη και Παραγωγού (υποψήφια είναι η Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ) και Καλύτερου Κάστινγκ (Ιζαμπέλα Οντοφιν). Απέναντι από τον έλληνα παραγωγό, υποψήφιος για το ίδιο βραβείο και ο διεθνής μας Γιώργος Λάνθιμος του Poor Things. Αλήθεια, πώς νιώθει ένας έλληνας της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής στα Bafta και ποια είναι η χρυσή συνταγή της επιτυχίας; Ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης εξηγεί πως «θέλει χρόνο και κόπο να πείσεις τον κόσμο ότι είσαι ισάξιος παίχτης με όλους τους άλλους εκεί έξω.»
Μετά τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 2022 για το «Τρίγωνο της Θλίψης» του Ρούμπεν Έστλουντ που γυρίστηκε στην Ελλάδα με τη σφραγίδα της Heretic στην παραγωγή, βρίσκεσαι φέτος υποψήφιος με το γυρισμένο στην Κρήτη, «How to Have Sex», για το βραβείο BAFTA Καλύτερης Βρετανικής Ταινίας. Τι σημαίνει αυτή η διάκριση για εσένα προσωπικά και τι για την Heretic, που αν μετράω σωστά, φέτος κλείνει 11 χρόνια διαδρομής στην παραγωγή ταινιών.
Είναι σχεδόν αφελές αλλά αν με ρωτούσε κανείς, όταν ξεκινούσα αυτή την περιπέτεια, αν θα φανταζόμουν ότι σε έντεκα χρόνια από τώρα θα είχαν συμβεί όλα αυτά, θα απαντούσα «είσαι τρελός!» Φυσικά, τώρα, αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μια επιστέγαση σκληρής δουλειάς κι αφοσίωσης σε προσωπικές αξίες, όπως οι τίμιες ανθρώπινες σχέσεις κι η πίστη στο αισθητικό μου κριτήριο. Ωστόσο, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι αυτό της παιδικής έκπληξης ενός ανθρώπου που προσπαθεί ακόμα να πιστέψει αυτό που συμβαίνει.
«Μπορούμε κι εμείς ως Έλληνες κινηματογραφιστές να μιλάμε την ίδια γλώσσα και να παίζουμε ισάξια στο ίδιο γήπεδο με όλους τους άλλους…»
Στη μεγάλη βραδιά των BAFTA θα βρεθείς συνυποψήφιος στην ίδια κατηγορία με το Γιώργο Λάνθιμο που υπογράφει ως σκηνοθέτης μια μεγάλη επιτυχία της σεζόν, το «Poor Things». Στην ίδια τελετή απονομής θα παρευρίσκεται και ο έλληνας μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης ως υποψήφιος στην κατηγορία καλύτερου μοντάζ για το Poor Things. Με άλλα λόγια, ένας παραγωγός, ένας σκηνοθέτης και ένας μοντέρ διεκδικούν με αξιώσεις ο καθένας από τη θέση του στον διεθνή εργασιακό χώρο της κινηματογραφικής βιομηχανίας ένα βραβείο στα «αγγλικά Όσκαρ». Τι σηματοδοτεί αυτή η τριπλή ελληνική παρουσία σε έναν θεσμό με σημαντικό διεθνές έρεισμα, όπως είναι τα BAFTA, για τους έλληνες επαγγελματίες του σινεμά;
«Το χρωστάμε στον Γιώργο Λάνθιμο και στην ομάδα του ότι τελικά, όντως, τίποτα δεν μας κράτησε πίσω. Οπότε για μένα σημαίνει πρωτίστως ευγνωμοσύνη. Και, φυσικά, αμέσως μετά, χαρά κι υπερηφάνεια.»
Θα απαντήσω με μια προσωπική εξομολόγηση. Όταν ο «Κυνόδοντας» έκανε την πρεμιέρα του το 2009 στις Κάννες, βρισκόμουν ανάμεσα στους θεατές στη Salle Debussy και θυμάμαι να νοιώθω κάτι το πρωτόγνωρο. Ήταν η ξαφνική κι ολοκάθαρη συνειδητοποίηση ότι μπορούμε κι εμείς ως Έλληνες κινηματογραφιστές να μιλάμε την ίδια γλώσσα και να παίζουμε ισάξια στο ίδιο γήπεδο με όλους τους άλλους… Ότι δεν μας κρατάει τίποτα πίσω… 11 χρόνια μετά, η δική μας ταινία, το «How to Have Sex» βρέθηκε στην ίδια αίθουσα των Καννών, κέρδισε το ίδιο βραβείο με τον «Κυνόδοντα» και τώρα είμαστε συνυποψήφιοι στα βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας, ενώ το Poor Things πάει τρέχοντας για τα Όσκαρ (κι εύχομαι να το πάρει!). Το χρωστάμε στον Γιώργο Λάνθιμο και στην ομάδα του ότι τελικά, όντως, τίποτα δεν μας κράτησε πίσω. Οπότε για μένα σημαίνει πρωτίστως ευγνωμοσύνη. Και, φυσικά, αμέσως μετά, χαρά κι υπερηφάνεια.
«Θέλει χρόνο και κόπο να πείσεις τον κόσμο ότι είσαι ισάξιος παίχτης με όλους τους άλλους εκεί έξω.»
Κοιτώντας πίσω στη διαδρομή σου ως παραγωγός, ποια θα έλεγες ότι ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που είχες να αντιμετωπίσεις ως σήμερα; Και σε συνέχεια αυτής της απάντησης, ποια είναι η κατάσταση στην οποία καλούνται οι Έλληνες παραγωγοί να εργαστούν σήμερα, να προχωρήσουν τα πρότζεκτ που αναλαμβάνουν; Έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες στο πεδίο της αγοράς;
Νομίζω ότι η απάντηση εδώ σχετίζεται με την προηγούμενη ερώτηση. Δηλαδή, θέλει χρόνο και κόπο να πείσεις τον κόσμο ότι είσαι ισάξιος παίχτης με όλους τους άλλους εκεί έξω. Εγώ μπορεί πάντα να το αισθανόμουν αλλά εγώ μπορεί επίσης να είμαι τρελός ή ψώνιο – δεν είναι αυταπόδεικτο ότι θα σε αποδεχτούν και οι άλλοι έτσι. Οπότε θέλει πολλή δουλειά (ειδικά όταν η καριέρα σου συντονίζεται χρονικά με την οικονομική κρίση, μιλάμε για καταπληκτικό timing!) για να αποδείξεις στον κόσμο ότι δεν είσαι ελέφαντας. Ταυτόχρονα, ως Έλληνες επαγγελματίες είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε σε δυο ταχύτητες. Από τη μια τα Bafta, που λέει ο λόγος, κι από την άλλη ένα αφερέγγυο κράτος που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σου τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια, είτε εξαιτίας των γνωστών παθογενειών του είτε γιατί διαχρονικά -και διακομματικά- το ενδιαφέρον για τη δημιουργική κοινότητα περιορίζεται είτε στο «κοσμικό» του θέματος, είτε στο απολύτως απαραίτητο. Αυτή η πρόκληση παραμένει σταθερή και πρέπει να μάθεις να ζεις μαζί της γιατί αλλιώς θα το χάσεις το παιχνίδι. Ξέρεις απλά ότι για κάποιους εκεί έξω θα παραμένεις πάντα ελέφαντας.
«Η παραγωγή είναι λίγο σαν τον χορό. Μπορεί να ξέρεις τα βήματα αλλά κάθε φορά πρέπει να συντονιστείς με το ρυθμό της μουσικής, με τον παρτενέρ σου και με τον χώρο στον οποίο βρίσκεσαι.»
Μετρώντας τις διακρίσεις του του «How to Have Sex» από το βραβείο του «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο Φεστιβάλ Καννών μέχρι σήμερα, ποια θα έλεγες ότι ήταν τα χαρακτηριστικά που διέκρινες στο σενάριο του που σε έπεισαν ότι άξιζε τον κόπο να αναλάβεις την παραγωγή του; Υπάρχει κάποιο χρυσό εγχειρίδιο επιτυχημένων παραγωγών;
Δεν υπάρχει κανένα εγχειρίδιο! Η παραγωγή είναι λίγο σαν τον χορό. Μπορεί να ξέρεις τα βήματα αλλά κάθε φορά πρέπει να συντονιστείς με το ρυθμό της μουσικής, με τον παρτενέρ σου και με τον χώρο στον οποίο βρίσκεσαι… Είναι μια διαρκής διαπραγμάτευση ανάμεσα στη γνώση και την εμπειρία, από τη μία, και το ένστικτο και το άγνωστο, από την άλλη. Προσωπικά αισθάνομαι ότι, πέρα από όλες τις πληροφορίες που έχω συλλέξει, τις επαφές που έχω δημιουργήσει και την εμπειρία που έχω αποκτήσει, η μόνη πραγματική πυξίδα που διαθέτω είναι το προσωπικό μου γούστο και η επαφή μου με τους ανθρώπους που υποδεικνύει αν θέλω να αναλάβω το τάδε πρότζεκτ ή δουλέψω με τους δείνα συνεργάτες.
Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει η ταινία, κατά τη γνώμη σου, η οποία θίγει ένα φλέγον ζήτημα, το οποίο συζητείται ποικιλοτρόπως στην ελληνική δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια, το θέμα της συναίνεσης στο σεξ.
Με αιχμή του δόρατος τα δυσδιάκριτα όρια της συναίνεσης στο σεξ, η ταινία αγγίζει προσεκτικά όλα τα λεπτά σημεία στα οποία η ζωή μπορεί να μας αφήσει μετέωρους. Η στιγμή αυτή στο club που δεν ξέρεις αν περνάς καλά ή όχι, η φιλία αυτή που δεν ξέρεις αν σου κάνει καλό ή όχι, το ποτό αυτό που δεν ξέρεις αν θες να πιείς ή όχι και, φυσικά, το σεξ, που δεν ξέρεις αν το θες έτσι ή όχι. Η ταινία ολόκληρη κινείται σε αυτές τις γκρίζες περιοχές που μπορεί να μας μπερδέψουν, να μας κάνουν να χαθούμε, ενδεχομένως να πονέσουμε και να τραυματιστούμε. Καταφέρνει όμως να οδηγήσει με ευαισθησία κι αγάπη την πρωταγωνίστρια στο πραγματικό της θέλω. Όλοι μας, ανεξαρτήτως φύλλου ή ηλικίας μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτό κι αυτό είναι ένα σπουδαίο κατόρθωμα της ταινίας.