Στις 16 Φεβρουαρίου 1907 γεννιέται ο Άγγελος Τερζάκης, σπουδαία προσωπικότητα των γραμμάτων και συνεργάτης του «ΒΗΜΑΤΟΣ».
Την επομένη του θανάτου του (6.8.1979), ο Γεώργιος Ρούσσος γράφει για τον Τερζάκη στα «ΝΕΑ»:
«Θα θέλαμε μέσα στο μέγα εγκώμιο που ανήκει στον Άγγελο Τερζάκη, για ολόκληρη την πολύπλευρη, πολύμοχθη και πολυδύναμη προσφορά του (μυθιστόρημα, θέατρο, δοκίμιο, μελέτη, διδαχή κλπ.) να εξάρουμε εντελώς ιδιαίτερα, αυτό που σχεδόν παραλείφθηκε από την χορεία των μεταθανάτιων εγκωμιαστών του: τη γονιμότατη συμβολή του στο χώρο και της θεατρικής κριτικής, που την ανέβασε σε ύψος απαράμιλλο – απ’ όλες τις απόψεις.
»Αν εξαιρέσουμε τον άλλο ασύγκριτο κριτικό του νεοελληνικού πνεύματος, τον Κύριο Κ. Θ. Δημαρά, δεν ξέρουμε άλλον σύγχρονο που να άσκησε το καίριο αυτό λειτούργημα με τόσο βαθιά γνώση και τόσο ανώτατο ήθος, όσο ο Τερζάκης: τα κριτικά άρθρα του, στο “Bήμα” ιδίως, για χρόνια ολόκληρα ήταν και παραμένουν υποδείγματα – και παραδείγματα – αξεπέραστα.
»Μιλούσε για έργα, για ηθοποιΐα, για σκηνοθεσία, με σοφία βαθιά, με εμπειρία πλούσια αλλά και με πόση αντικειμενικότητα, και ευγένεια, και ανθρωπιά, θα λέγαμε.
(…)
»Στο νεοελληνικό Θέατρο, στο Μυθιστόρημα, στη Δοκιμιογραφία κρατά ο διανοούμενος που έφυγε μια από τις πιο κορυφαίες θέσεις. Αλλά και η μεγάλη προσφορά του στον τομέα της Κριτικής, ιδιαίτερα της θεατρικής, είναι, για μας, ισάξια με το όλο δημιουργικό του Έργο. Γιατί ήταν, πρώτα απ’ όλα, υψηλό δείγμα Συνείδησης και Ευθύνης».
«Ημερολόγιο από το Μέτωπο»
Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του, λίγο πριν περάσουμε από τον 20ο στον 21ο αιώνα, ανακαλύφθηκε το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη, «Ημερολόγιο από το Μέτωπο». «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 24 Οκτωβρίου 1999 προδημοσίευσε αποσπάσματά του.
‘Όπως γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ», «το σημειωματάριο το ανακάλυψε σε ένα συρτάρι στο διαμέρισμα του Τερζάκη (στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου) η εγγονή του Λουίζα Τερζάκη.
»Περιέχει αποσπάσματα από ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις που κρατούσε ο Αγγελος Τερζάκης στο πολεμικό μέτωπο (γραμμένες με μολύβι) και, εν συνεχεία, κατά τη διάρκεια της κατοχής και της απελευθέρωσης, οπότε και διακόπτεται απότομα στις 3 Δεκεμβρίου 1944 (γραμμένες με μελάνι στο ίδιο σημειωματάριο και ως συνέχεια των σημειώσεων από το μέτωπο).
16.4.41
(σ.σ. Λίγες ημέρες πριν την τριπλή κατοχή)
Προχτές είχε έρθει ο Κατράκης [;;]. Φάγαμε το μεσημέρι μαζί, κι ο Προκοπίου. Τ’ απομεσήμερο καθόμαστε οι δυο μας στο πεζούλι της εξώπορτας της Δ.Π. [Διεύθυνση Πυροβολικού] και κουβεντιάζουμε. Προσπαθώ να τον τονώσω. Συγκινούμεθα για την Ελλάδα.
Μιλώντας μου για τον πόλεμο κάνει, χωρίς βέβαια να το ξέρει, μια σελίδα μεγάλου συγγραφέα.
Σ’ αυτόν τον πόλεμο [βράζει], μου λέει, με την αγωνία της όλη η Φύση. Βλέπεις τα πουλιά που κάθονταν ήσυχα στα δέντρα, τις σαύρες που λιάζονταν και ξάφνου [μια] πόρτα, ένα βλέμμα, αναταράζονται, τρομάζουν. Τα πουλιά, γεράκια, αητοί, φτερουγίζουν και χτυπούν φεύγοντας τρομαγμένα τον αέρα με τα μεγάλα τους φτερά.
Φαίνεται πως διατάχθηκε γενική υποχώρηση. Το είπε ο Μαυρογιάννης από το τηλέφωνο στον Ποντίκα. «Επτά της νυκτός».
Το πρωί μάθαμε πως το μέτωπο ευθυγραμμίστηκε. Υποχώρησε «με μεγάλη επιδεξιότητα» το Γ’ Σώμα. Το Βερολίνο χτες το βράδι ανήγγειλε κατάληψη της Πτολεμαΐδας, της Κοζάνης και της Κορυτσάς.
Ο Μαυρογιάννης λέει στο Δεττοράκη από το τηλέφωνο: «Οχι, γενική θα είναι». (Η υποχώρηση φυσικά.)
Χτες λιακάδα και ζέστη. Σήμερα βροχή πάλι, μονότονη, και ψύχρα.
Χτες σημείωσε ζωηρή δράση η εχθρική αεροπορία. Βομβάρδισαν το Κοράτζι.
Η διαταγή της γενικής υποχώρησης δόθηκε.
Μεγάλη Εβδομάδα για την Ελλάδα.
Στο νου μου στριφογυρίζει επίμονα ο μονόλογος του Οθέλλου:
Εχε γεια, ασκέρι φτεροστόλιστο!..
Καίω τα επιστολόχαρτα του Βασιλικού Θεάτρου, δυο τεύχη της «Νέας Εστίας» για να μην τα βρουν οι Ιταλοί.
Ατμοσφαίρα ενός σπιτιού υπό μετακόμιση.
Πληροφορίες πως ετοιμάζονται αποβάσεις στα παράλια της Ηπείρου.
Τα παιδιά κλαίνε. Εκνευρισμός. Τους επιβάλλουμε σιωπή. Ολοι μιλούνε χαμηλόφωνα, όπως στον προθάλαμο αρρώστου.
Στα τελευταία μου χαρτιά, που καίγονται («Νέα Εστία»), ένας τίτλος ποιήματος:
Πίνδος. Αντιστέκεται λίγο, μαυρίζει, οι φλόγες την κυρίεψαν, χάθηκε.
Ωρα 7 μ.μ. Καθώς πάω στο δωμάτιό μου να πάρω την καραβάνα μου για φαΐ ακούω κρότο τρακτέρ στο δρόμο. Κοιτάζω. Πυροβολαρχία που υποχωρεί.
Η πόρτα μου ανοίγει. Μπαίνει ο γερο-σπιτονοικοκύρης, ζυγώνει στ’ άλλο παράθυρο και, σκυφτός, κοιτάζει κι αυτός.
Τ’ είν’ αυτό; μου λέει.
Δεν ξέρω, του απαντώ.
Είναι κι’ άλλος στρατός, πολύς, που έρχεται ξοπίσω.
Πού;
Ελα ‘δώ.
Με βγάζει στο χαγιάτι και κοιτάζω. Η υποχώρηση αρχίζει. Πυροβολαρχίες κατεβαίνουν, τρακτέρ, άλογα, πεζοί.
Είναι κι άλλοι δυο στο χαγιάτι, η σπιτονοικοκυρά κι ένας ξένος. Η γυναίκα με κοιτάζει αμίλητη, σα με βουβή μομφή. Νιώθω τον εαυτό μου ντροπιασμένο που κάνω τον κουτό. Μασώντας τα λόγια μου γυρίζω πίσω, παίρνω την καραβάνα και φεύγω.
Στις βρύσες του χωριού, κάμποσοι ντόπιοι στέκονται κάτω από τη βροχή και κοιτάζουνε βουβοί την ελληνική υποχώρηση.
Τα στήθια φουσκώνουν από βαθύτατο στεναγμό: Αχ, Ελλάδα, κακόμοιρη Ελλάδα…
Ενα μπουλούκι νέοι βγαίνουν από την πόρτα του στρατηγείου. Τρεις άλλοι ήρθανε στη Δ.Π. ζητώντας αυτοκίνητο. Ολοι θέλουνε ν’ ακολουθήσουν τον ελληνικό στρατό. Τ’ αντικρυνά του γραφείου κορίτσια κλαίνε.
Αιώνια ελληνική προσφυγιά!
Ο Προκοπίου μούπε πως θα φύγουμε τα μεσάνυχτα.
Βρέχει, βρέχει, βρέχει. Ο κάμπος είναι θολός, πνιγμένος στην καταχνιά της βροχής.
Κι ο θρήνος του χαρτιού φουντώνει. Οι γυναίκες, στην αυλή, φωνάζουν. «Να φύγουμε, να πάμε μαζί τους, να πεθάνουμε στα χέρια τους», λέει η μια. Μια άλλη, σε μένα.
Καλησπέρα, μαύρη καλησπέρα.
Ο Θεός είναι μεγάλος, της λέω.
Ο Θεός είναι φευγάτος.
1.10.44
(σ.σ. Λίγες ημέρες πριν την απελευθέρωση)
Η ζωή έγινε αφόρητη. Από το πρωί σήμερα, Κυριακή, σ’ όλα τα σημεία της Αθήνας γίνονται μάχες. Θεωρητικά, η ώρα κυκλοφορίας είναι ως τις 6 μ.μ. Ουσιαστικά όμως αναγκάζεσαι να περιοριστείς πολύ νωρίτερα, σχεδόν από το πρωί. Το να πας από δω (Βάθη) στην οδόν Πιπίνου π.χ. έχει γίνει παράτολμη περιπέτεια. Κάθε που βγαίνουμε από το σπίτι αποχαιρετιόμαστε, μισο-αστεία μισο-σοβαρά. Δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω. Από τις 11 σήμερα μαζεύτηκα στο σπίτι. Η μάχη είχε αρχίσει περί την Ομόνοια από το πρωί νωρίς. Τ’ απόγεμα είτανε μέτωπο κανονικό, εν δράσει. Το βράδι καιγόταν ο τόπος. Επαναληπτικά, περίστροφα, πολυβόλα, όλμοι… Αρχισε και να μπουμπουνίζει, πέσανε κάνα-δυο κεραυνοί, κι έτσι η ατμοσφαίρα της φρίκης κορυφώθηκε.
Ολάκερη τη μέρα έβρεχε, έπαυε, ξανάβρεχε.
Τώρα είναι 11 η ώρα της νύχτας κι έξω ακούγονται αδιάκοποι σχεδόν πυροβολισμοί, περίστροφα, όπλα, χειροβομβίδες. Μοιάζουνε κοντά, στου Μπουραντά, γωνία Αβέρωφ και Αχαρνών. Μα κι αλλού, γύρω, παντού.
Κι η απελευθέρωση δεν έρχεται. Πικρή απογοήτευση κι εκνευρισμός του κόσμου. Ο λόγος του Τσώρτσιλ φάνηκε απαισιόδοξος. «Και μερικοί μήνες του 45»… Ο Παπανδρέου όμως, στο δικό του λόγο, φάνηκε αισιοδοξότερος για μας: «Η τελευταία φορά που μιλώ από έδαφος ξένο». Ο Γιώργος ο Καρύδης έρχεται τ’ απόγεμα, την ώρα που ζωγραφίζω σκηνικά για το κουκλοθέατρο, και μου το λέει. Το είχα ξανακούσει, μα δεν το πολυπίστευα. Η βεβαίωση από τον Καρύδη με χαροποιεί.
Ο Μιμάκος δυσκολεύεται να κοιμηθεί ο καϋμενούλης. Ακούει τους πυροβολισμούς από το κρεββατάκι του κι ανησυχεί. «Τ’ είναι, μπαμπά;». Και στη μαμά του: «Ρίχνουν, Φαβιέρου»… Τι χρωστάνε τα δόλια τα παιδάκια;
Ωστόσο η αξία της ανθρώπινης ζωής ξέπεσε στο ελάχιστο. Κάθε τόσο ακούγονται σκοτωμοί, κι η αίσθηση είναι ελάχιστη, σχεδόν από συνήθεια.
Σήμερα το πράμα παραφούντωσε όμως. Ποτέ δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο κακό. Από μέρα σε μέρα, σταθερά, χειροτερεύει. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Αύριο πρωί έχω Συμβούλιο και το συλλογίζομαι πως θα χρειαστεί να διαπλεύσω το κέντρο της Αθήνας…
11.15. Εξω γίνεται πάλι μάχη. Πώς θα κοιμηθούμε, έχοντας εκτεθειμένα τα κεφάλια μας, πίσω από παράθυρα ισογείου;
Τα τρόφιμα όλα, τρεις-τέσσερις μέρες τώρα, τα έχουνε κρύψει. Ενα τσιγάρο 50.000.000.