«Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει». Η ρήση αυτή, αν και πέρα για πέρα ελληνική, θα ταίριαζε γάντι στην αείμνηστη και επί έξι δεκαετίες βασίλισσα της γυναικείας υψηλής ραπτικής Coco Chanel. Η γυναίκα που μαχόταν για τη γυναικεία χειραφέτηση μέσα από τη μόδα, ήταν επίσης διάσημη και για τις πικρόχολες ατάκες της με παραλήπτες συνήθως άλλους σχεδιαστές της εποχής.
Elsa Schiaparelli, Paul Poiret, Cristóbal Balenciaga: όλοι τους είχαν βρεθεί στο στόχαστρο της Chanel. Για κανέναν όμως δεν έσταξε τόσο φαρμάκι η γλώσσα της ποτέ όσο για τον Christian Dior, ο οποίος προσγειώθηκε στην παρισινή σκηνή το 1947 σαν ολόλαμπρος μετεωρίτης και μεταμόρφωσε την γκαρνταρόμπα της σύγχρονης γυναίκας σχεδόν εν μία νυκτί. Αυτό δεν άρεσε ιδιαίτερα στην εξόριστη τότε Chanel. Η μεταξύ τους κόντρα, την οποία μάλλον τροφοδοτούσε μονομερώς η μία μόνο πλευρά, βρίσκεται στο επίκεντρο της νέας εντυπωσιακής σειράς «The New Look» του Apple TV.
Chanel εναντίον Dior
Κατά βάθος, η κόντρα του Dior και της Chanel αφορούσε πολύ περισσότερα από την υψηλή ραπτική και λίγο πολύ συνόψιζε το zeitgeist εκείνης της εποχής. Τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και εκείνα που ακολούθησαν ήταν αρκετά ζοφερά, ιδίως για τη Γαλλία. Η χώρα είχε αποτελέσει ένα από τα κύρια πεδία των μαχών και είχε καταληφθεί σε μεγάλο βαθμό από τους Ναζί – γεγονός που είχε πλήξει σοβαρά το ηθικό των Γάλλων.
Τα ρούχα της Coco Chanel ήταν πραγματιστικά, ευέλικτα, ανδρόγυνα· σχεδιασμένα έτσι ώστε να ανταποκρίνονται σε έναν ρεαλιστικό τρόπο ζωής που προωθούσε την γυναικεία ενδυνάμωση.
Πριν ακόμα κι από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Coco Chanel είχε φέρει την απόλυτη επανάσταση στη γυναικεία μόδα, αντλώντας έμπνευση από την λειτουργικότητα και την ευελιξία που χαρακτήριζε την ανδρική γκαρνταρόμπα. Η Chanel έσπασε το τυπικό στυλ της υψηλής ραπτικής. Τα ρούχα της ήταν πραγματιστικά, ευέλικτα, ανδρόγυνα· σχεδιασμένα έτσι ώστε να ανταποκρίνονται σε έναν ρεαλιστικό τρόπο ζωής που προωθούσε την γυναικεία ενδυνάμωση.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όμως, για τις περισσότερες γυναίκες η μόδα κατέστη μια αδιανόητη πολυτέλεια. Μόνο οι σύζυγοι και οι ερωμένες των Ναζί και των υποστηρικτών τους είχαν την άνεση να αγοράζουν κομψά καινούργια ρούχα. Μετά από χρόνια λιτότητας, κι αφού ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε λήξει, ο Dior ήρθε για να ικανοποιήσει μια λανθάνουσα επιθυμία για πολυτέλεια.
Το απόλυτο νέο look
Το 1946, ο Dior, τον οποίο υποδύεται στη σειρά ο Ben Mendelsohn, δημιούργησε τον δικό του οίκο μόδας. Τον Φεβρουάριο του 1947 παρουσίασε την πρώτη του συλλογή που σηματοδότησε μια ενδυματολογική επανεφεύρεση της σύγχρονης γυναίκας της δεκαετίας του 1950. Με την εμβληματική του «Ligne Corolle», όπως ο ίδιος την είχε ονομάσει, ο Dior έδωσε έμφαση στη γυναικεία σιλουέτα. Οι δημιουργίες του αποθεώθηκαν ως «το απόλυτο νέο look», ενώ η τότε αρχισυντάκτρια του Harper’s Bazaar Carmel Snow, την οποία υποδύεται στη σειρά η Glenn Close, χαρακτήρισε την συλλογή του Dior «πραγματικά επαναστατική».
Μπορεί ο Dior με την πρώτη του εκείνη συλλογή να κέρδισε τον θαυμασμό ολόκληρου του κόσμου της μόδας, αλλά από την Coco Chanel εισέπραξε μόνο ειρωνεία. «Ο Dior δεν ντύνει τις γυναίκες, τις ταπετσάρει», ακούγεται να λέει η μεγάλη κυρία της γαλλικής μόδας στο πρώτο επεισόδιο της σειράς. Η Coco Chanel, την οποία υποδύεται η Juliette Binoche, μιλούσε συχνά υποτιμητικά για το έργο του, φτάνοντας στο σημείο να αποκαλέσει κάποτε μία γυναίκα που φορούσε μία δημιουργία του «παλιά πολυθρόνα».
Παράδοση εναντίον νεωτερικότητας
Η κόντρα Dior-Chanel κορυφώθηκε όταν εκείνη επέστρεψε στο Παρίσι από την εξορία της στην Ελβετία το 1954. Το νέο look του Dior συνέχισε να γοητεύει το κοινό, ενώ τα σχέδια της Chanel διατήρησαν την απήχησή τους μεταξύ των γυναικών που αναζητούσαν διακριτική κομψότητα και ευελιξία.
Η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο σχεδιαστών είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τα αντικρουόμενα οράματά τους για το μέλλον της γυναικείας μόδας. Ο Dior αντιπροσώπευε την επιστροφή στην παράδοση και τον ρομαντισμό, ενώ η Chanel ενσάρκωνε τη νεωτερικότητα και την πρακτικότητα.
Η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο σχεδιαστών είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τα αντικρουόμενα οράματά τους για το μέλλον της γυναικείας μόδας.
Εμπνευσμένες από την Belle Epoque, οι δημιουργίες του Dior δεν αποτελούσαν σαφώς τα πιο άνετα ρούχα για να φορέσει μια γυναίκα. Αρκεί να πούμε πως κάποια από τα βραδινά του φορέματα ζύγιζαν έως και 60 κιλά. Αλλά η ικανότητα τους να εξάπτουν τη φαντασία ανέδειξε τον Dior σε κορυφαίο σχεδιαστή.
Η Chanel, φυσικά, δεν δίσταζε να εκφράζει την αποδοκιμασία της με κάθε ευκαιρία. Κατηγορούσε τον Dior ότι οδηγούσε τις γυναίκες πίσω στα ιδανικά της θηλυκότητας του 19ου αιώνα, την εποχή που βασίλευε η αντίληψη ότι οι γυναίκες ήταν αντικείμενα θαυμασμού.
Πέρα από τη μόδα
Ο Christian Dior εισήλθε στον κόσμο της μόδας και δημιούργησε τον δικό του οίκο σε ηλικία 42 ετών. Ήταν ήδη ταγμένος στις τέχνες από πολύ νεαρή ηλικία, αλλά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος απαιτούσε από όλους να θυσιάσουν κάτι. Υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό κατά των Ναζί. Αλλά, το 1942, επέστρεψε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε στον οίκο μόδας του Lucien Lelong. Ήταν μια περίεργη εποχή, γιατί ο Lelong, όπως και αμέτρητοι άλλοι, έπρεπε να ντύνουν τις συζύγους πλήθους ναζιστών αξιωματικών κατά τη διάρκεια της κατοχής του Παρισιού. Πέρα από αυτό, όμως, ο Dior στάθηκε πάντα στην σωστή πλευρά της ιστορίας.
Όχι μόνο υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό, αλλά η οικογένειά του συμμετείχε επίσης στη γαλλική Αντίσταση. Συγκεκριμένα, η αδελφή του, Catherine Dior, την οποία υποδύεται στη σειρά η Maisie Williams, συμμετείχε πολύ ενεργά στον αγώνα κατά των Ναζί. Συνελήφθη από την Γκεστάπο, βασανίστηκε και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ευτυχώς, επέζησε και το 1945 απελευθερώθηκε. Μάλιστα, ο Christian Dior ονόμασε το πρώτο του άρωμα «Miss Dior» προς τιμήν της.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Γαλλία ήταν διχασμένη. Οι περισσότεροι αντιστάθηκαν στη ναζιστική κατοχή, έστω και διακριτικά, αλλά κάποιοι είδαν στη συνεργασία μαζί τους μια ευκαιρία επιβίωσης. Αυτή είναι η περίπτωση της Coco Chanel. Μεταξύ των ιστορικών, είναι πια ευρέως αποδεκτό ότι η Chanel ήταν μεγάλη καιροσκόπος, καθώς και ότι ενήργησε ως πληροφοριοδότης των Ναζί από το 1939 και μέχρι το τέλος του πολέμου.
Λέγεται ότι συμπαθούσε τον Χίτλερ, ειδικά τις αντισημιτικές πολιτικές του, και μάλιστα προσπάθησε να επωφεληθεί από αυτές από επιχειρηματικής άποψης όσον αφορά την ιδιοκτησία του αρώματος Chanel No. 5. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Chanel σύναψε ερωτικές σχέσεις με έναν Γερμανό αξιωματικό, τον Hans von Dincklage.
Για καλή της τύχη αλλά και προς μεγάλη εντύπωση όλων, μετά τον πόλεμο, η Chanel απαλλάχθηκε από την υποχρέωση να καταθέσει για τις ναζιστικές διασυνδέσεις της. H εντολή δόθηκε από τον ίδιο τον Winston Churchill, ο οποίος όχι μόνο ήταν προσωπικός της φίλος αλλά πίστευε κι ότι οι διασυνδέσεις της θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τους ναζιστικούς δεσμούς δεκάδων υψηλόβαθμων Βρετανών αξιωματικών, ακόμη και της βασιλικής οικογένειας.
Αντλώντας υλικό από τα πολλά πλέον βιβλία εκεί έξω που έχουν γραφτεί τόσο για την Chanel όσο και για τον Dior από ανθρώπους που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην έρευνα, η σειρά «The New Look» προσφέρει μια διεισδυτική ματιά στις ιστορίες κάθε σχεδιαστή, οι οποίες επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική ένταση του Παρισιού που κλυδωνίστηκε από τον πόλεμο.