Σε σοβαρά θέματα, όπως είναι ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, είναι απαραίτητο ο δημόσιος διάλογος να διεξάγεται με όρους καθαρότητας, νηφαλιότητας και ευθύτητας. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η θεσμοθέτηση του γάμου των ομοφύλων το μόνο που συμπαρασύρει είναι το δικαίωμά τους στην τεκνοθεσία –κάτι που, βέβαια, αφορά κυρίως ομόφυλα ζευγάρια αρρένων, αφού τα αντίστοιχα ζευγάρια θηλέων μπορούν κατά τεκμήριο να τεκνοποιήσουν. Και ότι δεν θα επιτρέψει την παρένθετη κύηση. Πέραν του κατά πόσο η τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, ιδιαιτέρως δε αρρένων, επιτρέπει στα τεκνοθετημένα παιδιά μια ισορροπημένη ψυχοπνευματική ανάπτυξη (έχουμε παρουσιάσει τις σχετικές απόψεις μας αλλού), προκύπτει αβίαστα το εξής ερώτημα ως προς την παρένθετη κύηση.
Από τη στιγμή που εξισώνονται ομόφυλα και ετερόφυλα ζευγάρια, υπό ποία έννοια θα αρνείται ο νόμος το δικαίωμα στα δεύτερα (ιδιαίτερα μάλιστα σε ζευγάρια αρρένων) να προβούν σε τεκνοθεσία μέσω παρένθετης μητέρας, όταν οι ενδιαφερόμενοι προβάλλουν και επικαλούνται προς τον σκοπό αυτόν την πασιφανή αδυναμία τους να τεκνοποιήσουν; Τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν επικαλούνται σε αντίστοιχη περίπτωση τα ετερόφυλα ζευγάρια; Και εάν, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, θα απαγορεύσει αυτήν τη δυνατότητα στα ομόφυλα ζευγάρια –με προφανή παραβίαση της ισότητας «δικαιωμάτων» με τα ετερόφυλα ζευγάρια– γιατί δεν απαγορεύει κατά τον ίδιο τρόπο και κατ’ αντιστοιχία το δικαίωμα τεκνοθεσίας;
Η αλήθεια είναι ότι, δυστυχώς, η κυβέρνηση ακολουθεί την «μέθοδο του σαλαμιού»: εξισώνει ομόφυλα και ετερόφυλα ζευγάρια ως προς την τεκνοθεσία τώρα, και αφήνει το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας (και της εμπορευματοποίησης παιδιών που αυτή συνεπάγεται) για αργότερα, ώστε να προκύψει «αβιάστως» ως φυσιολογική εξέλιξη και συνεπαγωγή του κατοχυρωμένου αρχικού «δικαιώματος» ως προς την ισότητα. Όλοι το καταλαβαίνουν αυτό, συμπεριλαμβανομένων των βουλευτών που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν το νομοσχέδιο «επί της αρχής», διαρρηγνύοντας ταυτοχρόνως τα ιμάτιά τους και διακηρύσσοντας την «κάθετη» αντίθεσή τους στην παρένθετη μητρότητα. Ή και εκείνων που δηλώνουν κυνικά (και ανοήτως) πως από την στιγμή που αυτό είναι κάτι που συμβαίνει στην πράξη, μικρή σημασία έχει αν θα γίνει και νόμος του κράτους.
Ακόμη χειρότερη, όμως, είναι η αποκρουστική ιλαροτραγωδία του να υπάρχουν βουλευτές που να δηλώνουν ότι θα απέχουν από τη σχετική ψηφοφορία στη Βουλή. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί από όλες τις πλευρές, η στάση των βουλευτών στο εν λόγω ζήτημα αποτελεί θέμα συνείδησης. Όμως, πόσο επιτρεπτή είναι η στάση της αποχής στην ψηφοφορία από βουλευτές που διαφωνούν σε κάτι που είναι θέμα συνείδησης; Τι σημαίνει «διαφωνώ, θεωρώ ότι είναι ένα κακό νομοθέτημα, αλλά απέχω από την ψηφοφορία;». Ποια είναι η διάκριση μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας εάν οι βουλευτές της συμπολίτευσης ψηφίζουν μόνο όταν συμφωνούν με τις προτάσεις της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά απέχουν όταν διαφωνούν και μάλιστα για θέματα συνείδησης; Αλλά και ποιος ο λόγος ύπαρξης βουλευτών της αντιπολίτευσης όταν ψηφίζουν μόνο στην περίπτωση που συμφωνούν με την «γραμμή» του κόμματος, αλλά απέχουν όταν διαφωνούν και μάλιστα για θέματα συνείδησης; Η αποχή δεν συνιστά μόνο πράξη πολιτικής δειλίας, αλλά και υποκρισίας και ιδιοτέλειας που υπονομεύει ευθέως την έννοια του κοινοβουλευτισμού.
Τη στιγμή που η κυβέρνηση αναγορεύει μία επιθυμία σε «δικαίωμα», τα μέλη του κοινοβουλίου, με την συμπεριφορά τους αυτή, μετατρέπουν ένα «θέμα συνείδησης» σε μία «τραγωδία ηθών».
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.