Ένας τύπος καθισμένος σε μια καφέ φθαρμένη πολυθρόνα μιλά για τη ζωή του και προσπαθεί να βγάλει άκρη με το τι παίζει με αυτό το ελάχιστο διάστημα χρόνου που έχουμε στη διάθεσή μας. Δεν τον λες «ναυάγιο της ζωής», αλλά καθώς σκάβει μέσα του καταλαβαίνεις ότι είναι ένα ερείπιο.
Αυτός είναι «Ο Τίποτας (μια πονεμένη ιστορία», ο ήρωας στην ομώνυμο μονόλογο που ανεβάζει ο Θάνος Τοκάκης στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (εισιτήρια εδώ). Είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζεται στο συγκεκριμένο είδος και βούτηξε μέσα σε αυτό. Το κείμενο έχει ρυθμό καταιγιστικό και ο Τοκάκης για μεγάλο μέρος της παράστασης είναι «καθηλωμένος» στην καφέ πολυθρόνα. Πολλές φορές στη διάρκεια της παράστασης σπάει τον 4ο τοίχο, αλληλοεπιδρά με το κοινό, και δανείζεται τα καλύτερα υλικά από το stand-up comedy.
Ο Θάνος Τοκάκης μιλά στο Βήμα για τη λύτρωση που προσφέρει η κυνική ματιά στις ζωές μας, την ανακούφιση που νιώθει μέσα από την παραδοχή ότι είμαστε ένα αναλώσιμο κομμάτι ύλης, αλλά και την λαχτάρα για ακόμα περισσότερη ζωή που προκύπτει εξαιτίας ακριβώς αυτής της ανακούφισης.
Μετά την ταινία «Τοκάκης ή ποιο είναι το όνομά μου», μας συστήνεις ένα άλλο ήρωα που βρίσκεται εκεί κοντά στα 40 και βρίσκει καταφύγιο στον κυνισμό για να λύσει τα υπαρξιακά του ζητήματα. Πιστεύεις τόσο πολύ στη δύναμη του κυνισμόυ;
Ο κυνισμός είναι πολύ παρεξηγημένη λέξη στην εποχή μας. Ο κυνισμός δεν περιγράφει εκείνους που «τη λένε», αλλά δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίζουμε τη ζωή ή έστω να προσπαθήσουμε να την αντιμετωπίσουμε. Ο κυνισμός για μένα προσφέρει ανακούφιση στα υπαρξιακά μας ζητήματα.
Δεν είναι όμως και ένας μηχανισμός άμυνας προκειμένου να μην αντιμετωπίσουμε ζητήματα που μένουν ανοιχτά;
Ο ίδιος μας ο εαυτός το κάνει αυτό, όχι ο κυνισμός. Καθώς αναζητούμε την ευτυχία, αυτό που μας λένε οι άλλοι ότι είναι ευτυχία, αυτό που έχει ορίσει η κοινωνία ως ευτυχία, διαπιστώνουμε ξαφνικά ότι δεν έχει να κάνει με εμάς του ίδιους και τότε αρχίζουμε να κρύβουμε πράγματα: τον πόνο, τις χαρές, τις λύπες μας. Η ζωή έχει πόνο. Πρέπει να τον ενστερνιστούμε και να πούμε ότι θα πορευτούμε με αυτόν τον πόνο, διαφορετικά δεν νομίζω ότι θα φτάσουμε σε αυτό το σημείο που λέγεται «ευτυχία».
«Έχω βαρεθεί πια να χρειάζεται να περιμένω κάτι. Επομένως, προτιμώ το όραμα».
Τι μας κάνεις δέσμιους σε αυτό το ανηλεές κυνήγι της ευτυχίας;
Είναι αναπόφευκτο να συμβαίνει αυτό μέσα στον καπιταλισμό. Δεν μπορώ σε αυτή την κουβέντα να τον κρίνω ως σύστημα, ας το αφήσουμε έξω από τη συζήτηση. Ο καπιταλισμός έχει να κάνει με την ανάπτυξη. Η πρόοδος νοείται ως μια κατακόρυφη άνοδος του ατόμου, όχι ως κάτι που διαχέεται οριζόντια στην κοινωνία, επομένως πάντα θέλουμε ή νομίζουμε ότι θέλουμε κάτι παραπάνω. Ποτέ δεν μας είναι αρκετό αυτό που έχουμε και όταν τα κατακτούμε, επειδή ακριβώς είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να προσφέρει εφήμερη χαρά, νιώθουμε ακόμα μεγαλύτερο το κενό μέσα μας.
Εσύ αυτό το αποφεύγεις;
Όχι βέβαια. Αυτός είναι άλλωστε είναι ο λόγος που κάνω τις παραστάσεις, επειδή ακριβώς δεν έχω απαντήσεις για όλα αυτά τα ζητήματα και τις αναζητώ. Αυτό που μου προσφέρει ανακούφιση στη ζωή μου είναι η παραδοχή ότι είμαστε ένα αναλώσιμο κομμάτι της φύσης. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι παραιτούμαι από τη ζωή – το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα. Προσπαθώ κάθε στιγμή να είμαι καλά με αυτό που έχω – το καταφέρνω; Σε ένα 4%, όχι περισσότερο.
Προτιμάς να έχεις όραμα για τα πράγματα ή προσδοκίες;
Όχι προσδοκίες. Σίγουρα όχι. Οι προσδοκίες έχουν να κάνουμε με το «μετά» με αυτό που περιμένουμε να έρθει και νομίζω ότι ζούμε σε μια εποχή που έχουμε ανάγκη τις προσδοκίες. Έχω βαρεθεί πια να χρειάζεται να περιμένω κάτι. Επομένως, προτιμώ το όραμα.
«Θέλω δηλαδή να μην ονειρεύομαι τα πράγματα, αλλά να τα προνοώ».
Εσύ για ποια πράγματα είχες προσδοκίες;
Μεγαλώνοντας σε μια μεσοαστική οικογένεια, για όλα αυτά που τη συγκροτούν. Για το γάμο, τα παιδιά, την οικογένεια, τα χρήματα, την καριέρα. Είχα προσδοκίες για όλες τις παθογένειες τoυ καιρού μας. Φυσικά όλα αυτά μεταβάλλονταν, προτεραιοποιούνταν διαφορετικά.
Και τώρα τι είναι αυτό που προσπαθείς να πετύχεις ή να διατηρήσεις στη ζωή σου;
Προσπαθώ να αφήνω το παρόν να με αγγίζει πραγματικά, να λειτουργεί μέσα μου ως μια μορφή πρόνοιας. Θέλω δηλαδή να μην ονειρεύομαι τα πράγματα, αλλά να τα προνοώ. Επίσης, θέλω πολύ να αφήνομαι στους ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό όμως που να ξέρω ότι μπορώ ανά πάσα στιγμή να τους εγκαταλείψω. Να γνωρίζω δηλαδή ότι μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και να αγαπήσω έναν άνθρωπο τόσο πολύ ώστε να μπορώ ταυτόχρονα τους αφήσω οποιαδήποτε στιγμή. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι μια αυτάρκεια που ποτέ δεν την είχα.
Ο άλλος όμως πώς να αισθάνεται μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο;
Θα ήθελα και ο άλλος να είναι έτσι. Οι άνθρωποι είμαστε όντα που θέλουμε να είμαστε μαζί, όμως αυτό το «μαζί» θα πρέπει να είναι έξω από το κάθε ένα.
Πώς προέκυψε «Ο Τίποτας»;
Έψαχνα καιρό να κάνω ένα μονόλογο, όμως δεν ήμουν ικανοποιημένος με όσα διάβαζα. Έπεσα τυχαία πάνω στο συγκεκριμένο κείμενο και αμέσως με κέρδισε ο αυτοσαρκασμός και ο μηδενισμός που είχε, τα οποία όμως λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να συγκροτούν έναν ύμνο για τη ζωή. Δεν ήθελα να φτιάξουμε μια παράσταση για να πουν «τι ωραία που είναι», «πόσο καλός ηθοποιός αυτό που παίζει» κτλ. Ειλικρινά το λέω, δεν με ένοιαζε καθόλου. Αυτό που με ενδιαφέρει μετά το τέλος της παράστασης να συναντάω τους θεατές και να μοιράζονται τι αντίκτυπο είχε μέσα τους.
Δεδομένου ότι πολλές φορές στη διάρκεια του μονολόγου σπας στον 4ο τοίχο, αυτό καθιστά κάθε παράσταση ξεχωριστή ανάλογα με την ανταπόκριση του κοινού;
Α ναι! Σίγουρα. Υπάρχει ανοίγματα στο κείμενο μέσα από τα οποία επιχειρώ να προσεγγίζω απευθείας το κοινό. Υπάρχουν βραδιές που τα ανοίγματα αυτά λειτουργούν και άλλες που δεν λειτουργούν. Ή υπάρχουν βραδιές που δεν λειτουργεί τόσο το στοιχείο της κωμωδίας και μπορεί να βλέπεις ανθρώπους που είναι τελείως παγωμένοι και να σκέφτεσαι «Πω πω! τώρα θα φάμε ντομάτες».
Πώς προετοιμάζεσαι για τις διαφορετικές αντιδράσεις από βραδιά σε βραδιά;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν το είχα φανταστεί έτσι. Θέλω να πω ότι κατά τη διάρκεια των παραστάσεων άρχισα να βλέπω πώς πραγματικά λειτουργεί αυτή η ζύμωση με το κοινό κα πραγματικά με έχει συναρπάσει. Ξέρεις, οι ηθοποιοί είμαστε όντα ναρκισσιστικά -και ειδικά όταν είσαι πάνω στη σκηνή υπάρχει ένα ναρκισσισμός που πρέπει να τον τρέφεις για να αντέχεις αυτό που κάνεις. Όταν λοιπόν είσαι πάνω στη σκηνή, οποιαδήποτε αντίδραση του κοινού μπορεί να σε καταβαραθρώσει ακόμα και αν είναι μια αντίδραση αποδοκιμασίας -έτσι το εκλαμβάνουμε, έτσι το «ακούμε». Αυτή η παράσταση με έχει βοηθήσει ώστε όταν είμαι στη σκηνή να μην ακούω το κοινό μόνο με το «αφτί» του ηθοποιού.
Ο μονόλογος ως είδος ένα ένας στόχος που βάζετε οι ηθοποιοί τους εαυτού σας;
Ναι, δεν σου κρύβω ότι πάντα το είχα στο μυαλό μου και ένιωσα κάποια στιγμή ότι, ναι, τώρα έχει έρθει ώρα να ανεβάσω έναν. Αυτό που κατάλαβα μέσα από την προετοιμασία αυτού του κειμένου είναι με ενδιαφέρει πολύ να βλέπω πώς μέσα από ένα μονόλογο μπορώ να δοκιμάζω τα όρια του εαυτού μου. Και αυτός ήταν ο λόγος που έχει εμπλουτιστεί με τόσα στοιχεία stand up ο συγκεκριμένος. Διότι το stand up έχει εμπεριέχει ένα «ξεγύμνωμα». Το φοβάμαι πολύ αυτό το «ξεγύμνωμα» διότι μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη. Έχω θέμα με την απόρριψη από μικρό παιδί και στο stand up η απόρριψη είναι άμεση και θα υπάρξουν βράδια που θα τη βιώσεις. Ουσιαστικά αναζητώ τρόπους για να τη διαχειριστώ, άλλοτε τα καταφέρνω και άλλοτε όχι.
Δεν μπορώ πάντως να μην ρωτήσω πώς έχεις καταφέρεις να μάθεις ένα τόσο μεγάλο κείμενο, μιας και η διάρκεια της παράστασης δεν είναι μικρή για μονόλογο;
Η δουλειά μας θέλει δουλειά. Κι αυτό είναι παραγνωρισμένο ή ακόμα και παρεξηγήσιμο από εμάς τους ηθοποιούς πρωτίστως. Πρέπει να στρωθείς και να μελετήσεις και να διαβάσεις. Από τη στιγμή που το αποφάσισα, καθόμουν πολλές ώρες και μάθαινα το κείμενο. Ειδικά για το συγκεκριμένο, έβγαζα τον σκύλο βόλτα για δύο ώρες και στη βόλτα έλεγα τα λόγια. Κάθε μέρα προσέθετα και λίγο περισσότερο, η βόλτα μεγάλωνε, ο σκύλος ήταν όλο και πιο χαρούμενος και έτσι κατάφερα να τα μάθω. Γενικά, η υποκριτική θέλει χρόνο. Να ασχολείσαι καθημερινά με τη μελέτη και την προετοιμασία ενός ρόλου, να είναι συνέχεια στο κεφάλι σου.
Σε αυτήν την περίοδο της προετοιμασίας, διεύρυνες τα ερεθίσματα σου με κάτι που διάβασες, είδες ή άκουσες και ήταν σχετικό με τις θεματικές της παράστασης;
Επειδή έχει κάτι μπεκετικό αυτός ο ήρωας, ανέτρεξα στα «Κείμενα για το Τίποτα» του Μπέκετ. Επίσης, διάβασα Μάρκο Αυρήλιο, καθώς και στο πρωτότυπο κείμενο υπήρχαν εκτεταμένες αναφορές στο έργο τους. Ωστόσο, προσωπικά με βοηθούν πολύ οι ταινίες. Και ξαναβλέποντας ταινίες του Τζάρμους, κάτι ξεκλείδωσε μέσα μου και ο «Τίποτας» επηρεάστηκε πολύ από την αισθητική του Τζάρμους.
Σε αυτό το σύμπαν θα ήθελες να ήσουν ο Ρομπέρτο Μπενίνι ή ο Τομ Γουέιτς;
Θα ήμουν ο Μπενίνι, αλλά στην πραγματικότητα θα ήθελα να είμαι ο Γουέιτς προφανώς.
Έχει κάτι παράξενα άβολο «Ο Τίποτας» όπως και ο Τοκάκης στο mockumentary που γύρισες…
Ναι. Σε αυτό το awkward humor βρίσκω την ύπαρξη μου και είναι και ένας βασικός λόγος που μου αρέσουν τόσο τα mockumentaries.
«Αν αρχίσουμε να προσθέτουμε αστερίσκους στο τι είναι τέχνη και τι όχι, διολισθαίνουμε σε αυταρχικές καταστάσεις».
Στην Ελλάδα γιατί δεν είναι τόσο ανεπτυγμένο;
Διότι είναι διαφορετικό το δικό μας χιούμορ από αυτό της Αγγλίας, για να αναφέρω μια χώρα που τα mockumentaries είναι εξαιρετικά δημοφιλή. Το δικό μας χιούμορ έχει μια βάση αριστοφανική. Στη Βρετανία είναι τελείως διαφορετικές οι πολιτισμικές προκείμενες. Όπως έχει πει και ο Ζερβέ, «μεγαλώνεις ως Βρετανός και ο παππούς σου και ο πατέρας σου σου λένε ‘‘πώς είσαι έτσι, βρε μαλάκα’’» και αυτό μαθαίνεις να το αποδέχεσαι, να το αγαπάς κα να αυτοσαρκάζεσαι.
Καλή πάσα για να μας μιλήσεις για το «Armageddon» (σ.σ. το πιο πρόσφατο special του Ρίκι Ζερβέ);
Τον θεωρώ δάσκαλο τον Ζερβέ. Το «Armageddon» μού άρεσε, όμως όχι τόσο όσο άλλες δουλειές του. Είχε κάποια αστεία αναμενόμενα.
Συμμερίζεσαι την κριτική που δέχθηκε για τα αστεία απέναντι σε ευάλωτες και αδύναμες ομάδες; Ότι κάπως το «παράκανε» με αυτό το χιούμορ;
Συμμερίζομαι απόλυτα τη θέση του ότι αυτό είναι το stand-up comedy. Αυτή είναι λειτουργία του χιούμορ μέσα σε αυτό το είδος, αυτό κάνει η κωμωδία και όπως έχει εξηγήσει και ο ίδιος επανειλημμένα υποδύεται έναν ρόλο. Ξέρεις, όλη αυτή η κουβέντα καταλήγει στο τέλος σε μία και μόνη ερώτηση: «πρέπει να έχει όρια ή τέχνη ή όχι;». Όλη η τέχνη όμως, όχι μόνο αυτή που μας αρέσει ή ταυτιζόμαστε περισσότερο. Διότι αν αρχίσουμε να προσθέτουμε αστερίσκους στο τι είναι τέχνη και τι όχι, τότε είναι που διολισθαίνουμε σε αυταρχικές καταστάσεις.