Ο Κάρλος είναι 15 χρονών. Ένας έφηβος όπως όλοι οι άλλοι. Οκ, είναι υιοθετημένος, αλλά αυτό δεν τον έκανε ποτέ ως τώρα να αμφιβάλλει για την ταυτότητά του. Έχει την αγάπη των γονιών του, έχει τους φίλους του, τα ενδιαφέροντα και τα μαθήματά του. Με λίγα λόγια, έχει την ζωή του. Ώσπου μια μέρα γνωρίζει την Κλαούντια και όλα γυρνάνε τούμπα.
Κάπως έτσι – απλά – ξεκινούν όλα στον πολυβραβευμένο θεατρικό μονόλογο του Ισπανο-αργεντινού Ντάνιελ Μέγιερ με τίτλο «Α.Κ.Α. (Also Known As)», που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και σκηνοθεσία Μαριτίνας Πάσσαρη. Το εφηβικό ειδύλλιο της Κλαούντια και του Κάρλος όμως εξελίσσεται αναπάντεχα σε ένα σύγχρονο κοινωνικό και υπαρξιακό δράμα.
«Οσο πιο χαμηλό είναι το επίπεδο της παιδείας, της εκπαίδευσης – και στην Ελλάδα είναι στα τάρταρα – τόσο πιο πολύ στεκόμαστε με φόβο κι επιθετικότητα απέναντι στο “ξένο”, στο “άλλο”».
«Το φοβερά καλογραμμένο αυτό έργο περιγράφει πώς ακριβώς μια κοινωνία μπορεί να ωθήσει έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη χώρα του όχι ακριβώς από δική του επιλογή, να γίνει μια εγκληματική φυσιογνωμία. Κι εκείνο που καταλαβαίνω, σε σχέση και με την δική μας κοινωνία, την ελληνική, είναι ότι όσο πιο χαμηλό είναι το επίπεδο της παιδείας, της εκπαίδευσης – και στην Ελλάδα είναι στα τάρταρα – τόσο πιο πολύ στεκόμαστε με φόβο κι επιθετικότητα απέναντι στο “ξένο”, στο “άλλο”». Είναι από τα πρώτα πράγματα που θα πει μιλώντας στο Βήμα ο Μιχάλης Πανάδης, ο οποίος ενσαρκώνει τον νεαρό Κάρλος.
Το έργο γράφτηκε και ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 2018, όμως το θέμα του κοινωνικού ρατσισμού δυστυχώς μοιάζει να παραμένει πάντα σε έξαρση σε όποιο σημείο του χάρτη κι αν πέφτει η πινέζα. Ο Κάρλος προσκρούει απότομα στη σκληρή αυτή πραγματικότητα κι αρχίζει να αφηγείται την ιστορία του. Η αφήγησή του όμως δεν είναι γραμμική, κινείται μπρος πίσω στο χωροχρόνο, καθώς εκείνος ανασύρει σκηνές από τη μνήμη του, αναπαράγει διαλόγους κι αναβιώνει συμβάντα από το παρελθόν.
«Έχεις ξανακάνει μονόλογο;», ρωτώ τον Μιχάλη μόλις βολευτούμε στο – σίγουρα – πιο παλιό και – μάλλον – πιο ατμοσφαιρικό μαγαζί της Αθήνας, που δεν είναι άλλο από το Au Revoir. «Όχι, όχι βέβαια», μου απαντά γελώντας και αμέσως σπεύδει να εξηγήσει. «Το λέω με την έννοια ότι δεν ήταν κάποια μεγάλη μου επιθυμία. Είναι δύσκολο είδος. Και το συγκεκριμένο έργο είναι γραμμένο και με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Η εν λόγω παράσταση όμως προέκυψε από την κοινή επιθυμία μας να ξανασυναντηθούμε επαγγελματικά με την Μαριτίνα Πάσσαρη».
Η μεταξύ τους σχέση ξεκινά πριν από χρόνια, όταν ο Μιχάλης ήταν ακόμα φοιτητής στο Εθνικό. Ήταν δασκάλα του. Στη συνέχεια έκαναν μαζί μια από τις πρώτες του παραστάσεις. Έκτοτε, πάντοτε υπήρχε μια γενική και αόριστη επιθυμία να δουλέψουν και πάλι μαζί. Πριν από δύο χρόνια, εκείνη του πρότεινε αυτό το κείμενο, όμως δεν τους έβγαινε χρονικά. «Στα χρόνια που μεσολάβησαν όλο λέγαμε πότε θα το κάνουμε και πότε θα το κάνουμε και να που ήρθε η στιγμή», λέει ο ίδιος.
Μπαίνοντας στα παπούτσια του Κάρλος, εκείνο που τον συγκινεί ιδιαίτερα σε αυτήν την ιστορία είναι το πώς τελικά αυτός ο έφηβος καταλήγει να αναρωτιέται για τον ίδιο του τον εαυτό, για την ίδια του την ταυτότητα, επηρεασμένος από την ματιά των άλλων. «Μέσα από την τριβή μου με τον χαρακτήρα και το έργο, άρχισα να καταλαβαίνω πώς μπορεί ένας άνθρωπος που τον εξαπατούν, που τον κατηγορούν, που του φέρονται άσχημα χωρίς κανένα λόγο, απλώς και μόνο επειδή είναι μετανάστης, να φτάσει με έναν λανθάνοντα τρόπο να θέλει να επαληθεύσει την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εκείνον», εξηγεί.
Για την ηλικία του, ο Μιχάλης Πανάδης έχει γράψει εντυπωσιακά πολλά χιλιόμετρα στη σκηνή. Για την ακρίβεια, ο ίδιος σφυρηλατήθηκε μέσα από την ενασχόλησή του με το θέατρο. Αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός στην τρίτη δημοτικού και δεν άλλαξε γνώμη ούτε και το μετάνιωσε ποτέ. Πέρασε την εφηβεία του στο θεατρικό εργαστήρι της Μαρίας Μαναβή και του Στέργιου Καλφόπουλου στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα ακόμα τους ευγνωμονεί για όσα του έμαθαν. Και του έμαθαν πολλά.
«Αυτοί οι δύο άνθρωποι με διαμόρφωσαν, με ενέπνευσαν. Και ακόμα με εμπνέουν δηλαδή. Έχω πολύ στενή επαφή μαζί τους και ακόμα τους συμβουλεύομαι για πράγματα. Τους θαυμάζω πάρα πολύ. Δηλαδή το όνειρό μου είναι να ξανά δουλέψω μαζί τους, να με σκηνοθετήσουν ας πούμε, ή να κάνουμε μια παράσταση μαζί. Το συζητάμε χρόνια, δεν κάθεται όμως γιατί είναι στη Θεσσαλονίκη οι άνθρωποι», λέει ο ίδιος.
Παραδέχεται ότι τον φοβίζει η σκέψη πως, αν βγει από αυτήν την ρουτίνα στην οποία βρίσκεται εδώ και πάνω από μια δεκαετία, δεν θα καταφέρει να ξαναμπεί ή δεν τον ξαναθελήσει η ίδια η ρουτίνα. «Δεν είμαι άνθρωπος που υπενθυμίζει πολύ την παρουσία του στα πράγματα», παραδέχεται. «Ήδη φέτος, για να κάνουμε με τον Γιάννη Βασιλώττο την παράσταση “The Aliens”, είπα όχι σε τρεις προτάσεις. Ήταν μια ανάγκη μας στην οποία δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε. Αλλά ακόμα τρέμω στην ιδέα τι θα μπορούσε να φέρει αυτό. Είναι νομίζω λογικό. Γιατί οι ηθοποιοί είμαστε τόσοι πολλοί και καλοί. Είναι πάρα πολύ εύκολο κάποιος να εξαφανιστεί τη στιγμή που ανακυκλώνεται τόσο γρήγορα το ανθρώπινο δυναμικό».
«Η ταχύτητα της σημερινής εποχής δεν αγκαλιάζει την τέχνη γενικά. Και ειδικά το θέατρο».
Αναπόφευκτα, η συζήτησή μας πάει στην ταχύτητα της εποχής που απαιτεί να δηλώνει κανείς διαρκή παρουσία και αποκλείει τις παύσεις, τις άνω τελείες, τις σιωπές. Είναι κάτι που τον προβληματίζει αφού, όπως λέει, «αυτή η ταχύτητα δεν αγκαλιάζει την τέχνη γενικά και ειδικά το θέατρο, που ουσιαστικά τι είναι; Μια διαστολή του χρόνου, αυτή είναι η μαγεία». Το παρατηρεί και στην πράξη. Πλέον, στο θέατρο δεν είναι πάντοτε εύκολο στο κοινό να συνδεθεί με κάτι που δεν έχει καταιγιστικό ρυθμό.
Βορά της ταχύτητας της εποχής έχει γίνει, όπως λέει, και η φαντασία. «Δεν είναι πια εύκολο να παραμυθιαζόμαστε. Η φαντασία όσο πάει και στερεύει. Μας την στερεύουν. Και το αποδεχόμαστε. Από ένα σημείο, βέβαια, είναι και θέμα επιλογής, αλλά με την ευκολία ξεχνιόμαστε οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα μου άρεσε πάρα πολύ να διαβάζω. Πολύ. Τώρα νιώθω ότι χάνω την ουσία του διαβάσματος. Η εποχή είναι εντελώς πραγματιστική, δεν ενέχει κανέναν ρομαντισμό. Τι να εξιδανικεύσεις; Δεν προλαβαίνεις».
Παραδέχεται πως έχει πάψει πια να πιστεύει στον ρομαντισμό και διανύει μια περίοδο αμφισβήτησης που στην αρχή είχε μεγάλη θλίψη, αλλά όχι πια. «Πλέον απλώς παρατηρώ και προσπαθώ να καταλάβω ποια είναι η εποχή, τι σημαίνει να είμαι μέρος της και αν μπορώ να βρω έναν τρόπο να κάνω τη δουλειά που έχω επιλέξει χωρίς να χάσω την αγάπη μου γι’ αυτήν. Προχωράνε τόσο γρήγορα τα πράγματα που, όπως πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου, κι εγώ διαρκώς αναρωτιέμαι πού πάει το πράγμα;
»Αυτό που προσωπικά με τρομάζει περισσότερο είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε πια τι νιώθουμε και σταδιακά ολοένα και παγώνουμε. Δεν βιώνουμε τίποτα. Από την άλλη, αναρωτιέμαι, μήπως τελικά το να παγώσουμε μας κάνει καλύτερους; Γιατί, αν το σκεφτείς, και παλιά που ήμασταν πιο συναισθηματικοί και είχαμε περισσότερο χρόνο, οι άνθρωποι πάντοτε κυρίως εγκληματούν. Οπότε, αναρωτιέμαι, μήπως τελικά αυτό μας οδηγήσει σε κάτι πιο ώριμο;».
Παρόλο που ο ίδιος βρίσκεται σε αυτό το στάδιο της αμφισβήτησης, παραδέχεται πως θαυμάζει και εμπνέεται τρομερά από ανθρώπους – ιδιαίτερα ανθρώπους του χώρου – που δεν έχασαν ποτέ ούτε τον ρομαντισμό τους, ούτε τον στόχο και την πρόθεσή τους. Φέρνει ως παραδείγματα την αγαπημένη του «δασκάλα και φίλη και οικογένεια», όπως την αποκαλεί, Μάρθα Φριντζήλα αλλά και τη Μάγια Λυμπεροπούλου, που επίσης υπήρξε δασκάλα του.
«Έβλεπα μια συνέντευξη της Μάγιας (σ.σ. Λυμπεροπούλου) τις προάλλες. Για έμπνευση. Και έλεγε ήδη από τότε – δεκαπέντε χρόνια πριν! – πως ο τρόπος που παρακολουθεί το κοινό θεατρικές παραστάσεις έχει αλλάξει, ενώ παραδεχόταν πως φυσικά και την ενδιέφερε να την βλέπει ο κόσμος, να είναι αγαπητή. Όμως, την ίδια στιγμή, γνώριζε και πως αυτό που έκανε δεν απευθυνόταν στο ευρύ κοινό και ήταν εντάξει με αυτό. Κάποτε, οι άνθρωποι ήταν εντάξει με αυτό. Τώρα πρέπει σώνει και ντε όλοι να απευθύνονται σε μια πολύ ευρεία γκάμα, το οποίο δεν γίνεται. Δεν γίνεται εγώ σαν ηθοποιός να αρέσω σε όλους. Δεν είναι λογικό. Κι όμως, εμείς ζούμε με αυτόν τον πανικό, να αρέσουμε σε όλους».
«Στην τηλεόραση η πρόθεση είναι πεντακάθαρη. Κανείς δεν καμώνεται ότι κάνει κάτι άλλο από αυτό που κάνει. Δεν υπάρχει καμιά επίφαση».
Στην τέχνη, όπως και στην παραγωγή οποιουδήποτε προϊόντος, το πιο σημαντικό, τονίζει ο Μιχάλης Πανάδης, είναι η πρόθεση, ο στόχος. Και οι προθέσεις δεν μπορούν να είναι οι ίδιες σε όλα τα πράγματα. Και σε σχέση με την πρόθεση, ο ίδιος αισθάνεται πως οι δουλειές που έχει κάνει μέχρι στιγμής στην τηλεόραση είναι ίσως και οι πιο ποιοτικές. «Στην τηλεόραση η πρόθεση είναι πεντακάθαρη. Κανείς δεν καμώνεται ότι κάνει κάτι άλλο από αυτό που κάνει. Δεν υπάρχει καμιά επίφαση», εξηγεί.
Παραδέχεται βέβαια πως έχει τύχει να συνεργαστεί μέχρι στιγμής και με ανθρώπους, όπως η Μιρέλλα Παπαοικονόμου, ο Λάμπης Ζαρουτιάδης, η Μαρία Λάφη και ο Γιάννης Βασιλειάδης, που έχουν τρομερή παιδεία και πείρα. «Μιλάμε για ανθρώπους που δεν φτύνουν τα πράγματα. Τα προσέχουν, τα φροντίζουν. Αυτό με συγκινεί και γι’ αυτό καμαρώνω για το “Λόγο Τιμής” και τον “Παράδεισο των Κυριών” εξίσου όσο καμάρωνα και για τον Προμηθέα που είχαμε κάνει με την Μάρθα (σ.σ. Φριντζήλα) στην Επίδαυρο».
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας και πάρει καθένας τον δρόμο του, τον ρωτώ αν νοσταλγεί το παρελθόν, εποχές δηλαδή δίχως όλες αυτές τις φορητές συσκευές τεχνολογίας που μας κάνουν όλους να νιώθουμε τόσο μα τόσο σημαντικοί. «Δεν νοσταλγώ εποχές», απαντά. «Νοσταλγώ κάποιες αισθήσεις, τον τρόπου που βίωνα τα πράγματα, όχι εποχές. Πλέον στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα υπάρχει ένα “ε, και τι έγινε;”. Προσωπικά, όμως, θα ήθελα να παραμείνω πιο ανθρώπινος. Το άλλο κάπως δεν με συγκινεί».
Ευχαριστούμε θερμά το Au Revoir Bar για τη φιλοξενία.
Το «Α.Κ.Α. (Also Know As)» ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.