Η χώρα μας διαθέτει έναν από τους υψηλότερους δείκτες ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη. Ο οποίος μπορεί να εννοηθεί ως συνδυαστικό αποτέλεσμα διάφορων ιστορικών, κοινωνικών, αλλά και πολιτισμικών παραγόντων που με τη σειρά τους δημιούργησαν μια συνθήκη υπεροικοδόμησης του αστικού ιστού.
Σήμερα, όμως, νέοι παράγοντες, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και η «χρυσή βίζα», δημιουργούν μια κατάσταση κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι η έλλειψη στέγης και τα πολύ ακριβά ενοίκια.
Με άλλα λόγια, προκαλείται μια στρέβλωση της αγοράς του real estate η οποία σήμερα βιώνεται ως στεγαστική κρίση για τους πολλούς και η οποία μένει να φανεί εάν θα εξελιχθεί σε στεγαστική φούσκα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες αλλά και προ αυτού του κινδύνου, η κυβέρνηση καλείται να παρέμβει και να λάβει εκείνα τα απαραίτητα μέτρα που θα εξασφαλίσουν πως η «χρυσή» αγορά της στέγης δεν θα δημιουργήσει στρατιές αποκλεισμένων από την ίδια τη στέγη.
Η κοινωνική κατοικία, για παράδειγμα, είναι μια πολύ συνηθισμένη πρακτική σε άλλες χώρες, αλλά σχεδόν απούσα από τη δική μας εάν εξαιρέσει κανείς τις λεγόμενες «εργατικές πολυκατοικίες» που κατασκευάστηκαν πολλές δεκαετίες πριν.
Σε πολλές χιλιάδες υπολογίζονται εξάλλου τα διαμερίσματα που είτε για κληρονομικούς είτε για άλλους λόγους παραμένουν κλειστά από τους ιδιοκτήτες τους. Πρόκειται για «σπίτια – φαντάσματα» για τα οποία θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να αξιοποιηθούν.
Η στέγη εντέλει δεν είναι μόνο μέσο εύκολου προσπορισμού. Αλλά κυρίως κοινωνικό αγαθό.