Στις 9 Φεβρουαρίου 1857 φεύγει από τη ζωή ο Διονύσιος Σολωμός, που αν και σήμερα τον θεωρούμε, αδιαμφισβήτητα, ως τον εθνικό μας ποιητή, κάτι τέτοιο μόνο αυτονόητο δεν ήταν ως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Τον Απρίλιου του 1940, λίγο πριν την εισβολή των Ναζί στην Αθήνα και την έναρξη της τριπλής κατοχής στην Ελλάδα, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» δημοσίευσε τη βιογραφία του Διονύσιου Σολωμού, γραμμένη από τον κορυφαίο ελληνιστή του Κέιμπριτζ, Ρόμιλλυ Τζένκινς.
Από τα αποσπάσματα που ακολουθούν φανερώνονται όσα ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Σολωμού, η προσπάθεια των συγγενών του να συγκεντρώσουν τα χειρόγραφα κείμενά του, καθώς και η πορεία της μνήμης και του έργου του ως την καταξίωση.
Η κηδεία
«Η είδησις του θανάτου του επροκάλεσε βαθείαν εκδήλωσιν θλίψεως εις την Κέρκυραν. Η συνεδρίασις της Γερουσίας διεκόπη και αι ημέραι, αι οποίαι εμεσολάβησαν μεταξύ θανάτου και κηδείας εκηρύχθησαν ημέραι δημοσίου πένθους.
»Ζουν σήμερον άνθρωποι εις τους οποίους οι πατέρες των περιέγραψαν την τεραστίαν επικήδειον πομπήν, μεγαλειώδη ακόμη και δι’ έναν ευγενή, τους μακρούς στοίχους κληρικών, την μεταφοράν του φερέτρου, επί των ώμων των προκρίτων, την ατελεύτητον ακολουθίαν των πενθούντων, Άγγλων και Ελλήνων, αρχόντων και ποπολάρων.
Το σημείο ταφής
»Ο νεκρός ετάφη εις την Κέρκυραν, αλλά το 1867 ο Δημήτριος (σ.σ. ο αδερφός του Διονύσιου Σολωμού) απεφάσισε την μεταφοράν των οστών του αδελφού του εις την γενέτειράν των Ζάκυνθον.
»Μαρμάρινος τάφος ητοιμάσθη έξω από τον καθερδρικόν ναόν εις την πλατείαν του Άγιου Μάρκου, η οποία μετωνομάσθη εις Πλατείαν του Ποιητού προς τιμήν του – ήδη μετωνομάσθη εις πλατείαν Βασιλέως Γεωργίου του 2ου».
Θα ανέμενε κανείς πως πάνω στο μνήμα του εθνικού ποιητή θα γράφονταν κάποιοι εμβληματικοί του στίχοι. Ο αδερφός του Δημήτριος, όμως, είχε άλλη γνωμη.
«Επί του τάφου εστήθη προτομή του Διονυσίου, εις το βάθρον δε αυτή ο Δημήτριος εφρόντισε να χαραχθούν στίχοι ιδικής του – του Δημητρίου- συνθέσεως εν σχέσει με τους οποίους θα είπωμεν μόνον ότι θα επροτιμούσαμεν μερικούς στίχους του αδελφού του.
Τα χαμένα χειρόγραφα
Ο Τζένκινς περιγράφει την προσπάθεια του στενού περιβάλλοντος του ποιητή να συλλεχθούν τα χειρόγραφα κείμενά του.
«Ολίγας ημέρας προ του θανάτου ο Σολωμός, εις μίαν στιγμήν διαύγειας, είχε δείξη ένα ευμέγεθες κιβώτιον, το οποίον υπήρχε μέσα εις το δωμάτιόν του και είχεν ειπή εις τους φίλους του:
– Εκεί είνε, φίλοι μου. Πάρτε τα.
»Ωμιλεί περί των χειρογράφων του. Όταν, μετά τον θάνατόν του, εξητάσθη αυτό το κιβώτιον, η πενιχρότης και η αποσπασματική κατάστασις των χειρογράφων επροξένησε τεραστίαν απογοήτευσιν εις τον Πολυλάν (σ.σ. Ιάκωβος Πολυλάς, συγγραφέας και μαθητής του Σολωμού) και τον Κουρτάνον (σ.σ. Πέτρος Κουρτάνος Καλογεράς, λόγιος, επιμελητής εκδόσεων για το έργο του Σολωμού), εις τους οποίους ο Δημήτριος ανέθεσε την έκδοσιν του έργου του αδελφού του».
Η επιμέλεια και η εργατικότητα του Σολωμού έκανε τους πάντες να πιστεύουν ότι στο κιβώτιο που τους είχε υποδείξει λίγο πριν πεθάνει, θα βρίσκονταν πνευματικοί θησαυροί.
«Ιδιαίτερως είχαν λόγους να πιστεύουν ότι “Oι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” των οποίων ο Μάντζαρος είχεν ακούση μεγάλα κομμάτια, και ο «Πόρφυρας» ήσαν τελειωμένοι.
»Η απογοήτευσις και η δυσπιστία της Κερκύρας – και όλης της Ελλάδος – προ της πραγματικής καταστάσεως των φιλολογικών καταλοίπων του ποιητού έδωκαν λαβήν εις παντός είδους απιθάνους φήμας περί καψίματος και υπεξαιρέσεως χειρογράφων υπό ατόμων, τα οποία ελάχιστα πιθανόν ήτο ότι θα εξετρέποντο εις τοιαύτας πράξεις»
Για την απώλεια των χειρογράφων άλλοι κατηγορούσαν τον Δημήτριο Σολωμό και άλλοι ακόμα και τον κουρέα του Διονύσιου, Γιακουμάκη Κάνδηλα σύμφωνα με τον Τζένκινς όμως υπεύθυνος ήταν ο ίδιος ο ποιητής.
«Εάν οι φίλοι του τον άκουσαν να απαγγέλλη περισσοτέρας στροφάς από όσας ανευρέθησαν μεταξύ των καταλοίπων του, ο ίδιος ο Διονύσιος τας κατέστρεψε, διότι δεν ήτο ικανοποιημένος από τον εαυτό του και όχι ο Δημήτριος ή ο κουρεύς»
Η απογοήτευση και ο καθαρευουσιανισμός
Όταν το 1859, δημοσιεύθηκαν τα «Ευρισκόμενα», «όπως απεκλήθησαν με τακτ – του Διονυσίου Σολωμού» προκλήθηκε μεγάλη απογοήτευση στον πνευματικό κόσμο και το αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.
«Τα ποιήματά του ήσαν σχεδόν άγνωστα εις τας Αθήνας μέχρι του 1849 και μόλις το 1853 εύρεν ολίγους οπαδούς εις την Ελλάδα»
Όπως σημειώνει ο Τζένκινς, ως το 1850, ο Διονύσιος Σολωμός ήταν πολύ πιο γνωστός στην Ιταλία και τη Γαλλία παρά στην Ελλάδα.
«Η κατάρα του καθαρευουσιανισμού και του λογιωτατισμού έπεσε σαν βαρυχειμωνιά εις τον τόπον. Ο Σολωμός δεν έγραψε σαν δημοδιδάσκαλος και αυτό ήτο αρκετόν.
»“Με όλας τας αναριθμήτους ελλείψεις της γλώσσης και του ρυθμού, αι οποία ασχημίζουν όλα του τα ποιήματα”, έγραφεν ο ανεκδιήγητος Σούτσος το 1833. Εάν αντί να γράψη “απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη”, κλπ, έγραφεν:
Εξ οστών νυν ανιούσα
Ευκλεών της γαίας δία
Χώς πάλαι ποτ’ ευθαρσούσα
χαιρ’, ω χαιρ’, Ελεθερία
»ή τίποτε τέτοιες ανοησίες, θα εκρίνετο, υποθέτομεν, άξιος σοβαράς κριτικής. Τώρα όμως ήτο κατώτερης αυτής.
Η αναγέννηση του εθνικού ποιητή – Ροΐδης και Παλαμάς
»Η φήμη του Σολωμού περιέπεσεν εις λήθαργον και ύπνον επί έτη ώσπου περί τα τέλη του αιώνος οι θιασώται της δημοτικής εξεσηκώθηκαν με δύναμιν και ο Ροΐδης – μακρυνός συγγενής του Ζακυνθίου δοττόρου – και ο Παλαμάς εξανάβγαλαν τον Σολωμόν μπροστά.
(…)
»Όταν διαλυθούν τα φθονερά νέφη του καθαρευουσιανισμού, η επίδρασίς του θα εξακολουθή να λάμπη και να γονιμοποιή τας μελλοντικάς γενεάς της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά ήτο τραγικόν διά την γραμματείαν της πατρίδος του ότι επί τόσον χρόνον η επίδρασις αυτή συνεσκοτίσθη από την προκατάληψιν και την έλλειψιν κατανοήσεως».