Κατά τη χρονική περίοδο 2004-2023 εκδηλώθηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας, κατά τα έτη 2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018, αναφέρεται στην επιδημιολογική έκθεση του ΕΟΔΥ.
Δηλώθηκαν συνολικά 4.151 κρούσματα με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στο σύνολο της χώρας 1,92/100.000 πληθυσμού.
Η πλειοψηφία των κρουσμάτων αφορούσε Έλληνες Ρομά (56,9%), αλλά και νεαρούς ενήλικες από τον γενικό πληθυσμό που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών.
Δηλώθηκαν συνολικά 4 θάνατοι με μέση ετήσια θνητότητα 0,02%. Η επιδημιολογική επιτήρηση της νόσου και η έγκαιρη εφαρμογή εμβολιασμού αποτελούν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα για τον έλεγχο της νόσου, τονίζει ο ΕΟΔΥ.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαία αφενός η εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας και αφετέρου η εντατικοποίηση των εμβολιασμών με έμφαση στους εμβολιασμούς ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, νεαρών εφήβων και ενηλίκων που δεν ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τους στο παρελθόν, καθώς και η συνεχιζόμενη εγρήγορση των τοπικών και εθνικών αρχών.
Οι επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας υπογραμμίζουν την ανάγκη ενίσχυσης της εμβολιαστικής κάλυψης, ιδίως σε άτομα που ανήκουν σε ειδική πληθυσμιακή ομάδα, αλλά και την ολοκλήρωση του εμβολιασμού με 2 δόσεις εμβολίου ιλαράς σε επίνοσα παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες του γενικού πληθυσμού, τονίζει ο ΕΟΔΥ
Τι είναι η ιλαρά, πώς μεταδίδεται και ποιος ο χρόνος επώασης
Η ιλαρά είναι ιογενής λοίμωξη που οφείλεται στον ιό της ιλαράς. Διακρίνονται 3 στάδια της νόσου: το πρόδρομο (καταρροϊκό), το εξανθηματικό και το στάδιο της αποδρομής.
Ο χρόνος επώασης κυμαίνεται από 7-21 ημέρες (συνήθως 10-12 ημέρες από την έκθεση έως το πρόδρομο στάδιο και 14 ημέρες από την έκθεση έως την εμφάνιση του εξανθήματος).
Η νόσος μεταδίδεται από άτομο σε άτομο αερογενώς, με σταγονίδια και με άμεση επαφή με ρινικές ή φαρυγγικές εκκρίσεις ασθενών. Σπανιότερα, μεταδίδεται μέσω αντικειμένων προσφάτως μολυνθέντων με ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις.
Ο ιός της ιλαράς μπορεί να παραμείνει σε μολυσμένες επιφάνειες και στον περιβάλλοντα χώρο (σε σταγονίδια) μέχρι 2 ώρες μετά την αποχώρηση του ασθενούς. Η ιλαρά παρουσιάζει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα, με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής έως 90% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί).
Για να σταματήσει η μετάδοση της νόσου απαιτείται ανοσία του πληθυσμού σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95%. Η μετάδοση γίνεται 4 ημέρες πριν την έκθυση του εξανθήματος έως 4 ημέρες μετά. Τα κρούσματα ιλαράς εμφανίζονται συνήθως στο τέλος του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης, και η νόσος είναι πιο σοβαρή σε βρέφη και ενήλικες κυρίως λόγω επιπλοκών.
Γεωγραφική κατανομή
Κατά την περίοδο 2004-2023, το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στη Δυτική Ελλάδα (5,97/100.000) και στη Θεσσαλία (3,70/100.000). Σχετικά υψηλή ήταν η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (2,96/100.000) και στην Πελοπόννησο (2,57/100.000). Η χαμηλότερη μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση παρουσιάστηκε στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο (0,20/100.000 και 0,31/100.000 αντίστοιχα).
Εμβολιαστική κατάσταση
Κατά την περίοδο 2004-2023, το ποσοστό των εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων που δηλώθηκαν ήταν 56,7%.
Επί του συνόλου των κρουσμάτων της περιόδου 2004-2023, η εμβολιαστική κατάσταση ήταν γνωστή για τα 3.637 (87,6%).
Στην πλειονότητα, τα κρούσματα ήταν ανεμβολίαστα σε ποσοστό 77,4%. Σε 426 κρούσματα για τα οποία ήταν διαθέσιμη η πληροφορία του αριθμού των δόσεων του εμβολίου (μονοδύναμο ιλαράς ή MMR) δηλώθηκε ότι 319 (74,9%) είχαν εμβολιαστεί με μόνο μία δόση, 48 (11,3%) είχαν εμβολιαστεί με δύο δόσεις, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις ο ακριβής αριθμός των δόσεων ήταν άγνωστος.
Νοσηλείες – Έκβαση
Από το σύνολο των 4.151 κρουσμάτων ιλαράς που δηλώθηκαν το διάστημα 2004-2023, νοσηλεύτηκαν τα 2.630 (63,36%). Συνολικά, 715 κρούσματα παρουσίασαν επιπλοκές με συχνότερα δηλούμενες: πνευμονία (273), ωτίτιδα (111), ηπατίτιδα (74), αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών (67), βρογχιολίτιδα (59). Αξίζει να σημειωθεί η δήλωση 6 περιπτώσεων εγκεφαλίτιδας.
Κατά την επιδημική έξαρση των ετών 2017-2018, σημειώθηκαν 4 θάνατοι (2 σε κάθε έτος).
Σε όλα τα υπόλοιπα κρούσματα που καταγράφηκαν κατά την περίοδο 2004-2023, η έκβαση ήταν ίαση.