Για το ύφος, τις διατυπώσεις ή τη σκοπιμότητα του ψηφίσματος με το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει την ανησυχία του για το κράτος δικαίου στη χώρα μας μπορεί να εκφράσει κανείς όσες ενστάσεις θέλει.
Αυτή όμως δεν είναι παρά η ήρα αυτού του ψηφίσματος. Το στάρι, δηλαδή η ουσία, βρίσκεται στο περιεχόμενο και τα γεγονότα που καταγράφονται.
Στις παρακολουθήσεις με ή χωρίς το παράνομο λογισμικό Predator, στις καταχρηστικές αγωγές και μηνύσεις κατά μέσων ενημέρωσης με αρνητικό πρωταγωνιστή τον πρώην επικεφαλής του πρωθυπουργικού γραφείου Γρηγόρη Δημητριάδη, στις μεταμεσονύκτιες παρεμβάσεις στις Ανεξάρτητες Αρχές, στην έλλειψη προόδου στη διερεύνηση υποθέσεων όπως το ναυάγιο της Πύλου και η τραγωδία των Τεμπών.
Το ζήτημα από αυτήν την άποψη δεν είναι εάν πίσω από το ψήφισμα «βρίσκονται οι γνωστοί κύκλοι της Αριστεράς στην Ευρώπη», όπως λέει η ΝΔ, ή μια ολλανδέζα ευρωβουλευτής που αποφάσισε να κάνει αντίσταση στην Ελλάδα και δείχνει να κόπτεται περισσότερο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη παρά για τον Γκερτ Βίλντερς.
Αλλά εάν το fact – checking του ψηφίσματος αποδίδει μια πραγματικότητα και περιγράφει μια κατάσταση που εκθέτει και δυσφημεί τη χώρα περισσότερο και από το ίδιο το ψήφισμα. Εάν, εντέλει, η ίδια χώρα θα ρυθμίσει τα του οίκου της και θα συντονιστεί με το σύστημα αρχών και αξιών στο οποίο ανήκει χωρίς και πέρα από την «παρέμβαση της Κομισιόν» που ζητεί το ίδιο το ψήφισμα.
Η καταδίκη είναι ευρωπαϊκή, η υπόθεση όμως είναι εθνική. Ακριβώς επειδή αυτή η χώρα δεν είναι ούτε του Βίλντερς ούτε του Ορμπαν. Και οπωσδήποτε ούτε οποιουδήποτε επικεφαλής γραφείων.