Να αναμετρηθούν με ένα αντιθετικό δίπολο. Να ισορροπήσουν ανάμεσα στη λήθη και στη μνήμη. Δεν ξέχασαν. Μισός αιώνας εγκατάλειψης, όμως; Αμμόχωστος, μια πόλη κοσμοπολίτισσα που μετατράπηκε σε μια πόλη «φάντασμα». Μια πόλη όραμα που «κρύφτηκε» πίσω από τα συρματοπλέγματα, με τη σιωπή να αντηχεί στους άλλοτε πολύβουους δρόμους σαν μια απειλή επικρεμάμενη.
Στις 14 Αυγούστου του 1974 ο τουρκικός στρατός κατέλαβε την πόλη της Αμμοχώστου. Η ζωή των πλέον 40.000 κατοίκων διακόπηκε βίαια, συμπαρασύροντας την πρωτόγνωρη ακμή της πόλης.
Η Αμμόχωστος μπήκε στο στόχαστρο των Τούρκων κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής. Μέσα σε δύο μόνο ημέρες, οι Τούρκοι κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας της Μεσαορίας, την Αμμόχωστο, την Καρπασία και το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής Μόρφου. Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της περιοχής διέφυγαν για να γλιτώσουν. Πρόσφυγες μέσα στην ίδια την πατρίδα τους.
Η Αμμόχωστος τέθηκε υπό τουρκικό στρατιωτικό έλεγχο, περιορίστηκε και αφέθηκε στη φθοροποιό δύναμη του χρόνου. Το Βαρώσι δεν εποικίστηκε ποτέ. Περιφράχθηκε και έγινε μια περίκλειστη πόλη, η οποία παραμένει έτσι μέχρι και σήμερα.
Αναζητάμε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της άλλοτε χρυσής πόλης με οδηγούς τρεις γυναίκες, οι οποίες μιλούν στο ΒΗΜΑ και διηγούνται τις προσωπικές ιστορίες τους. Διηγήσεις που προσπαθούν να συνδέσουν τις μνήμες από την κατεχόμενη Αμμόχωστο με τη σημερινή Κύπρο.
Η Αντιγόνη Σολομωνίδου – Δρουσιώτου, φωτογράφος και δημοσιογράφος, θυμάται τους ανεμόμυλους στους ευωδιαστούς πορτοκαλεώνες του πατέρα της, του Σόλωνα, στον Άη Λουκά και στον Άγιο Γεώργιο του Σπαθαρικού.
Η φωτορεπόρτερ Κάτια Χριστοδούλου μάς πηγαίνει πίσω στα καλοκαίρια των παιδικών της χρόνων και στο τσίγκινο κουτί που μέσα του έκρυψε ο πατέρας της ό,τι πολύτιμο είχαν και το έθαψε στην αυλή του σπιτιού που εγκατέλειψαν.
Η Άννα Μαραγκού, διακεκριμένη αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης, γυρνά σε εκείνη τη βεράντα στο σπίτι της Αμμοχώστου με την απεριόριστη θέα στη θάλασσα.
Και οι τρεις επέστρεψαν όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα για να αντικρίσουν μια πόλη αλλιώτικη. Κι επέστρεψαν από εκείνη την πρώτη, πολλές φορές ακόμα, με το συναίσθημα της απώλειας σε απόλυτη κυριαρχία στις ψυχές τους.
Αντιγόνη Σολομωνίδου–Δρουσιώτου: «Η Αμμόχωστος είναι κομμάτι της ζωής μου»
«Πατρώα γη Αμμόχωστος. Η γη που γέννησε και έθρεψε τον πατέρα μου, Σόλωνα. Ένα κομμάτι της παιδικής και νεανικής μου ηλικίας. Με τα περβόλια στον Άη Λουκά και στον Άγιο Γεώργιο του Σπαθαρικού να εισβάλλουν στην καθημερινότητά μας.
Με τους ανεμόμυλους να παιχνιδίζουν με τους μυρωδάτους ανθούς των πορτοκαλεώνων. Με την παραλία στην περιοχή Καράολος να χαϊδεύει την ξανθή αμμουδιά. Και πιο κάτω η Σαλαμίνα με το αρχαίο θέατρο», αναφέρει στο ΒΗΜΑ η Αντιγόνη Σολομωνίδου–Δρουσιώτου.
Ο πατέρας της έφυγε νωρίς, δίχως να προλάβει να κάνει το μονοήμερο ταξίδι της επιστροφής. Ίσως και να μην άντεχε η καρδιά του να δει μια εγκαταλελειμμένη Αμμόχωστο.
Το ταξίδι αυτό το έκανε τελικά η κόρη του, η Αντιγόνη, τον Μάρτιο του 2003 με άδεια των Ηνωμένων Εθνών, περνώντας από το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλλας.
«Όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό που έβλεπα απέναντί μου ήταν η Αμμόχωστος αισθάνθηκα ρίγος. Η εντός των τειχών Μεσαιωνική πόλη, με την εκκλησία του Άη Νικόλα, πιο κάτω το λιμάνι, η κλειστή »πόλη φάντασμα» με τα βομβαρδισμένα ξενοδοχεία. Η φωτογραφική απαθανατίζει ασταμάτητα την ερημιά, τον τόπο που κάποτε έσφυζε από ζωή και τώρα παραμένει στο έλεος της εγκατάλειψης.
Τον επόμενο μήνα ξαναπερνούσα το οδόφραγμα, αυτή τη φορά από τα Στροβίλια, χωρίς συνοδεία και άδεια, για το μεγάλο προσκύνημα στο περβόλι με τους ανεμόμυλους, στον Άη Λουκά και τον πατέρα νοερά να με συνοδεύει.
Οι πορτοκαλεώνες μαράθηκαν, τα σπίτια γκρεμίστηκαν και δύο τουρκικές σημαίες σημάδεψαν τους ανεμόμυλους. Συγκλονισμός. Οδύνη. Θρήνος».
Από τότε βρέθηκε στην Αμμόχωστο πολλές φορές. Τον Απρίλιο του 2014 παρευρέθηκε στην ιστορική ακολουθία και περιφορά του ιερού Επιταφίου, για πρώτη φορά μετά από 58 χρόνια στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Εξορινού στη μεσαιωνική πόλη της Αμμοχώστου.
Το 2015 είχε την τύχη να ζήσει το γεμάτο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας με το έργο «Ιππόλυτος», από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ) σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο της Εντός των Τειχών Πόλης της Αμμοχώστου (MASDER).
«Ιστορική παράσταση και συγκλονιστικές οι εμπειρίες 41 χρόνια μετά την κατάληψη του αρχαίου θεάτρου. Ήταν απίστευτο αυτό που ζήσαμε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μαζί», αναφέρει.
«Βλέπεις την πόλη που άλλοτε έσφυζε από ζωή να στέκει έρημη εδώ και 50 χρόνια».
Την επόμενη χρονιά, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ) σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο της Εντός των Τειχών Πόλης της Αμμοχώστου (MASDER) παρουσίασε την συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του ΘΟΚ την τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», στο Αρχαίο Θέατρο της Σαλαμίνας. «Εκεί ήμασταν όλοι αγκαλιά. Τα λόγια πραγματικά δεν μπορούν να καταγράψουν την ένταση των συναισθημάτων εκείνης της στιγμής», συμπληρώνει.
Η Αντιγόνη είχε μια ακόμα επιστροφή να κάνει. Επέστρεψε στην «πόλη φάντασμα» τον Ιούνιο του 2021, όταν άνοιξε ένα μέρος του Βαρωσιού. Οι στιγμές φορτισμένες. Η περιγραφή της μας ταξιδεύει νοερά στους δρόμους της έρημης πόλης.
«Μετά τον έλεγχο από τις κατοχικές αρχές, επιλέγεις να νοικιάσεις ένα ποδήλατο ή να ακολουθήσεις τα βήματά σου. Αναγνωρίζεις το ξενοδοχείο που αγαπούσε ο Γιώργος Σεφέρης, το περίφημο King George.
Το σπίτι του μεγάλου Κύπριου ζωγράφου, του Γεωργίου Πολ Γεωργίου και του λόγιου Ευάγγελου Λοΐζου. Τα σπίτια αυτά είναι κοντά στη χρυσή αμμουδιά, τη στοιχειωμένη θάλασσα από τις καταρρακωμένες πολυκατοικίες.
Η οδός Φαλήρου είναι βουβή. Στη φρεσκοασφαλτοστρωμένη λεωφόρο της Δημοκρατίας βλέπεις το Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου, το Ελληνικό Γυμνάσιο, το σινεμά του Χατζηχαμπή. Και στην οδό Κέννεντυ είναι σπίτια λεηλατημένα. Πόρτες ανοιχτές να συνομιλούν με αγριολούλουδα δεκαετιών.
Παράθυρα με τον στοιχειωμένο άνεμο. Βλέπεις την πόλη που άλλοτε έσφυζε από ζωή να στέκει έρημη εδώ και 50 χρόνια. Χάνεσαι στη σιωπή της ερημιάς των κατακτητών.
Είναι μνήμες οδύνης, θρήνος, θυμός, αγανάκτηση. Και στο μυαλό οι στίχοι του Γιάννη Θεοδωράκη: “Όμορφη πόλη, φωνές, μουσικές, απέραντοι, δρόμοι κλεμμένες ματιές” που οδηγούν στο “θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα”».
Για την Αντιγόνη Σολομωνίδου–Δρουσιώτου η Αμμόχωστος είναι κομμάτι της ζωής της κι ας μην γεννήθηκε κι ας μην μεγάλωσε εντός της.
«Είναι κομμάτι της ζωής μου. Κάθε φορά που περνάω το οδόφραγμα, μια γροθιά με χτυπά στο στομάχι και δεν με αφήνει για μέρες να ησυχάσω. Μια πόλη που αφέθηκε. Μια πόλη που για 50 χρόνια δεν κατάφερε κανένας να ανοίξει τις “πόρτες” της».
Κάτια Χριστοδούλου: «Ένιωθα ξένη ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους με φόντο ένα τόσο γνώριμο τοπίο»
«Το 1974 ήμουν 10 χρόνων. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Παλαίκυθρο, στην επαρχία Λευκωσίας. Επισκεπτόμασταν οικογενειακά την Αμμόχωστο για καλοκαιρινά μπάνια και για να δούμε τους συγγενείς μας. Ο αδερφός του πατέρα μου και η γιαγιά μου ζούσαν στην Αμμόχωστο.
Η Αμμόχωστος ήταν μια πόλη κοσμοπολίτικη. Δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από καμία άλλη ευρωπαϊκή πόλη. Θεωρείτο το “διαμάντι” της Μεσογείου.
Πέρασε μισός αιώνας από την εισβολή. Είναι απίστευτο. Ήμουν παιδί και τώρα είμαι μεσήλικας. Έχουν φύγει τα χρόνια, έχουν κυλήσει. Πραγματικά, εύχομαι να επιστρέψω. Αν βρεθεί λύση εγώ θα επιστρέψω στο σπίτι μου, θέλω να γυρίσω στο Παλαίκυθρο», αφηγείται η Κάτια Χριστοδούλου στο ΒΗΜΑ.
Η ιστορία της οικογένειάς της στο Παλαίκυθρο θα γέμιζε τις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Ήταν παιδί κι όμως θυμάται τα πάντα με ακρίβεια, όπως θυμάται και την επιστροφή στο σπίτι της, στο οποίο πια μένουν ο Γιουξέλ, η Εμινέ και τα παιδιά τους. Κι ας είχαν φύγει τόσα χρόνια από το Παλαίκυθρο, υπήρχε κάτι εκεί για να τους περιμένει.
«Φύγαμε στη δεύτερη εισβολή. 14 Αυγούστου 1974. Οι γονείς μου θεώρησαν ότι πρέπει να προφυλάξουν κάποια λίγα τιμαλφή που είχαμε στο σπίτι, σε περίπτωση που μπουν οι Τούρκοι στο χωριό. Τα έβαλαν όλα σε ένα τσίγκινο κουτί και το έθαψαν στην αυλή. Φύγαμε με τη σκέψη ότι θα επιστρέφαμε. Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε ποτέ.
Μια Κυριακή κι ενώ καθόμασταν γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, η μητέρα μου είπε «όπως φύγαμε τότε όλοι μαζί, έτσι όλοι μαζί θα επιστρέψουμε. Πάμε να δούμε το σπίτι μας». Έτσι και πήγαμε.
Η μητέρα μου είπε στον αδερφό μου τον Χρήστο που οδηγούσε το αυτοκίνητο ότι δεν θέλει να κατέβει, θέλει απλά να περάσει να δει το σπίτι από τον δρόμο. Μόλις μπήκαμε στη γειτονιά και συνειδητοποίησε τι βλέπει, φώναξε: «να το σπίτι μας, σταμάτα να κατέβω«.
Έτρεξα πίσω της. Μόλις την είδε ο Γιουξέλ, τον άκουσα να λέει στην Εμινέ, στα τούρκικα: «έλα γρήγορα έξω, ήρθε η μαμά της Κάτιας’’. Την αναγνώρισε κι ας μην την είχε δει ποτέ του. Μπήκαμε μέσα, διασχίσαμε τον διάδρομο και βγήκαμε στην αυλή.
Τα παιδιά των αδελφών μου ψιθύριζαν «γιαγιά πού τα θάψατε;» Το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας των Τουρκοκυπρίων μάς είπε «Μην ανησυχείτε. Τα βρήκε ο πατέρας μου και τα φύλαξε«.
Τον ακολούθησα στην κουζίνα. Τον είδα να τραβάει το πλυντήριο και από πίσω είχε φυλαγμένα όσα είχαμε μέσα στο τσίγκινο κουτί, όπως τα καπνιστομέρρεχα, τους βαφτιστικούς σταυρούς μας και την παιδική χρυσή μου ταυτότητα με το όνομά μου. Περίμεναν τη μητέρα μου, τη Δήμητρα, για να τις τα επιστρέψουν».
Στις 8 Οκτωβρίου του 2020 ανακοινώθηκε η διάνοιξη ενός μέρους της περίκλειστης περιοχής. Η Κάτια Χριστοδούλου, με έναν φίλο και συνάδελφό της, τον Τάσο Δημητριάδη, αποφάσισε να κάνει το ταξίδι. Πήρε τη φωτογραφική της μηχανή στο χέρι και με συναισθήματα ανάμεικτα στάθηκε στην ουρά περιμένοντας να ανοίξει το οδόφραγμα.
Δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Οι αστυνομικοί του ψευδοκράτους βλέποντας τα χαρτιά της, είπαν «μόνο οι νόμιμοι κάτοικοι (σσ οι Τούρκοι) θα περάσουν. Λίγη ώρα αργότερα η Κάτια Χριστοδούλου περνούσε στην άλλη πλευρά, η οποία απείχε μονάχα ένα βήμα.
«Φανταζόμουν πολύ διαφορετική εκείνη την ημέρα, όταν θα έμπαινα στην κλειστή περιοχή της Αμμοχώστου. Περίμενα ότι θα ήταν μια ημέρα γιορτινή. Μια ημέρα επιστροφής των νόμιμων κατοίκων. Δυστυχώς, ήταν ένας εφιάλτης.
Εκείνο το πρωινό στο οδόφραγμα ήμασταν ελάχιστοι Ελληνοκύπριοι, οι περισσότεροι ήταν Τούρκοι και κρατούσαν στα χέρια τουρκικές σημαίες. Ήταν λες και έβλεπα μπροστά μου την εικόνα μιας τρίτης εισβολής. Ένιωθα ξένη ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους με φόντο ένα τόσο γνώριμο τοπίο.
Μόλις άκουσα το «περάστε» ένιωσα μια τεράστια νοσταλγία. Έβλεπα μια πόλη λεηλατημένη, μια βαθιά πληγωμένη πόλη αφημένη στη φθορά του χρόνου. Μέσα από τα ορθάνοιχτα παράθυρα των σπιτιών μπορούσες να το καταλάβεις. Ήταν μια περιδιάβαση που μου προκάλεσε απίστευτη θλίψη» αφηγείται στο ΒΗΜΑ η Κάτια Χριστοδούλου.
Τα παράθυρα της Αμμοχώστου κέντρισαν το ενδιαφέρον της. Παράθυρα σφαλισμένα, παράθυρα ορθάνοιχτα. Παράθυρα γυμνά, παράθυρα που τα ‘χε καταπιεί η φύση. Ένα ήταν αυτό που τη συντάραξε κι έγινε το έναυσμα για το οδοιπορικό της και την έκθεση φωτογραφίας «ContreVentsetmarées – Ενάντια στους ανέμους των καιρών», η οποία περιλαμβάνει φωτογραφίες από 36 παράθυρα της Αμμοχώστου.
«Μέσα από τα κλειστά παραθυρόφυλλα ξεπρόβαλλαν ξερά κλαδιά βουκαμβίλιας. Τα κλαδιά έβγαιναν από το παράθυρο γιατί αναζητούσαν το φως. Τα παράθυρα της Αμμοχώστου είναι για εμάς συνδεδεμένα με φορτισμένες συμβολιστικές απηχήσεις.
Συνδέονται με τη θέα προς την απέραντη θάλασσα, τη φυγή προς το φως, την έννοια του βίαια διακεκομμένου μέλλοντος, την προοπτική της ελευθερίας, την άσβεστη ελπίδα».
Η Κάτια Χριστοδούλου είναι κάτοικος Λευκωσίας, «τόσο κοντά και τόσο μακριά από το σπίτι μου λόγω της κατοχής» όπως χαρακτηριστικά λέει.
«Είμαι πρόσφυγας στην ίδια μου τη χώρα. Το ζήτημα είναι ξεκάθαρα πολιτικό. Αν μας άφηναν Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους θα ζούσαμε μαζί χωρίς πρόβλημα.
«Ήταν λες και έβλεπα μπροστά μου την εικόνα μιας τρίτης εισβολής».
Δυστυχώς, πάρα πολύς κόσμος ξεχνά. Το «Δεν Ξεχνώ», για εμάς που το ζήσαμε έντονα, με την εισβολή και την προσφυγιά, είναι πάντα παρόν. Έχω βρεθεί σε πολλά μέρη του κόσμου για να καλύψω διάφορα γεγονότα ως φωτορεπόρτερ. Έκανα και προσπαθώ να κάνω εθελοντικά ταξίδια μαζί με τους «Εθελοντές Γιατρούς Κύπρου».
Έχω καλύψει σεισμούς, πολέμους κι όμως το συναίσθημα που ένιωσα μπαίνοντας στην Αμμόχωστο δεν το έχω ξαναβιώσει πουθενά. Το μόνο συναίσθημα που μπορεί να συγκριθεί ήταν αυτό που ένιωσα όταν στις 23 Απριλίου του 2003 επισκέφθηκα το σπίτι μου στο Παλαίκυθρο», καταλήγει.
Άννα Μαραγκού: «Μπορεί να μην κατάφερα να ζήσω όλη μου τη ζωή στην Αμμόχωστο, όμως ελπίζω να μπορέσω να πεθάνω εκεί»
Η Άννα Μαραγκού γνωρίζει όσο λίγοι τον πολιτισμό και την ιστορία της Κύπρου. Επίκεντρο των ερευνών της τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η ιστορία της Αμμοχώστου, γενέτειρας του πατέρα της.
Μάλιστα, από το 2013 με το «Historic Cyprus» της διοργανώνει περιηγήσεις στην κατεχόμενη γη, προσφέροντας τη δυνατότητα ανακάλυψης του μοναδικά πλούσιου πολιτιστικού προσώπου της Κύπρου.
Μιλήσαμε στις 31 Γενάρη, γενέθλια ημέρα του Βαρωσιώτη πατέρα της κι ενώ απέναντί της στον τοίχο του σαλονιού της έστεκε μια παλιά φωτογραφία της Αμμοχώστου.
Επισκέπτεται την πόλη κάθε εβδομάδα καθώς είναι μέλος της Δικοινοτικής Επιτροπής για την πολιτιστική κληρονομιά και υπεύθυνη για τη συντήρηση ενός από τους οκταγωνικούς προμαχώνες της Αμμοχώστου που βρίσκεται σήμερα μέσα σε στρατιωτική περιοχή.
Το σπίτι της έχει καταφέρει να το δει μονάχα από μακριά, «κολύμπησα και το είδα απ’ έξω», λέει στο ΒΗΜΑ η Άννα Μαραγκού. Και συνεχίζει: «Τα καλύτερά μου χρόνια τα έχω ζήσει στην Αμμόχωστο, μέχρι τα 23 μου. Θυμάμαι τα καλοκαίρια στο σπίτι μας. Ένα σπίτι με μια μεγάλη βεράντα πάνω στη θάλασσα. Νιώθω την Αμμόχωστο, λόγω της απώλειας, σχεδόν περισσότερο πατρίδα από τη Λευκωσία.
Η Αμμόχωστος είναι μέρος της καθημερινότητάς μας. Και τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου μεγαλώνουν με αυτή τη σκέψη στο μυαλό τους. 23 Απριλίου του 2003 επέστρεψα μαζί με την οικογένειά μου για πρώτη φορά από το 1974.
Ήταν η πρώτη φορά που μπήκαμε στην κατεχόμενη Κύπρο και ήταν μια σοκαριστική εμπειρία. Το Βαρώσι τότε παρέμενε περίκλειστο. Φτάσαμε μέχρι την Καρπασία, προσπαθήσαμε να δούμε όσο το δυνατόν περισσότερα σημεία γιατί δεν ήμασταν σίγουροι αν θα παρέμεναν ανοιχτά τα οδοφράγματα.
Η Αμμόχωστος, τουλάχιστον στα χρόνια (από το 1955 έως το 1974) που τη γνώρισα εγώ κι έχω μνήμες, ήταν μια πόλη με απίστευτη ακμή, πρωτοποριακή ακμή. Η Αμμόχωστος είχε μια πνευματικότητα, ήταν πρωτοπόρα.
Το Βαρώσι έφερε τον τουρισμό. Άνθισαν οι τέχνες. Και, φυσικά, το αποτύπωμα της Ιστορίας, με έντονο το ενδιαφέρον λόγω των γύρω αρχαιολογικών ανασκαφών και ιδίως της Σαλαμίνας. Η Αμμόχωστος, ελέω λιμανιού, μαζί με τη Λευκωσία ήταν το οικονομικό κέντρο της Κύπρου και στήριξε τη νεοσύστατη Δημοκρατία».
«Το “Δεν Ξεχνώ” έχει αποτύχει. Για να ξεχάσει κάποιος θα πρέπει να ξέρει».
Της ζητώ να κάνει μια αναδρομή στην ιστορία της Αμμοχώστου, μετά την εισβολή του ‘74, και μια ερμηνεία για τη διαχρονική απουσία λύσης. «Η Αμμόχωστος δόθηκε πίσω σε εμάς εφτά φορές. Και οι εφτά δεν ήταν αρκετές για τους εκάστοτε ηγέτες μας ώστε να δοθεί μια λύση.
Έτσι, χάσαμε την Αμμόχωστο και νομίζω θα τη χάσουμε και τελεσίδικα γιατί δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Δεν μπορούμε να λέμε “ή όλα ή τίποτα’’ ή να πιστεύουμε “πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ΄ναι’’. Αρνούμαι να σκεφτώ την Αμμόχωστο ως μια νέα Σμύρνη.
Η συνθήκη της Αμμοχώστου είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι για την υπόλοιπη Κύπρο. Τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και των Ηνωμένων Εθνών ανέφεραν ότι το Βαρώσι πρέπει να δοθεί πίσω στα Ηνωμένα Έθνη και τα Ηνωμένα Έθνη θα το έδιναν πίσω στους νόμιμους κατοίκους του.
Οι εκάστοτε κυβερνώντες χρησιμοποίησαν κάτι το οποίο ήταν πάρα πολύ πρόστυχο. Η αμμοχωστοποίηση είναι η πιο αισχρή λέξη που έχει σκεφτεί διαχρονικά η πολιτεία. ‘’Γιατί να δοθεί η Αμμόχωστος πίσω; Δεν θα έπρεπε να δοθεί και η Κερύνεια; Δεν θα έπρεπε να δοθεί και η Μόρφου;’’ Κι έτσι η Αμμόχωστος δεν δόθηκε ποτέ για να είναι ευχαριστημένοι οι υπόλοιποι άλλοι κάτοικοι της Κύπρου.
Όταν γίνεται μια τέτοια καταστροφή στον τόπο, όπως αυτή που έγινε το 1974, το βάρος το επωμίζονται όλοι. Στην περίπτωση της Κύπρου το βάρος το επωμίστηκε μόνο ο προσφυγικός κόσμος. Ο προσφυγικός κόσμος της Κύπρου έχει έναν τεράστιο κόμπο στον λαιμό του και οι Αμμοχωστιανοί συγκαταλέγονται σε αυτούς που φέρουν βαρέως ότι προτάθηκε η αμμοχωστοποίηση του Κυπριακού.
Επίσης, κανείς δεν έχει προτάξει ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι οι καλύτεροι σύμμαχοί μας. Κι αυτοί πολεμούν ενάντια στο καθεστώς του Ερντογάν γιατί για αυτούς διακυβεύεται η εξαφάνιση της κοινότητάς τους. Οι Τουρκοκύπριοι νιώθουν πολύ βαριά την μπότα του Αττίλα, όσο τη νιώθουμε κι εμείς», σημειώνει η Άννα Μαραγκού.
Για εκείνη το “Δεν Ξεχνώ” έχει αποτύχει γιατί για να ξεχάσει κάποιος θα πρέπει να ξέρει. «Η δική μας νέα γενιά δεν ξέρει. Θεωρεί ότι η Κύπρος είναι από τη Λευκωσία μέχρι την Πάφο. Εμείς οι παλιοί ξέρουμε και σίγουρα δεν ξεχνάμε, όμως εμείς φεύγουμε. Δεν διδάσκεται η κατεχόμενη Κύπρος -όπως θα έπρεπε- με αξιοπρέπεια κι όχι μόνο με κλάματα, μνημόσυνα και κατηγορίες», αναφέρει.
Λίγο πριν την αποχαιρετήσω, με προλαβαίνει: «Μπορεί να μην κατάφερα να ζήσω όλη μου τη ζωή στην Αμμόχωστο, όμως ελπίζω να μπορέσω να πεθάνω εκεί».