«Χθες πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη με το τρένο, με μια πολύ ωραία και διαυγή ημέρα, είδα στον κάμπο της Ημαθίας, στο βάθος, το νέο Μουσείο – αυτό το είχα ξαναδεί -, αλλά είδα και το ανάκτορο των Αιγών, φαίνονταν οι κίονες του από μακριά και συγκινήθηκα πολύ», μας λέει η Αγγελική Κοτταρίδη. Η Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων Ημαθίας ήταν επιστημονικά και διοικητικά υπεύθυνη του εμβληματικού έργου της αποκατάστασης και αναστήλωσης του ανακτόρου του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας, στις Αιγές, από το 2007 μέχρι το 2023. Μοιάζει περιττό να επαναλάβουμε ότι η απόδοση του μνημείου, που εγκαινιάστηκε στις αρχές του 2024 και είναι επισκέψιμο για το κοινό από τις 7 Ιανουαρίου ως πολύτιμο τμήμα του μοναδικού αρχαιολογικού πάρκου της Ημαθίας, με την ονομασία Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών (η γνωστή μας «Βεργίνα»), ήταν έργο ζωής για την αρχαιολόγο, η οποία αφιερώθηκε στην ανάδειξη του βασιλείου των Μακεδόνων.
«Ως ερευνήτρια θα παραμείνω εδώ όσο υπάρχω και αντέχω, διότι έχω ένα τεράστιο έργο, τη δημοσίευση μιας αναλυτικής έκδοσης για το ανάκτορο και επίσης, προϊσταμαι της τακτικής ανασκαφής στο Γυμνάσιο της αρχαίας Μίεζας. Ως μελετήτρια παραμένω στο Μουσείο», σημειώνει η κ. Κοτταρίδη με το χαρακτηριστικό πάθος που τη διακατέχει. Πρόσφατα η ίδια συνταξιοδοτήθηκε αλλά κάθε άλλο παρά αποσύρεται από την ενεργό δράση. Στη Μίεζα εξάλλου ο Αριστοτέλης δίδαξε τον Μέγα Αλέξανδρο, άλλο ένα κομμάτι στο παζλ της πολιτισμικής επιρροής της αρχαίας Μακεδονίας που πρέπει να αναδειχθεί διεξοδικά.
Η αναστήλωση του ανακτόρου των Αιγών
Το ανάκτορο, το «βασίλειον» των Αιγών –με την αρχαία ονομασία του- έχει έκταση περίπου 15.000 τ.μ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας, το επίκεντρο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος, με το οποίο ο Φίλιππος Β΄ (359-336 π.Χ.) εκσυγχρόνισε και αναβάθμισε τις Αιγές, τη βασιλική μητρόπολη των Μακεδόνων.
«Έπρεπε να αποκαλύψουμε την κάτοψη και να την αποτυπώσουμε, να τεκμηριώσουμε τα πάντα. Μιλάμε για παραπάνω από 25.000 αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία έπρεπε να τεκμηριωθούν ένα προς ένα, καθώς και για πενταψήφιο νούμερο ευρημάτων».
Η λεπτομερής και ταυτόχρονα ογκώδης εργασία που έγινε όλα αυτά τα χρόνια από την ίδια στο Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών και στο ανάκτορο του Φιλίππου Β΄ είναι ενδεικτική της επίμονης επιστημονικής της έρευνας. Βήμα – βήμα η Αγγελική Κοτταρίδη μας περιγράφει κάθε μικρή ψηφίδα του έργου της αναστήλωσης του ανακτόρου: «Ξεκινήσαμε από μηδενική βάση, διότι δεν είχαμε καθόλου στοιχεία από τις παλαιότερες ανασκαφές. Υπήρχαν διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη παντού, ερείπια καταχωμένα ξανά, γιατί η ανασκαφή είχε σταματήσει στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και είχε μείνει ανοιχτό το μνημείο σκεπασμένο με βλάστηση και χώματα από το βουνό. Έπρεπε να σκάψουμε συστηματικά, να αποκαλύψουμε τι ήταν ξανασκαμμένο και τι μπαζωμένο, τι ήταν άσκαφτο ώστε να δίνει πρωτογενή στοιχεία. Ευτυχώς είχαμε πολλά τέτοια κομμάτια για να χρονολογήσουμε το μνημείο, διότι ήταν χαώδεις οι προτάσεις για τη χρονολόγηση, η οποία έπρεπε να προσδιοριστεί με ακρίβεια στα χρόνια του Φιλίππου του Β΄ στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Έπρεπε να αποκαλύψουμε την κάτοψη και να την αποτυπώσουμε, να τεκμηριώσουμε τα πάντα. Μιλάμε για παραπάνω από 25.000 αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία έπρεπε να τεκμηριωθούν ένα προς ένα, καθώς και για πενταψήφιο νούμερο ευρημάτων. Όλα αυτά έπρεπε να τα επεξεργαστούμε ενώ έπρεπε να έχουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση μελέτης αναστήλωσης σε όλες τις φάσεις του έργου ώστε να υπάρχει συνέχεια χρηματοδότησης – 20.300.000 ευρώ, όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι λίγα».
«Το δυσκολότερο κομμάτι ήταν η επίλυση. Το να αντιληφθώ πώς ήταν η κάτοψη, πώς ήταν οι κίονες, πώς ακριβώς ήταν το πρόπυλο».
Ποιο ήταν το δυσκολότερο μέρος του έργου; «Το δυσκολότερο κομμάτι ήταν η επίλυση. Το να αντιληφθώ πώς ήταν η κάτοψη, πώς ήταν οι κίονες, πώς ακριβώς ήταν το πρόπυλο. Σκεφτείτε ότι από τους 60 αρχικούς κίονες έχουμε περίπου 30 αποσπασματικά, κάναμε δηλαδή και κάποιες συμπληρώσεις αλλά κανένας κίονας δεν έχει πάνω από ένα – δύο κομμάτια από νέο υλικό. Ανάμεσα σε 200 κομμάτια έπρεπε να βρούμε ποιο πάει με ποιο και αυτά δεν είναι κομμάτια που τα σηκώνεις με το χέρι και τα βάζεις το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά ήθελαν γερανό. Έπρεπε να βρούμε ποιο κομμάτι λείπει ενδιάμεσα – ένα τεράστιο παζλ, χώρια οι τοιχοβάτες και οι στυλοβάτες. Μιλάω για τους κίονες που είναι το πιο εντυπωσιακό κομμάτι γιατί έχουν σηκωθεί σε ύψος 6 μέτρων, όσο ήταν δηλαδή, 6 μέτρα και 4 εκατοστά και πάνω από αυτούς έχει μπει το επιστύλιο, η ζωφόρος και γείσο σε κάποια σημεία, δηλαδή είμαστε στα 7,5 μέτρα ύψος. Επίσης, ένα μέρος του μνημείου ανατάχθηκε στο μουσείο και όχι στο ίδιο το μνημείο για στατικούς λόγους», επισημαίνει η αρχαιολόγος.
Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών – Οι ενότητες και το νέο μουσείο
Στις Αιγές οι επισκέπτες συνδέονται με την ιστορία της Μακεδονίας στο χώρο και το χρόνο. Το Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών είναι ένα σύνολο μνημείων στον πυρήνα του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, περίπου 100.000 στρέμματα, το οποίο μπορεί να μεγαλώνει στο διηνεκές, ιδανικά ανάλογα με το τι συντηρείται, αποκαθίσταται και αποδίδεται στον κόσμο. Ο αρχαιολογικός χώρος των Αιγών ορίζεται από τον Αλιάκμονα, την κορυφή των Πιερίων και καταλήγει στον παραπόταμο του Αλιάκμονα, Κρασοπούλι (ο αρχαίος Άσκορδος).
Αυτή τη στιγμή το Πολυκεντρικό Μουσείο, «πράσινο» στην αντίληψη και την πραγμάτωση του σε αρμονία με τη φύση, περιλαμβάνει: Το νέο μουσείο, που εγκαινιάστηκε πέρυσι και μετρά πάνω από 260.000 επισκέπτες το 2023, ενώ αποτελεί την πύλη στην ιστορία της πόλης των Αιγών, και στην ιστορία των Μακεδόνων (θα στεγάζει και τον «ψηφιακό Αλέξανδρο», ο οποίος θα βρίσκεται σε κάθε υπολογιστή, με την εφαρμογή «Μέγας Αλέξανδρος, από τις Αιγές στην Οικουμένη»), το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων, τη Νεκρόπολη των Αιγών, έκτασης 540 στρεμμάτων με τη βασιλική ταφική συστάδα των Τημενιδών, τον Άγιο Δημήτριο, εκκλησία του 16ου αιώνα στης οποίας το νάρθηκα ο Μέγας Αλέξανδρος επιστρέφει στην πατρίδα του ως βυζαντινός αυτοκράτορας και φυσικά το Ανάκτορο του Φιλίππου Β΄ με το αρχαίο θέατρο.
«Αυτά τα μοναδικά αριστουργήματα πλαισιώνονται τώρα από ένα κορυφαίο κτίριο, το μεγαλύτερο κτίριο της κλασικής αρχαιότητας, το οποίο είναι τρεις φορές ο Παρθενώνας».
«Η βασιλική μητρόπολη των Μακεδόνων είναι πλέον σε κατάσταση που μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον επισκέπτη», τονίζει η Αγγελική Κοτταρίδη. Όπως λέει η αρχαιολόγος που ήταν στο πλευρό του Μανόλη Ανδρόνικου στην ανασκαφή της Βεργίνας: «Οι βασιλικοί τάφοι και οι θησαυροί τους είναι μια εκπληκτική συγκέντρωση αριστουργημάτων που δεν έχουν κανένα παράλληλο, διότι μας σύστησαν για πρώτη φορά τους Μακεδόνες. Δεν είναι καθόλου συνηθισμένο να βλέπεις τόσο χρυσό και ασήμι σε ένα ελληνικό μουσείο, όπως δεν είναι συνηθισμένες οι εκπληκτικές ελεφαντοστέινες κεφαλές (από τη διακόσμηση της χρυσελεφάντινης κλίνης στο θάλαμο του τάφου του Φιλίππου), οι οποίες απεικονίζουν τον Φίλιππο και τον Μεγαλέξανδρο, όπως τους γνωρίζουμε από μεταγενέστερα πορτρέτα ρωμαϊκά και ελληνιστικά. Είναι συναρπαστικό να βλέπεις ότι εδώ στις Αιγές το 340 π.Χ. γεννιέται το ρεαλιστικό πορτρέτο του Φιλίππου και του Αλέξανδρου.»
Το αρχαίο βασίλειο των Μακεδόνων παίρνει πλέον πρόσθετη αίγλη με το αναστηλωμένο ανάκτορο του Φιλίππου Β΄. «Αυτά τα μοναδικά αριστουργήματα πλαισιώνονται τώρα από ένα κορυφαίο κτίριο, το μεγαλύτερο κτίριο της κλασικής αρχαιότητας, το οποίο είναι τρεις φορές ο Παρθενώνας», τονίζει η Αγγελική Κοτταρίδη. Το κτίριο άρχισε να κατασκευάζεται στα μέσα του 4ου αι. και είχε ολοκληρωθεί το 336 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Β΄, στο αποκορύφωμα του εορτασμού της παντοδυναμίας του, δολοφονήθηκε, καθώς έμπαινε στο γειτονικό θέατρο. Στο μεγάλο περιστύλιο του ανακτόρου ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μακεδόνων ο Αλέξανδρος Γ΄ (Αρριανός, Αλ. Α. 1.25.1 – 2 ) και ξεκίνησε την πορεία που θα άλλαζε τον κόσμο. Το ανάκτορο καταστράφηκε παραδειγματικά στα μέσα του 2ου αι.π.Χ., μετά την οριστική κατάλυση του βασιλείου από τους Ρωμαίους του Μέτελλου, το 148 π.Χ. Ό,τι απέμεινε από τη λιθαρπαγή, που συνεχίστηκε για αιώνες, αποκαλύφθηκε με την ανασκαφή που ξεκίνησε το 1865 και συνεχίστηκε τον 20ό αιώνα, τη δεκαετία του 1930 και τις δεκαετίες του 1950-1960.
«Ένα αρχέτυπο που ορίζει ουσιαστικά τη δημόσια αλλά και την ιδιωτική σε ένα μέτρο, αρχιτεκτονική όλης της ελληνιστικής οικουμένης»
Πρόκειται για ένα πολιτικό κτίριο-τόπο συνάθροισης των Μακεδόνων, με το μνημειώδες πρόπυλο, που παραπέμπει σε ιερό, τις εντυπωσιακές διώροφες στοές της πρόσοψης που ανοίγονται στην πόλη και προσκαλούν τους πολίτες να κάνουν χρήση του χώρου τους, το μέγα περιστύλιο, γύρω από το οποίο οργανώνονται οι χώροι των συμποσίων, την θόλο που σύμφωνα με τις επιγραφές ήταν ιερό του Πατρώου Ηρακλή, τη βιβλιοθήκη/αρχείο και το μικρότερο δυτικό περιστύλιο που εξυπηρετούσε βοηθητικές χρήσεις (παλαίστρα κλπ.). Το «βασίλειον» καθίδρυμα των Αιγών στέγαζε όλες εκείνες τις δομές που ήταν απαραίτητες για την άσκηση της πολυεπίπεδης δημόσιας εξουσίας. «Ένα αρχέτυπο που ορίζει ουσιαστικά τη δημόσια αλλά και την ιδιωτική σε ένα μέτρο, αρχιτεκτονική όλης της ελληνιστικής οικουμένης. Είναι το πρώτο συγκροτημένο περιστύλιο της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ένα μεγαλοφυές κτίριο», λέει η Αγγελική Κοτταρίδη.
Οι ένοικοι των βασιλικών τάφων της Βεργίνας
Απέναντι στη συνεχιζόμενη ‘’διαμάχη’’ γύρω από τις ταυτοποιήσεις των νεκρών των βασιλικών τάφων των Αιγών, η οποία έχει επανέρθει με σφοδρότητα στον δημόσιο διάλογο, τις τελευταίες ημέρες λόγω και της άποψης του Αντώνη Μπαρτζώκα, ομότιμου καθηγητή Φυσικής Ανθρωπολογίας – Παλαιοανθρωπολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που θεωρεί μεταξύ άλλων σε πρόσφατη δημοσίευση του με την ομάδα του στο περιοδικό «Επιθεώρηση Αρχαιολογικής Επιστήμης» ότι ο νεκρός του Τάφου ΙΙ δεν είναι ο Φίλιππος Β΄ όπως έχει τεκμηριωθεί από την ανασκαφική ομάδα του Ανδρόνικου, αλλά ο γιος του, Φίλιππος ο Αριδαίος, ετεροθαλής αδελφός του Αλέξανδρου και ότι ο Φίλιππος Β΄, βρίσκεται στον Τάφο Ι, όπως έχει υποστηρίξει ο καθηγητής από παλαιότερη έρευνα, η Αγγελική Κοτταρίδη απορρίπτει κάθε θεωρία ως «ανυπόστατη». Αντιτείνει ότι η ομάδα του κ. Μπαρτζώκα δεν έχει εξετάσει τα οστά του Φιλίππου Β΄ στο μικροσκόπιο και δεν τα μελέτησε συστηματικά, ενώ σύμφωνα με τα όσα έχει πει ο καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Νικόλαος Ξηροτύρης, από το 2015, το ανδρικό όστο που εκλαμβάνεται ως απόδειξη της αναπηρίας του Φιλίππου Β΄ και συνεπώς του ενταφιασμού των οστών του στον Τάφο Ι, αποτελεί προϊόν άλλης ανασκαφής εκτός Ελλάδας. Στον κ. Ξηροτύρη, πρώην διευθυντή του εργαστηρίου ανθρωπολογίας του Δημοκρίτειου πανεπιστημίου, είχε ανατεθεί η μελέτη των οστών των τριών βασιλικών τάφων της Βεργίνας από τον Μανόλη Ανδρόνικο.
Ο κ. Μπαρτζώκας υποστηρίζει, ακόμα, ότι στον πρώτο τάφο, κατά τη δική του μελέτη, μαζί με τον Φίλιππο Β΄ βρίσκονται τα οστά της συζύγου του Κλεοπάτρα και το νεογέννητο παιδί τους. Στον δεύτερο τάφο, μαζί με τον Φίλιππο τον Αριδαίο είναι η σύζυγός του Ευρυδίκη, ενώ περιέχονται και τμήματα της πανοπλίας του Μεγαλέξανδρου.
Ο Φίλιππος Β΄, οι σύζυγοι και οι απόγονοι
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η κ. Κοτταρίδη, το μουσειακό κέλυφος με τους βασιλικούς τάφους και την έκθεση των θησαυρών, περιλαμβάνει την ταφική συστάδα του Φίλιππου Β΄ με τον τάφο του μικρού Αλέξανδρου Δ΄, δηλαδή του γιου του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης και ακόμη δύο βασιλικούς τάφους. Ο ένας είναι της Νικησίπολης, μίας εκ των επτά συζύγων του Φιλίππου και μητέρας της Θεσσαλονίκης (μετέπειτα σύζυγο του Κασσάνδρου και βασίλισσα της Μακεδονίας) και ο άλλος, είναι ο τάφος του Φιλίππου Δ΄, δηλαδή του γιου της Θεσσαλονίκης, εγγονού του Φιλίππου Β΄. Ο δε Αριδαίος, γιος του Φιλίππου Β΄, μαζί με τη συζυγό του Ευρυδίκη είναι θαμμένοι, κατά τη δική της άποψη και επιχειρηματολογία, σε έναν από τους τάφους στη βασιλική συστάδα των Τημενιδών, έναν μακεδονικό τάφο που χρονολογείται στα τελευταία χρόνια του 4ου αι. π.Χ. Τους ανακόμισε ο Κάσσανδρος, σύμφωνα με τον Διόδωρο, μετά το 316 π. Χ. αφού τους είχε εκτελέσει η σύζυγος του Φιλίππου Β΄, Ολυμπιάδα (η μητέρα του Μεγαλέξανδρου και μία από τις συζύγους του Φιλίππου) και θάψει κάπου αλλού.
Όσο για την περίπτωση στους βασιλικούς τάφους των Αιγών να βρίσκεται ο Μεγαλέξανδρος και όχι ο Φίλιππος Β΄, όπως υποστηρίζει σθεναρά η διακεκριμένη βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η Αγγελική Κοτταρίδη ανατρέχει στο παρελθόν, όταν το 1977 ήρθε στο φως η ανακάλυψη του Μανόλη Ανδρόνικου: «Λέτε εμείς να μην θέλαμε να έχουμε τον Αλέξανδρο; Περισσότερο από κάθε άλλον θέλαμε να τον έχουμε.»