Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή. Ο Χαγιάο Μιγιαζάκι κατέχει μια ξεχωριστή θέση στις καρδιές τόσο των απανταχού φίλων του animation όσο και πολλών διάσημων και πολύ επιτυχημένων κινηματογραφιστών. Έχουν περάσει ήδη τρεις εβδομάδες από την συνέντευξή του υποψήφιου για Όσκαρ Ισπανού σκηνοθέτη Pablo Berger στο Βήμα, όμως τον θυμάμαι σαν τώρα να λέει: «Όταν με ρωτούν κατά καιρούς ποιες είναι η αγαπημένες μου ταινίες, αναφέρω πάντα και κάποιες ταινίες του Μιγιαζάκι. Λατρεύω τις ταινίες του, τις μελετώ, επιστρέφω σε αυτές πάντα όταν αναζητώ έμπνευση».
Ο 83χρονος σήμερα animator θεωρείται μία από τις πιο επιδραστικές και διορατικές προσωπικότητες στον κόσμο των κινουμένων σχεδίων, μιας και το έργο του όχι μόνο έχει αγγίξει τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά έχει αφήσει και ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ίδια τη βιομηχανία. Και η επιρροή του αυτή πλέον ξεπερνά κατά πολύ τα πολιτισμικά σύνορα. Υπερβαίνει ακόμα και το ίδιο το animation.
Η μοναδική του προσέγγιση στην τέχνη του έχει επίσης εμπνεύσει γενιές κινηματογραφιστών να διευρύνουν τα όρια της δικής τους δημιουργικότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο Γουές Άντερσον και ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο. Επιπλέον, η λίστα των θαυμαστών της δουλειάς του περιέχει ονόματα όπως εκείνα των Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τζέιμς Κάμερον.
Ο Μιγιαζάκι έχει φιλοτεχνήσει όλα αυτά τα χρόνια έργα εκπληκτικού βάθους και καλλιτεχνικής αξίας. Ενδεικτικά μόνο, η «Πριγκίπισσα Μονονόκε» κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Ιαπωνικής Ακαδημίας το 1998. Η αμέσως επόμενη ταινία του, «Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων» (Spirited Away), κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων το 2003, ενώ τρία χρόνια μετά ήταν υποψήφιο στην ίδια κατηγορία και το «Το Κινούμενο Κάστρο».
Φέτος, ο βετεράνος του animation βρίσκεται και πάλι υποψήφιος με την ταινία «Το Αγόρι και ο Ερωδιός», που μόλις βγήκε και στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες. Η τελευταία αυτή ταινία του ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για το αφοσιωμένο του κοινό. Κι αυτό γιατί ο Μιγιαζάκι υποτίθεται πως είχε γυρίσει την τελευταία του ταινία με τίτλο «The Wind Rises» το 2013.
Τότε είχε δηλώσει σε μια κατάμεστη συνέντευξη Τύπου στο Τόκιο ότι αποσύρεται από την παραγωγή ταινιών μεγάλου μήκους. Στα 72 του χρόνια, είχε αρχίσει να επιβραδύνει, όπως είχε πει, και δεν αισθανόταν ικανός να ανταπεξέλθει στον όγκο της δουλειάς που απαιτεί μια ταινία μεγάλου μήκους. Παρόλα αυτά, επέστρεψε. Μετά βαϊων και κλάδων φυσικά. Και μάλιστα με μια ταινία που αποδεικνύει για πολλοστή φορά την δημιουργική του δεινότητα και εδραιώνει την τεράστια κληρονομιά του.
Στην καρδιά αυτής του της κληρονομιάς βρίσκεται η απαράμιλλη ικανότητά του να υφαίνει μαγευτικές ιστορίες που παντρεύουν την ιαπωνική μυθολογία με τον σύγχρονο ψυχολογικό ρεαλισμό και υπερβαίνουν το συμβατικό δίπολο «καλό εναντίον κακού», εξερευνώντας πολύπλοκες θεματικές.
Στο σύνολο του έργου του Μιγιαζάκι υπάρχουν θέματα που επανέρχονται διαρκώς και αφορούν τον περιβαλλοντισμό, τον φιλειρηνισμό, τον φεμινισμό, την αγάπη και τις δυναμικές της οικογένειας. Ιδιαίτερα, ο περιβαλλοντισμός και η σχέση του ανθρώπου με τη φύση κατέχουν εξέχουσα θέση στις ταινίες του, οι οποίες χρησιμεύουν ακόμα και σήμερα σαν μια ευγενική υπενθύμιση των ευθυνών μας ως «διαχειριστές» του πλανήτη.
Ο Μιγιαζάκι, επίσης, σε εποχές που πολλές ταινίες κινουμένων σχεδίων επικρίθηκαν για τους μονοδιάστατους γυναικείους χαρακτήρες τους, έσπασε τη νόρμα, δημιουργώντας ηρωίδες πολύπλευρες που επιδεικνύουν θάρρος, ευφυΐα, δυναμισμό κι αποφασιστικότητα. Ηρωίδες όπως η Τσιχίρο , η Σαν και η Ναυσικά ενέπνευσαν κι άλλους δημιουργούς να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Μιγιαζάκι, το έργο του οποίου διαπνέεται από φεμινιστικές αξίες.
Σε αντίθεση με άλλους μεγάλους και τρανούς animators που πέρασαν από τούτον τον πλανήτη, ο Μιγιαζάκι δεν υποτίμησε ποτέ τη νοημοσύνη ή την ικανότητα κατανόησης των παιδιών. Δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να τα προστατεύσει από την απώλεια ή την θλίψη, για παράδειγμα. Αντιθέτως, πάντα πίστευε ότι τα παιδιά πρέπει να εκτίθενται σε ιδέες και συναισθήματα, αρκεί αυτό να γίνεται με τρόπο κατάλληλο. Ταινίες όπως η «Πριγκίπισσα Μονονόκε» και το «Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων» μαρτυρούν τη δέσμευση του Μιγιαζάκι να αντιμετωπίζει πάντοτε το animation ως ένα μέσο ικανό να μιλά για μεγάλα και απαιτητικά θέματα με τρόπο που είναι κατανοητός τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες.
Η απαράμιλλη φαντασία του μας έχει χαρίσει όλα αυτά τα χρόνια μερικούς από τους πιο εντυπωσιακούς, ενίοτε ιδιόρρυθμους κόσμους στην παγκόσμια ιστορία των κινουμένων σχεδίων. Ο Μιγιαζάκι αντλεί πολλά στοιχεία από τα ιαπωνικά τοπία και τον ιαπωνικό πολιτισμό, αν και η οικουμενικότητα των ταινιών του σημαίνει ότι μπορούν να εκτιμηθούν από θεατές σε κάθε άκρη του κόσμου. Για παράδειγμα, η ταινία «Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων» αποτελεί μία σπουδή, θα έλεγε κανείς, στους ανιμιστικούς θεούς της Ιαπωνίας. Κι όμως, ακόμα κι αν δεν έχει ιδέα κανείς επί του θέματος, μπορεί πάραυτα να την απολαύσει.
Ενδεχομένως, βέβαια, τίποτα από τα παραπάνω να μην ήταν το ίδιο εάν ο Χαγιάο Μιγιαζάκι δεν έμενε ο πιο πιστός υποστηρικτής του χειροποίητου animation. Σε μια εποχή που λατρεύει τους αλγόριθμους, αυτή του η επιμονή να σχεδιάζει ακόμα ο ίδιος καθημερινά εκατοντάδες καρέ στο χέρι, όπως έκανε πάντα, έχει εμπνεύσει μια νέα γενιά δημιουργών να αγκαλιάσει την απτή ομορφιά της τέχνης των κινουμένων σχεδίων. Όσο για τον εικαστικό πλούτο των σχολαστικά σχεδιασμένων κόσμων του, αυτός έχει ανεβάσει τρομερά τον πήχη τόσο του παραδοσιακού όσο και του ψηφιακού animation.
Η επιρροή του Χαγιάο Μιγιαζάκι στην τέχνη του animation είναι ένα πολύπλευρο έπος, μια αφήγηση που μπλέκει την προσωπική ιστορία με την κινηματογραφική ευφυΐα. Η κληρονομιά του δεν αποτελεί απόδειξη μοναχά της αφηγηματικής του δεινότητας, αλλά και μια διαρκής ωδή στη μεταμορφωτική δύναμη του animation στα χέρια ενός μάστορα. Κι ευτυχώς για μας, ο Χαγιάο Μιγιαζάκι έχει ακόμα ιστορίες να αφηγηθεί.