Μια από τις πιο εντυπωσιακές αντιδράσεις σε απόπειρα μείωσης εργατικού προσωπικού σημειώθηκε, τέτοιες μέρες, στις 31 Ιανουαρίου του 1696 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Πρόκειται για αυτό που κατόπιν ονομάστηκε «εξέγερση των κορακιών», και προκλήθηκε μετά την απόφαση της διοίκησης της πόλης να μειώσει τον αριθμό των νεκροθαφτών κατά δύο τρίτα. Ο πληθυσμός της πόλης φοβήθηκε πως το μέτρο σχεδιάστηκε με σκοπό να κηδεύονται μόνο οι πλούσιοι και οι φτωχοί να μένουν άταφοι. Το πλήθος κατέβηκε μανιασμένο στον δρόμο και τα επεισόδια άφησαν πίσω τους νεκρούς, τραυματίες, ενώ έγιναν και πολλές συλλήψεις.
Πίσω από την εν πολλοίς θρησκευτική αφορμή οι ιστορικοί βλέπουν εδώ την απόληξη μιας περιόδου εχθροπραξιών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις της περιόδου, που οδήγησε την οικονομία σε ύφεση, το εμπόριο σε στασιμότητα και τους φτωχούς, που το έχει άλλωστε η μοίρα τους, σε νέους μπελάδες. Το γεγονός ωστόσο πως αυτό που πυροδότησε την έκρηξη ήταν μια τελετή που δεν έχει ακριβώς σχέση με τις συνθήκες της ζωής δείχνει την οντολογική σημασία τέτοιων συμβάντων για το ανθρώπινο θυμικό και τις αντιδράσεις του.
Πριν χρόνια είχα παραβρεθεί σε έναν διάλογο μεταξύ φίλων, όπου ο ένας γκρίνιαζε επειδή τα ληξιαρχεία δεν είναι ηλεκτρονικά διασυνδεδεμένα με τα δημοτολόγια, επομένως έπρεπε ο ίδιος να πάει να δηλώσει τη γέννηση της κόρης του. Ο άλλος φίλος με κυνική ψυχραιμία τού απάντησε ότι ορθώς δεν είναι διασυνδεδεμένα: τα ληξιαρχεία καταγράφουν οντολογικά συμβάντα, επομένως απαιτείται να το νιώσεις και κάπως – έστω και με γραφειοκρατική ταλαιπωρία.
Τα λέω όλα αυτά καθώς μέσα στο κλίμα των ημερών, που έχει θέσει στο επίκεντρο της δημόσιας διαβούλευσης τα ζητήματα του γάμου και της τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών, κι αδυνατώντας να αποφύγω τον γνωστό συνειρμό γάμοι-κηδείες, θυμήθηκα το πώς επιτέλους φτάσαμε να έχουμε στην Ελλάδα αποτεφρωτήριο.
Γνωρίζουμε πως μέχρι το 2019, οπότε και λειτούργησε το αποτεφρωτήριο στη Ριτσώνα, θα έπρεπε κάποιος να καταφύγει στο εξωτερικό, εφόσον ο συγγενής του δεν επιθυμούσε να ταφεί, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε ψυχικό και οικονομικό κόστος. Η διαβούλευση για το αποτεφρωτήριο κράτησε δεκαετίες, με την εκκλησία να ανθίσταται σθεναρά και το κράτος να παρουσιάζεται άβουλο και αναβλητικό, πετώντας αρχικά την ευθύνη για τη λειτουργία αποτεφρωτηρίων στους δήμους. Μόλις επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δόθηκε η δυνατότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ξεκλειδώνοντας έτσι και τη δημιουργία της πρώτης τέτοιας μονάδας. Τραγική ειρωνεία; Τον πρώτο νόμο, που ρυθμίζει την ίδρυση και τη λειτουργία αποτεφρωτηρίων, τον πέρασε η Νέα Δημοκρατία, ενώ την ιδιωτική πρωτοβουλία τη στήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ: και στις δύο περιπτώσεις έμοιαζε με πολιτική αυτοκτονία, αλλά κανείς δεν πέθανε από αυτό.
Δεν ξέρω αν φταίει η όλο και πιο περιορισμένη ορατότητα του θανάτου στις σύγχρονες κοινωνίες, με τον νεκρό να αποτελεί απλώς ένα «πράγμα» για όσο το δυνατόν πιο γρήγορο ξεφόρτωμα, σε αντίθεση με την πιο τελετουργική και κεντρική για την κοινότητα αντιμετώπιση των παραδοσιακών κοινωνιών. Ωστόσο είναι γεγονός ότι μετά τη ρύθμιση για τη δυνατότητα καύσης των νεκρών, καμία αντίδραση δεν έχει φτάσει να μονοπωλεί τη δημοσιότητα. Παρά τους φόβους για τον διαβόητο βαθμό ετοιμότητας της κοινωνίας, η υπόθεση μοιάζει να θάφτηκε (ή να αποτεφρώθηκε). Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Εξάλλου στην Ελλάδα δεν έχουμε παράδοση αντίδρασης σε νόμους: αν κάτι θεσπιστεί δεν αμφισβητείται έντονα. Σαν τις τιμές ένα πράγμα, όταν ανέβουν δεν πέφτουν με τίποτα.
Μήπως αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα και για το τι μέλλει να γίνει στα υπόλοιπα μείζονα συμβάντα καταγραφής του ληξιαρχείου; Μήπως όταν δούμε οικογένειες ομόφυλων ζευγαριών να λειτουργούν στην πράξη, με ορατότητα και σεβασμό, πάψουμε να ανησυχούμε για τη λειτουργικότητά τους; Προσωπικά το θεωρώ το πλέον πιθανό.