Από το 1977 που η Κυβέρνηση Καραμανλή σκόπευε να περάσει το Νομοσχέδιο «Περί της εξ αφροδισίων νοσημάτων προστασίας και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» -όπου προέβλεπε και εξορία στην Μακρόνησο για τους παραβάτες- μέχρι σήμερα που Υπουργοί της ίδια παράταξης δηλώνουν ευθέως την άρνησή τους στο Νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, έχει και δεν έχει περάσει μισός αιώνας στο ημερολόγιο, αλλά όχι στα μυαλά των νεοελλήνων για αυτήν την «αμαρτία», όπως η Ιερά Σύνοδος εξευγενισμένα ονομάζει τη «διαστροφή».

Τότε, ήταν οι «αδελφές», οι «ξεφωνισμένοι» για τον λαό. Και οι «τοιούτοι», για το Κολωνάκι. Τώρα τα γελοία επίθετα έχουν αποσυρθεί αλλά παραμένουν στα μυαλά τα ουσιαστικά: στους δεσποτάδες από άμβωνος και στα «αντράκια» από κλίνης. Αλλά έτσι είναι. Αν υπερψηφιστεί το νομοσχέδιο πρέπει να ξέρουμε ότι η έννομη τάξη ματαιώνει την επιθυμία έτσι κι αλλιώς. Γι’ αυτό είναι «νόμος» η απάρνηση της ηδονής. Αυτή στοιχειοθετεί μια σύγκρουση που μόνον από την απώθηση και τη νευρασθένεια μπορεί να «λυθεί» με περισσότερη απώθηση άρα και με σχιζοφρένεια κοινωνική.

Το 1982 καλεσμένος στο Συνέδριο του περιοδικού ΑΜΦΙ που οργάνωσε το ΑΚΟΕ με την συμμετοχή του Φελίξ Γκουαταρί, του Τσουκαλά, γνωστών ψυχαναλυτών και ομοφυλόφιλων γυναικών έλεγα στην εισήγησή μου, παραπέμποντας στον Μαρσέλ Προυστ, τα εξής.

Το «αρχικό σφάλμα»*

«Γιατί, τότε, ενώ θαυμάζουμε στο πρόσωπο αυτού του άντρα λεπτότητες που μας συγκινούν -μια χάρη, μια φυσικότητα στην ευγένεια τέτοια που δεν συναντιέται στους άντρες-, γιατί μας λυπεί η πληροφορία πως ο νεαρός αυτός κυνηγά πυγμάχους; Είναι διαφορετικές όψεις της ίδιας πραγματικότητας! Και μάλιστα η όψη που μας απωθεί είναι η πιο συγκινητική, πιο συγκινητική απ’ όλες τις λεπτότητες, γιατί αντιπροσωπεύει μια θαυμαστή ασυνείδητη προσπάθεια της φύσης: η αναγνώριση του φύλου από το ίδιο, παρά τα ξεγελάσματα του φύλου, φανερώνεται σαν μια ανομολόγητη απόπειρα για να δραπετεύσει προς εκείνο που ένα αρχικό σφάλμα της κοινωνίας τοποθέτησε μακριά του.»

Μαρσέλ Προυστ (Σόδομα και Γόμορρα)
Μετάφραση Παύλου Ζάννα

Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ αυτού του κειμένου θα υπέθετε ότι θα υποστήριζα σαρκαστικά για το φύλο-μου και μεροληπτικά για το ΑΚΟΕ που με κάλεσε εδώ, την πρόταση του Γάλλου ιστορικού Philippe Aries που υποστήριζε πρόσφατα ότι «η ομοφυλοφιλία γίνεται μια σεξουαλικότητα στην πιο καθαρή μορφή της και συνεπώς μια σεξουαλικότητα-πιλότος.»

ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ αυτή η ομοφυλοφιλία δεν την έχει ανάγκη. Κυρίως όταν αναγγέλεται σαν πρόταση γνωσιολογική σ’ ένα συνέδριο οργανωμένο ακόμη και από ομοφυλόφιλους. Το πρόβλημα δεν είναι η αντιπαράθεση μιας πρωτοποριακής ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας-πιλότου και από την άλλη, μιας οπισθοδρομικής (σαν την «κομπανία») ετεροφυλοφιλίας. Το πρόβλημα δεν είναι η αντίθεσή τους ούτε η ταύτισή τους σε μια αχόρταγη, συχνά ιμπεριαλιστική αμφι-φυλία, αλλά η διαίρεσή τους μέσα στον εαυτό τους, η «κατάφαση στην αποκλειστική χρήση της διαζευκτικής τους σύνθεσης». Το πρόβλημα δεν είναι συνεπώς : ετεροφυλόφιλος ή ομοφυλόφιλος, αλλά και το ένα και το άλλο, όχι ως σύμπτωση (αμφιφυλία), αλλά ως διαφορά. Το πρόβλημα, το ξανατονίζω, δεν είναι η αντιπαλότητα ή η διάζευξη. Δεν είναι καν η βιολογική ή η κοινωνική διαμόρφωση του φύλου, αλλά μια υπέρ-φυλη διαφορά που υπάρχει μέσα στο φύλο, μέσα στον ετεροφυλόφιλο ή τον ομοφυλόφιλο σαν συνεχής αναβολή της παγίωσης του φύλου του. Δηλαδή του τέλους της σεξουαλικότητάς του. Γιατί η σεξουαλικότητα είναι υπέρ-φυλη όπως και η επιθυμία που ορίζεται σαν αυτό που μένει όταν από την ικανοποίησή της, το: «σε έχω» αφαιρεθεί το:«σε ζητώ».

ΤΙ ΕΧΩ; Τι έχουμε αλήθεια από τον άλλον; Δεν μένει πάντα ένα ανεκπλήρωτο; Ένα: «δεν είναι αυτό που θέλω» ή ένα «θέλω ακόμη περισσότερο»;
Ο πόθος λοιπόν, δεν είναι ούτε ετεροφυλόφιλος ούτε ομοφυλόφιλος, ούτε καν αμφί-φυλος αλλά υπέρ-φυλος. Όχι ά-φυλος. Υπέρ-φυλος και υπερφίαλος, δηλαδή αλαζονικός. Ο πόθος είναι άγγελος εξολοθρευτής όλων των συνδέσεων, όλων των κρίκων της αλυσίδας που κρατούν το άτομο δεμένο στους κατεστημένους θεσμούς ή στα ήθη. Γι’ αυτό κι ο πόθος είναι κατ’ εξοχήν πολιτικός και επαναστατικός. Έτσι η πολιτική έρχεται και από τη μεριά της σεξουαλικότητας όταν, σαν απόκλιση από το επιβεβλημένο, σαν παρέκκλιση δηλαδή, σκηνοθετεί τις διαφορές και όχι τις ομοιότητες μιας κοινωνίας. Σκηνοθετεί όχι για να τις επαναλάβει, αλλά για να τις λύσει μέσα στην καθαρκτική «τρίτη πράξη» του κοινωνικού έργου: την διαρκώς επαγγελόμενη επανάσταση.

ΠΡΕΠΕΙ να σκεφτούμε και την Ιστορία και την Πολιτική σαν απόκλιση από το ίδιο, το «ταυτόν». Κυρίως σήμερα, που η σκέψη αναζητά το διαφορετικό, το άλλο, την αλλαγή σε όλες τις μεταφορικές και κυριολεκτικές της σημασίες. Σήμερα η σκέψη οδηγεί στο άσκεπτο και διαρθρώνεται πάνω σ’ αυτό, γιατί το cogito (σκέφτομαι) δεν οδηγεί με ένα ergo (άρα) στην προφάνεια του υπάρχω (sum) αλλά προχωράει σε ένα erogo που σημαίνει: δαπανώ, διαφθείρω αλλά και εκδίδομαι σε θάνατο.

ΑΥΤΗ ΤΗΝ υπέρ-φυλη διαφορά-δαπάνη-έκδοση που διαρκώς διαστρέφει και διασπά, που διαρκώς αναβάλλει, δεν την βιώνουμε διαζευκτικά: ή ομοφυλόφιλος ή ετεροφυλόφιλος, ή το ένα ή το άλλο, αλλά ούτε καν το τρίτο ή το τέταρτο. Και τότε ποιο; Μα κανένα και συγχρόνως όλα μαζί και χωριστά το ένα στην άκρια του άλλου. Να πώς τη βιώνουμε τη διαφορά: σαν πολλαπλότητα. Και τη συναντάμε. Τη βλέπουμε στα νέα παιδιά, στην unisex μόδα, στους ροκάδες, στους υπέρ-άνδρες ομοφυλόφιλους που εγκατέλειψαν τις εκθηλυσμένες συμπεριφορές.

ΣΗΜΕΡΑ η θηλυκή «κίνηση» γίνεται και από τους άνδρες. Και όλα γίνονται θεατρικά με μια μολιέρια θεατρικότητα που γελοιοποιεί τις πάγιες συμπεριφορές και τους δοσμένους ρόλους: το «αντρίκιο» ή το «πούστικο».

Η ΔΙΑΦΟΡΑ υπάρχει στους δρόμους. Και εκεί κυριαρχεί, άλλοτε εμπορευματοποιημένη κι άλλοτε αναρχική, η «ομο-κουλτούρα» πίσω από τα ρούχα, τις μάρκες, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο. Περάστε Σάββατο βράδυ από Τσακάλωφ και Ηρακλείτου και θα εννοήσετε την υπέρφυλη διαφορά που σας λέω. Θα νιώσετε πάνω σας τα βλέμματα των νέων «λιονταριών» της επιθυμίας, την ομο-φαγία τους.

ΙΔΟΥ λοιπόν το βιωμένο παράδοξο:
Η ετεροφυλοφιλία γίνεται ομοφυλοφιλία σαν διαφορά-διαστροφή, μέσα στον εαυτό της. Διαφορά που φέρνει τον βυθό στην επιφάνεια ενώ παραμένει βυθός.

Η ΕΤΕΡΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ γίνεται ομοφυλοφιλία με μια αιφνίδια σύμπτωση, ένα μηχανισμό του ίδιου του πόθου, έναν στρόβιλο φαινομενικοτήτων, μια τέχνη φαντασματοπλαστική όπως του πλατωνικού Σοφιστή. Γιατί ο πόθος είναι σοφιστής. Ανταλλάσσει προσδιορισμούς και ορισμούς, γίνεται ο ίδιος ανταλλαγή και μεταμόρφωση και φαντασμαγορία. Όπως στην πρόταση του Κλωντέλ όπου «ένα κάποιο μπλε της θάλασσας είναι τόσο μπλε που μόνο το αίμα είναι πιο κόκκινο», έτσι κι εδώ: ο ετεροφυλόφιλος άνδρας είναι τόσο άνδρας που μόνον ο ομοφυλόφιλος είναι πιο άνδρας. Σίγουρα δεν υπάρχει και στις δυο προτάσεις αντικείμενο σύγκρισης, υπάρχει όμως το παράδοξο της διαφοράς.

Μια πρόταση:
«Ο ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΣ πιο άνδρας από τον άντρα». Πόσο στ’ αλήθεια εκπίπτει το «νόημα» του ανδρισμού από το σημερινό σημαίνον «άντρας» σ’ αυτή την πρόταση! Πόσο η λέξη «άντρας», άλλοτε ακούγεται στη βιολογική της απλότητα και άλλοτε στην κοινωνική – ιδεολογική βεβαρυμένη συνθετότητά της! Και την ίδια στιγμή, πόσο η βιολογία περιπλέκεται και η κοινωνιολογία απλουστεύει! Στην πρότασή μου όμως, το «πιο» και το «περισσότερο» έχει το βάρος: «ο ομοφυλόφιλος πιο άντρας από τον άντρα».
ΠΟΙΟΝ ΑΝΤΡΑ και ποια γυναίκα; Τον φαινομενικό ή τον ψεύτικο; Και τότε, όταν ο φαινομενικός άντρας δανείζει τη φαινομενικότητά του στον αληθινό, ποιος καταργεί ποιον; Μήπως και οι δύο γίνονται ο ένας-άλλος ιλιγγιωδώς, μέσα στις περιστρεφόμενες θύρες του Σαρτρ; Η φαινομενικότητα λοιπόν, «κάνει» την ετεροφυλοφιλία, ομοφυλοφιλία.

ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ δεν «κάνει» μια μηχανιστική μετατροπή του ετεροφυλόφιλου σε ομοφυλόφιλο με μια εγχείρηση στην Καζαμπλάνκα. Δεν πρόκειται γι’ αυτό. Πρόκειται μόνο για την ποιοτική διαφοροποίηση του βέβαιου και α-παθούς ετεροφυλόφιλου πόθου, σε πάθος. Το πάθος σαρκώνει κοινωνικά (προς το παρόν) η καταδιωκόμενη ομοφυλοφιλία. Και τότε, στο ερώτημα του αφελούς -ντρεσαρισμένου άνδρα: «μα πώς μπορεί να είναι ελεύθερος ο δέσμιος του πάθους του», η απάντηση είναι: το πάθος είναι ήδη ελευθερία κι ας λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι είναι αμαρτία. Το πάθος της ομοφυλοφιλίας, είναι πάθος-ενέργημα γιατί είναι κοινωνικά ενεργοποιημένο. Ενεργό πάθος. Πολιτικό.

ΝΑ ΨΑΞΟΥΜΕ για τη φαινομενικότητα στον καθρέφτη.

ΝΑ ΚΑΘΡΕΦΤΙΣΤΟΥΜΕ υπερβολικά. Όπως ο Νάρκισσος, να απο-σωματοποιηθούμε σαν λατρευτικά είδωλα και μετά να επιστρέψουμε στα σώματά μας. Έτσι δεν θα μας «πιάσει» κανείς, ούτε οι έμποροι του «θεάματος», ούτε οι έμποροι της πολιτικής διαδικασίας. Να γίνουμε είδωλά μας, εκεί στις αντανακλάσεις και τις μυθοπλασίες. Στα «λόγια» και στο «σινεμά», στις εικόνες και τα φαινόμενα. Μας έπαιξαν με τα νοήματα. Να τι λείπει από τις κοινωνίες των δήθεν «έργων»: οι καθρέφτες και τα λόγια. Οι ανοιχτές πόρτες και στο ναρκισσισμό αλλά και στη σχιζοφρένεια.
Η κοινωνία μας δεν θέλει την υπερβολή που ως δια μαγείας καταργεί και τις διαζεύξεις και τις αντιθέσεις. Όλες δηλαδή τις αντιπαλότητες που δεν είναι, γιατί όταν είναι τις καμουφλάρει με μιζέριες και φάρμακα.

ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ τις υπερβολικές ωσμώσεις των φύλων ή των χωρών (ο Σαμψών λέει: «τα δύο φύλα θα πεθάνουν χωριστά». Αυτό όμως δεν το λέει ούτε η Δαλιδά ούτε η Πάολα). Η κοινωνία μας δεν θέλει τις μεταμορφώσεις -κάθε είδος «τραβεστί»- παρά το γεγονός ότι την οδηγεί ο μεγαλύτερος «τραβεστί»: ο θάνατος. Η κοινωνία μας δεν θέλει το σχιζοειδές, το ανεξέλεγκτο, το σώ-μυαλο, το ψυχόδραμα εκτός των ψυχιατρικών δομών. Δεν θέλει το παλάτι των «120 ημερών των Σοδόμων» του Παζολίνι. Δεν θέλει τη «σκηνή», το διαμελισμό της γλώσσας, του σώματος, του «εγώ» στον καθρέφτη. Δεν θέλει κυρίως τους καθρέφτες (οι δυο καθρέφτες, ο ένας απέναντι του άλλου αντανακλούν το κενό ή πολλαπλασιάζουν το σώμα, κάνουν διαδήλωση). Η κοινωνία θέλει, τον άντρα άντρα, και τη γυναίκα γυναίκα. Τα σύκα σύκα… Είναι «μονοδιάστατη», των κοινωνικών ρόλων και θέσεων, κι αυτός ο κοινωνικός ρόλος εξασφαλίζεται από το οιδιπόδειο.

ΣΤΟ «ΑΡΧΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ» ο πολιτισμός χρεωστά την τύχη του αλλά και τη δυστυχία του. Ο ίδιος ο πολιτισμός -η κοινωνία- είναι το «αρχικό σφάλμα». Είναι δηλαδή η οριοθέτηση και ο αυστηρός προσδιορισμός ενός φύλου και μιας σεξουαλικότητας που συγκρούονται μόνο από την αναπαραγωγή του οιδιπόδειου συμπλέγματος, αντεστραμμένου: τη «θέση» μιας μάνας θα πάρει η σύζυγος και το πρώην παιδί θα γίνει ο πατέρας-νόμος. Η Παναγία, παρένθετη μητέρα, θα κυοφορήσει τον Υιό του Θεού (σημείωση εκ των υστέρων).

Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ του φύλου έτσι, συνεχίζεται, όπως και όλες οι βεβαιότητες που οδηγούν σε μονοπαγή νοήματα και όχι σε πολλαπλότητες. Η βεβαιότητα του φύλου όμως είναι και βεβαιότητα κοινωνικού ρόλου, δηλαδή βεβαιότητα Εξουσίας. Αποκλείονται ως αβέβαιες οι αποκλίσεις και, αντίθετα, επιβάλλονται οι στάσεις. Στάσεις της libido σε μικρές ιδιωτικές δεξαμενές. Στάσεις ή το πολύ ανεπίτρεπτες διαρροές, από το κρατικό υδραυλικό δίκτυο.

ΑΝ ΛΟΙΠΟΝ στον Έρωτα «η ουσία ενσωματώνεται αρχικά στους νόμους του ψέματος και της ομοφυλοφιλίας» (Ζυλ Ντελέζ: «Ο Προυστ και τα σημεία»), τότε εμείς οι σημειολόγοι-διανοούμενοι που θέλουμε να «διαβάσουμε» τα ανατρεπτικά σημεία του Έρωτα και να πετάξουμε με τα φτερά του, σε ποια σειρά, ποιο δρόμο και ποια στράτα θα βρούμε μιαν άλλη πόλη εκτός από Σόδομα και Γόμορρα;

Υπάρχει για μας μια πόλη ή μια έρημος που συνεχώς προεκτείνεται;

* ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΜΦΙ» Τεύχος 14-15, ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ: «Σεξουαλικότητες και Πολιτική», Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 6-7 Νοέμβρη 1982.

ΥΓ.

Δεν είχα την τύχη  όταν έγραφα αυτό το κείμενο του 1982 να παραπέμψω στο βιβλίο του Άδωνη Γεωργιάδη:

«Ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα» που κυκλοφόρησε  αργότερα, το 2002, από τις δικές του εκδόσεις. Ούτε βέβαια το βιβλίο του Κ.Πλευρη: «Οι κίναιδοι» που τον επαινεί ανδροπρεπώς .

Και προφανώς δεν παρακολούθησα το πρόσφατο «σεμινάριο» του ευέλικτου  Αντιπροέδρου στα γραφεία της ΝΔ υπέρ του πολυσυζητημένου νομοσχεδίου.

Διάβασα όμως προχθές το άρθρο του Δημήτρη Ψαρά στην «Εφσυν» (27-28 .1.2024) και ακόμα γελάω με τις συμπτώσεις.

ΥΓ. 2

Το 1982 επίσης δεν γνώριζα τις απόψεις περί των γάμων των ομόφυλων του Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου.

Τις πληροφορήθηκα – μαζί με τον «παρασυρθέντα’»  (sic) Πάπα Φραγκίσκο- από το «Βήμα» της Κυριακής. Αλλα σε αυτή την περίπτωση δεν γέλασα καθόλου.