Πάει τώρα μια εβδομάδα που ακούσαμε για πρώτη φορά τον όρο Ελληνικό Όνειρο δια στόματος Στέφανου Κασσελάκη, κατά τη διμερή συνάντηση εργασίας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ στις Σπέτσες. Και από τότε, σιωπή επί του θέματος. Τι σημαίνει, περί τίνος πρόκειται ακριβώς, ποια τα χαρακτηριστικά και τα «μυστικά» για την επίτευξή αυτού ακόμα κανείς δεν ξέρει. Το μοναδικό που γνωρίζουμε είναι ότι θα έχει σίγουρα έναν απώτερο στόχο που δεν θα είναι άλλος από την ανασυγκρότηση εκ βάθρων του κράτους, ώστε να καταστεί αποδοτικό και λειτουργικό για όλους, την ευημερία και πρόοδο για όλους, για μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης και πολιτιστικής δημιουργίας, για μια πατριωτική και υπερήφανη Εξωτερική Πολιτική.
Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβρη ’23, ο Στέφανος Κασσελάκης είχε ξανακάνει αναφορά στο Ελληνικό Όνειρο. Μάλιστα τότε είχε πει συγκεκριμένα: «Κατεβαίνω για Πρόεδρος της παράταξης μας γιατί οι Ελληνίδες και οι Έλληνες δικαιούνται μια ευκαιρία στο δικό τους Ελληνικό Όνειρο. Το όνειρο της ατομικής αυτοπραγμάτωσης και της κοινωνικής απελευθέρωσης». Κάτι μας θυμίζουν όλα αυτά. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Είναι παραπάνω από σαφής η αναφορά στο Αμερικάνικο Όνειρο.
Όνειρα και απορίες
Αυτό όμως γεννά το εξής ερώτημα: μετά τα μεταχειρισμένα αστικά λεωφορεία, που εδώ και δεκαετίες εισάγει η Ελλάδα, ήρθε η ώρα να εισάγουμε και όνειρα από δεύτερο χέρι; Κι αν η απάντηση εδώ είναι καταφατική, γεννιέται εύλογα μια άλλη απορία: καλούμαστε λοιπόν να υιοθετήσουμε ένα όνειρο παλιό όσο η ανακάλυψη της Αμερικής, δοκιμασμένο περισσότερο κι από εκθεσιακό καναπέ σε κατάστημα μαζικής παραγωγής επίπλων και εστεμμένο με τεράστια αποτυχία, η οποία βαραίνει τις πλάτες της συντριπτικής πλειοψηφίας των Αμερικανών πολιτών σήμερα;
Στα ιερά χρονικά της αμερικανικής ιστορίας, το Αμερικάνικο Όνειρο αντηχούσε κι εκείνο κάποτε με υποσχέσεις για απεριόριστες ευκαιρίες και προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή για όλους. Κι αυτό, φυσικά, το κατέστησε το αγαπημένο αφήγημα ενός ολόκληρου έθνους. Ενσαρκώνοντας την πεποίθηση ότι ο επιμελής μόχθος και η αταλάντευτη επιμονή θα χάραζαν ένα μονοπάτι προς την ευημερία, κατέλαβε το συλλογικό φαντασιακό του, ενσωματώθηκε στον ψυχισμό του, διαμόρφωσε την κουλτούρα του όσο τίποτα άλλο, επηρεάζοντας τις συλλογικές αξίες, τα κοινωνικά πρότυπα και το γενικότερο πολιτισμικό τοπίο. Ωστόσο, σε μια εποχή που ορίζεται από τα success stories του Silicon Valley και την ασυδοσία της Wall Street, το Αμερικάνικο Όνειρο μοιάζει πια με την «Ιστορία Δύο Πόλεων».
Πώς όμως το όνειρο έφθασε να γίνει οφθαλμαπάτη;
Ένα όνειρο γεννιέται
Το Αμερικάνικο Όνειρο έχει τις ρίζες στα ιδανικά των αμερικανικών αποικιών. Ήδη από την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου, οι Ευρωπαίοι άποικοι είδαν σε αυτή την νέα και φαινομενικά απέραντη γη μια ευκαιρία για πλούτο, ευημερία και ατέρμονη επέκταση, η οποία φυσικά και αποδείχθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα πως ήταν μια τεράστια ψευδαίσθηση που βασίστηκε σε μια χωρική μεταφορά.
Ωστόσο, ο μύθος των απεριόριστων ευκαιριών στις αχανείς εκτάσεις της Αμερικής είχε ήδη επηρεάσει την αμερικανική ψυχοσύνθεση σε τέτοιο βαθμό που, το 1776, κηρύσσοντας την ελευθερία τους από την Αγγλία, οι Εθνοπατέρες των ΗΠΑ υπογράμμισαν την πίστη τους στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας, ενσταλάζοντας και μια δόση ιδεαλισμού στο ως τότε άγρια ατομικιστικό όνειρο.
Η βιομηχανική επανάσταση αναδιαμόρφωσε το αμερικάνικο όνειρο. Καθώς οι φάμπρικες ανέβλυζαν πρόοδο υπό μορφή σύννεφων καπνού, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο. Το όνειρο εξελίχθηκε, στρέφοντας το βλέμμα του στα αστικά τοπία, προσελκύοντας μετανάστες από όλο τον κόσμο. Η πίστη στο αμερικανικό όνειρο έγινε ξαφνικά τεράστια ενοποιητική δύναμη.
Καθώς το έθνος έκανε τα πρώτα του δυναμικά βήματα στον 20ό αιώνα, το Αμερικανικό Όνειρο ενσωματώθηκε στην πολιτιστική ταυτότητα του έθνους μέσω της λογοτεχνίας, της τέχνης και των μέσων ενημέρωσης. Έργα όπως τα μυθιστορήματα του Horatio Alger ενίσχυσαν την ιδέα ότι η σκληρή προσωπική δουλειά μπορούσε να αποφέρει καρπούς και να οδηγήσει στην επιτυχία, καλλιεργώντας τον μύθο του αυτοδημιούργητου ήρωα.
Ο «Μεγάλος Γκάτσμπι» του F. Scott Fitzgerald αποτύπωσε τις υπερβολές της δεκαετίας του ’20, περιγράφοντας το Αμερικάνικο Όνειρο ως ένα φευγαλέο πράσινο φως στον ορίζοντα, ενώ τα «Σταφύλια της οργής» του Steinbeck μετατόπισαν το επίκεντρο στους αγώνες της οικογένειας Joad κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, αποκαλύπτοντας ένα πιο σύνθετο και ποικιλόμορφο αμερικανικό όνειρο.
50s: Το απόγειο του Αμερικάνικου Ονείρου
Η εποχή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μάρτυρας μιας άνευ προηγουμένου οικονομικής άνθησης για τις ΗΠΑ που μετέτρεψε το Αμερικάνικο Όνειρο σε απτή πραγματικότητα για πολλούς. Η ιδιοκατοίκηση έγινε εμβληματικό σύμβολο του αμερικανικού ονείρου, καλλιεργώντας μια κουλτούρα προσδοκιών και υλικής αφθονίας. Τα προάστια αναπτύχθηκαν και ο καταναλωτισμός βρέθηκε στο επίκεντρο, αποτελώντας από τούδε και στο εξής καθοριστικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης αμερικανικής κουλτούρας.
Σχεδόν όλες οι εικόνες που φέρνουμε ακόμα και οι μη Αμερικανοί σήμερα στο μυαλό μας όταν ακούμε τον όρο Αμερικάνικο Όνειρο προέρχονται από αυτήν ακριβώς την εποχή. Λευκοί φράχτες, φροντισμένα γκαζόν και νοικοκυρεμένα σπίτια έγιναν τα απόλυτα σύμβολα της μεταπολεμικής ευημερίας. Η αυτοκινητοβιομηχανία έπαιξε κι αυτή καθοριστικό ρόλο, με τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους να διευκολύνουν την εξάπλωση των προαστίων και την ιδιοκτησία αυτοκινήτου να γίνεται συνώνυμο της ελευθερίας. Οι τηλεοράσεις, ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής, έφεραν το αμερικανικό όνειρο στα σαλόνια, απεικονίζοντας την εξιδανικευμένη οικογενειακή ζωή με εκπομπές όπως το «Leave It to Beaver» και το «I Love Lucy».
Από τα μεγάλα κινήματα στο απόλυτο ξεθώριασμα
Μετά την ειδυλλιακή δεκαετία του 1950, το Αμερικανικό Όνειρο βρέθηκε αντιμέτωπο με μια υπαρξιακή αναμέτρηση. Οι υποσχέσεις συμπερίληψης και κοινωνικής κινητικότητας, που αποτέλεσαν βασικά του αξιώματα, γέννησε τα μεγάλα κινήματα των 60s για τα πολιτικά δικαιώματα και την ισότητα των φύλων, καλλιεργώντας ένα πολιτιστικό ήθος που προασπίζεται τις ίσες ευκαιρίες για όλους. Η δεκαετία του 1960, μια περίοδος έντονης κοινωνικής αναταραχής, έφερε στο φως τις πρώτες ρωγμές στην άλλοτε αδιαπέραστη πρόσοψη του ονείρου.
Η λογοτεχνία, αυτός ο οξυδερκής καθρέφτης των κοινωνικών αλλαγών, αποτύπωσε τα ρήγματα στα θεμέλια του ονείρου. Ken Kesey, Jack Kerouac, Kurt Vonnegut κατέδειξαν την ασυμφωνία μεταξύ του εξιδανικευμένου προαστιακού τοπίου και της πραγματικότητας μιας μεταβαλλόμενης Αμερικής. Η απόρριψη των κοινωνικών προτύπων αποτέλεσε τον ηχηρό αντίποδα της συμμόρφωσης που πρέσβευε άλλοτε το όνειρο.
Η δεκαετία του 1970 σηματοδότησε τη διάβρωση των οικονομικών βεβαιοτήτων, καθώς η πετρελαϊκή κρίση και ο στασιμοπληθωρισμός κλόνισαν τους πυλώνες της μεταπολεμικής ευημερίας. Ταινίες όπως το «Taxi Driver» και το «Chinatown» αποτύπωσαν το ζοφερό υπογάστριο της αστικής παρακμής, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αντίληψη ότι η σκληρή δουλειά οδηγεί αναπόφευκτα στην επιτυχία. Το όνειρο φαινόταν πλέον όλο και πιο άπιαστο.
Η δεκαετία του 1980, που σημαδεύτηκε από την άνοδο του Reagan και το κυνήγι του πλούτου, είδε το Αμερικανικό Όνειρο να μετατρέπεται σε μια αποκλειστικά υλιστική επιδίωξη. Το μότο «Η απληστία είναι αγαθό» της ταινίας του 1987 «Wall Street» υπογράμμισε τη μετατόπιση από τις συλλογικές προσδοκίες στο ατομικό κέρδος. Τελικά, η εποχή αυτή κατέδειξε τις ολοένα και μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες, καθώς οι υποσχέσεις δεν εκπληρώθηκαν ποτέ για μεγάλο μέρος του αμερικανικού πληθυσμού.
Η δεκαετία του 1990 αντιμετώπισε τα επακόλουθα του Ψυχρού Πολέμου και την επερχόμενη διαπίστωση ότι το όνειρο δεν ήταν απρόσβλητο από τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. Η ψηφιακή εποχή έφερε εργασιακή ανασφάλεια, αμφισβητώντας τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί επαγγελματικής σταθερότητας.
Η αυγή του 21ου αιώνα σηματοδότησε ένα σημείο καμπής με το ξέσπασμα της στεγαστικής κρίσης και της επακόλουθης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το όνειρο της ιδιοκατοίκησης, κάποτε ακρογωνιαίος λίθος των αμερικανικών φιλοδοξιών, κατέρρευσε για πολλούς καθώς οι κατασχέσεις σάρωσαν τις ΗΠΑ. Το κίνημα «Occupy Wall Street» υπογράμμισε την απογοήτευση για ένα σύστημα που φαινόταν να ευνοεί την ελίτ εις βάρος της πλειοψηφίας.
Ένα παράδειγμα προς αποφυγήν
Η αποτυχία του Αμερικανικού Ονείρου προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για όποιον αναζητά νέους δρόμους προκειμένου να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα μεταξύ κοινωνικών και οικονομικών προσδοκιών και εθνικής ταυτότητας· συνιστά ένα ισχυρό μανιφέστο που προτρέπει τα κράτη να επενδύσουν πιο δίκαια, προσαρμόσιμα και βιώσιμα μοντέλα για τις συλλογικές τους προσδοκίες.
Η εισοδηματική ανισότητα, το ολοένα αυξανόμενο κόστος ζωής, στέγασης, εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης είναι δομικά προβλήματα αυτή τη στιγμή και η πίστη ή η ελπίδα από μόνη της δεν μπορεί να επιφέρει λύσεις. Για να μιλήσουμε για ίσες ευκαιρίες για όλους, πρέπει πρώτα να δώσουμε λύσεις στις επίμονες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το φλέγον ζήτημα του θεσμικού ρατσισμού απέναντι σε ορισμένες κοινότητες. Χωρίς θεμελιώδη διαρθρωτικό μετασχηματισμό, το Ελληνικό Όνειρο – και κάθε όνειρο – είναι καταδικασμένο να παραμείνει μια φαντασίωση, ένα παρηγορητικό παραμύθι για τους λιγότερο τυχερούς.