Αν, όπως έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός, «εθνικόν είναι το αληθές», τότε η ικανοποίηση του αιτήματος της Τουρκίας για την προμήθεια των μαχητικών F-16 από τις ΗΠΑ θα πρέπει να ιδωθεί κάτω από το πρίσμα μιας σειράς από αλήθειες και παραδοχές.
Η πρώτη παραδοχή είναι πως οι σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας – Ουάσινγκτον δεν είναι τριγωνικές. Κάτι που σημαίνει πως η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν περιστρέφεται αποκλειστικά και μόνο γύρω από το Αιγαίο, όπως και η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η δεύτερη παραδοχή λέει πως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκάλεσε την εύλογη ανησυχία των χωρών της περιοχής και επέβαλε τη διεύρυνση και την ενίσχυση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Και μια τρίτη πως η Δύση έχει κάθε λόγο να προσδέσει την Τουρκία στο δικό της άρμα, παρά να την σπρώξει στην αγκαλιά της Μόσχας, του Πεκίνου ή οποιουδήποτε άλλου άξονα αντιδημοκρατικών καθεστώτων.
Πάνω σε αυτές τις παραδοχές χτίστηκε ένα παιχνίδι από ανταλλάγματα. Η Σουηδία ζήτησε την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία ζήτησε τα F-16 για να ανάψει το «πράσινο φως» της σουηδικής ένταξης και η Ελλάδα αναμένει αφενός να προχωρήσει η ενίσχυση της δικής της άμυνας με τα μαχητικά F-35 και αφετέρου να δοθούν εγγυήσεις πως τα F-16 δεν θα χρησιμοποιηθούν για επιθετικούς σκοπούς απέναντί της.
Η εξωτερική πολιτική, βασισμένη στο δόγμα του «σταθερού και αξιόπιστου συμμάχου», θα κριθεί από την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων, δηλαδή από το αποτέλεσμα του παιχνιδιού των ανταλλαγμάτων.
Από ένα παιχνίδι όπου, όπως θα έλεγε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, δεν υπάρχουν «εθνικά δίκαια» αλλά μόνον «εθνικά συμφέροντα».