Σήμερα Τετάρτη (24/1) και ώρα 12:00 έρχεται προς συζήτηση στο υπουργικό συμβούλιο το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τα δικαιώματα που απορρέουν απ’ αυτόν.
Ο πρωθυπουργός είχε από καιρό μεταφέρει στους συνεργάτες του την απόφασή του να επισπευσθούν όλες οι διαδικασίες πολύ πριν από τις Ευρωεκλογές και, κόντρα στη μικρή καθυστέρηση λίγων ωρών που προκάλεσε η ασθένειά του, δρομολογήθηκαν ανάλογα οι εξελίξεις από τον Άκη Σκέρτσο. Ο υπουργός Επικρατείας θα είναι κι αυτός που θα παρουσιάσει το σχέδιο νόμου στα υπόλοιπα μέλη με απώτερο στόχο να κάμψει τις αντιστάσεις πριν από την κατάθεσή του στη Βουλή και τη συζήτηση που θ’ ακολουθεί προ της έγκρισης.
Ώρα να μετρηθούν οι δυνάμεις της κυβέρνησης
Ως γνωστόν στελέχη της Κυβέρνησης και αρκετοί βουλευτές, προεξάρχοντος του Μάκη Βορίδη, έχουν από καιρό ταχθεί κατά της σχετικής παρεμβατικής τροποποίησης στο οικογενειακό δίκαιο και δυσκολεύονται ομολογουμένως να άρουν τις ενστάσεις τους.
Ποντάρουν αναμφίβολα στο γεγονός πως ο Κ. Μητσοτάκης δεν επέβαλε κομματική πειθαρχία, τους επέτρεψε να πράξουν κατά συνείδηση και πρότεινε την εναλλακτική της αποχής από την ψηφοφορία ως μια «αξιοπρεπής στάση» έναντι της καταψήφισης. Κι ας προηγήθηκε το εντατικό μάθημα στα γραφεία της Πειραιώς έτσι ώστε οι απώλειες από τη «γαλάζια πτέρυγα» κατά την ψηφοφορία να μειωθούν στο ελάχιστο.
Το νομοσχέδιο αυτό έχει μετατραπεί σε πυρήνα πολιτικής συζήτησης κι έντονων κοινωνικών αντιπαραθέσεων όσο χρονικό διάστημα αιωρείται στην επικαιρότητα.
Ο πρωθυπουργός είχε επιχειρήσει -μέσα από την προ δύο εβδομάδων συνέντευξή του στην ΕΡΤ- να εξηγήσει το σκεπτικό της Κυβέρνησης, αλλά οι αντιδράσεις, κυρίως από τα δεξιότερα στρώματα και κέντρα της Νέας Δημοκρατίας, δεν έπαψαν να υφίστανται και σε κάποιες περιπτώσεις να διογκώνονται. Είναι πιθανόν το πρώτο νομοσχέδιο που θα εγκριθεί χάρη στις ψήφους της αντιπολίτευσης κι όχι του κυβερνώντος κόμματος.
Ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών μέσα από το δίκαιο
Στη σχετική σύναξη που οργάνωσε το απόγευμα της Τρίτης ο «Κύκλος Ιδεών», υπό τον ιδρυτή του (συνταγματολόγο, καθηγητή και πρώην υπουργό) Ευάγγελο Βενιζέλο, διερευνήθηκε η καταλληλόλητα και η αναγκαιότητα του νομοσχεδίου μέσα από το πρίσμα του αστικού και συνταγματικού δικαίου, όπως επίσης ο μετέπειτα αντίκτυπος που ίσως έχει στον κοινωνικό ιστό.
Επί 2,5 ώρες αναλύθηκαν από πανεπιστημιακούς καθηγητές, δύο εκ των οποίων συμμετείχαν στο προπαρασκευαστικό στάδιο του επίμαχου νομοσχεδίου, αρκετές από τις πτυχές του ζητήματος που αφορά τόσο τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών όσο και την απόκτηση παιδιών, είτε δια της υιοθεσίας είτε δια της παρένθετης κυοφορίας προκειμένου να γίνει σαφές το συμπέρασμα πως:
«Βασική μας έγνοια πρέπει να είναι η έγνοια για τις μειονότητες», όπως σημείωσε προς το τέλος των ομιλιών ο καθηγητής Νομικής στο ΕΚΠΑ, Αντώνης Καραμπατζός επικαλούμενος όσα είχε γράψει ο διακεκριμένος νομικός Γεώργιος Κουμάντος. Μια τέτοια έγνοια κατά τον ομιλητή του πάνελ «αποτελεί χρήσιμο γνώρισμα της ηθική μας συγκρότησης όπως και η εξασφάλιση της ευτυχίας για όλους τους ανθρώπους – και τους περισσότερους και τους λιγότερους».
Βενιζέλος: Έπρεπε να τα έχει λύσει η δικαιοσύνη προ πολλού
Στο όλον της η εκδήλωση, την οποία παρακολούθησαν χωρισμένα σε τρία διαφορετικά επίπεδα 150-200 άτομα (μεταξύ των οποίων υψηλόβαθμοί δικαστικοί, πολιτικοί απ’ όλο το φάσμα, μέλη οργανώσεων), είχε ως βάση «το πόσο ζωντανά είναι πάντα και πόσο επίδικα τα λεγόμενα αξιακά θέματα», όπως ανέφερε στην αρχική τοποθέτησή του ο κ. Βενιζέλος. Τα περιέγραψε ως ζητήματα «συνταγματικής ηθικής», διότι πολλά φιλοσοφικά και θεολογικά συστήματα, συστήματα πεποιθήσεων και παρεξηγήσεων «συγκρούονται με αυτά που θα έπρεπε να θεωρούνται ως αυτονόητο κεκτημένο».
Κατά τον πρώην πρόεδρο του ΠαΣοΚ και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Σαμαρά, επειδή η δημοκρατία θα έπρεπε να είναι «μαχόμενη και μαχητική, όχι φοβική», τέτοια ζητήματα «έπρεπε να τα έχει λύσει η δικαιοσύνη προ πολλού και να έχει απαλλαγεί η Πολιτεία από τις δυνάμεις δημαγωγίας και λαϊκισμού».
«Βασική αρχή είναι το συμφέρον του παιδιού»
Από την πλευρά της η Κατερίνα Φουντεδάκη (καθηγήτρια Νομικής στο ΑΠΘ και μέλος της ομάδας που επεξεργάστηκε το σχέδιο νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια) εξήγησε πως η κυβερνητική αυτή πρωτοβουλία «δεν είναι κεραυνός εν αιθρία». Αντιθέτως αποτελεί «εθνική στρατηγική» η συμπερίληψη του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών στο οικογενειακό δίκαιο.
Αφού χαρακτήρισε τη μεταρρύθμιση αυτή εφάμιλλη της αντίστοιχης που είχε συμβεί την περίοδο 1982-83, ανέλυσε την όλη προεργασία που έγινε προκειμένου «με πληρότητα και μεγάλη προσοχή» να καλυφθεί οποιοδήποτε νομικό κενό.
Όταν έφτασε στο ζήτημα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σημείωσε πως «καταλαβαίνω τις θέσεις της κυβέρνησης», την οποία περιέγραψε ως «κάθετα αντίθετη», και την αφαίρεση των σχετικών διατάξεων από το σχέδιο νόμου εξαιτίας των αντιδράσεων, χωρίς απαραίτητα να συμφωνεί με τη διατήρηση της ισχύουσας κατάστασης. «Εγώ ήμουν υπέρ μιας ειδικής διάταξης για τους άνδρες», ανέφερε.
«Θα ήταν γάμος χωρίς να τον λέμε γάμο»
Όπως και να ‘χει, κατά την κ. Φουντεδάκη «βασική αρχή» όλου αυτού του νομοσχεδίου «είναι το συμφέρον του παιδιού». Κάτι το οποίο θα κρίνεται πάντα κατά περίπτωση (ad hoc) σε ό,τι έχει να κάνει με τις υιοθεσίες.
Έσπευσε να διευκρινίσει μάλιστα πως «τα ιδρύματα δεν έχουν παιδιά για υιοθεσία», άρα ο «κίνδυνος» που διαρρέει τεχνηέντως πως τα ομόφυλα ζευγάρια θα αδειάσουν τις δομές δεν ευσταθεί. Πόσο μάλλον όταν στις λίστες προηγούνται ήδη ετερόφυλα ζευγάρια που πληρούν τα κριτήρια.
Σε κάθε περίπτωση υποστήριξε πως είναι προτιμότερο «δύο άνθρωποι να είναι υπόχρεοι απέναντι στο παιδί», επιβεβαιώνοντας πως δεν θ’ αναφέρονται ως Γονέας 1 και Γονέας 2, αλλά ως μητέρα – μητέρα ή πατέρας – πατέρας.
Ακόμη η κ. Φουντεδάκη, απαντώντας νοητά στην ερώτηση, γιατί όλα αυτά δεν λύθηκαν μ’ ένα ενισχυμένο σύμφωνο συμβίωσης, κατέληξε πως «θα ήταν γάμος χωρίς να τον λέμε γάμο». Οπότε δεν είχε ουσία μια τέτοια κίνηση γιατί ούτως ή άλλως θα αντέβαινε στα ίσα δικαιώματα των πολιτών. Μεταξύ των οποίων και τα τρανς άτομα, «που καλύπτονται απόλυτα» από το νέο νομοσχέδιο.
«Η Ελλάδα κάνει το βήμα προς τις πιο προοδευτικές χώρες»
Η έτερη καθηγήτρια Νομικής στο ΑΠΘ και επίσης μέλος της επιτροπής, Λίνα Παπαδοπούλου, συμφώνησε ότι «ο δικαστής θα έπρεπε ήδη να έχει νομοθετήσει» διασφαλίζοντας την ισότητα των δύο φύλων. Είναι μια επέκταση που, κατά την ίδια, ο Άρειος Πάγος είχε τη δικαιοδοσία να προχωρήσει ιδίως δε «μετά τους γάμους της Τήλου».
Όπως επεσήμανε η κ. Παπαδοπούλου οι διακρίσεις λόγω φύλου εντοπίζονται και σ’ άλλους τομείς (κοινωνική προστασία, ασφάλεια κλπ) και αυτό ακριβώς το πρόβλημα έρχεται να ανατρέπει το νομοθέτημα δεδομένου πως «κινείται γύρω από την ισότητα».
Πρόκειται, όπως εξήγησε ακολούθως, για «μια διεθνή υποχρέωση» της χώρας, υπογραμμίζοντας πως μέχρι τώρα η Πολιτεία απέκλειε το παιδί από τον έναν γονέα του. «Το ερώτημα είναι αν θα του στερούμε αυτό το δικαίωμα», αναρωτήθηκε. Τουλάχιστον όπως σημείωσε «η Ελλάδα κάνει το βήμα προς τις πιο προοδευτικές χώρες που έχουν αναγνωρίσει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών».
«Δεν επηρεάζεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός των παιδιών από αυτόν των γονέων τους»
Σύμφωνα με την ξεκάθαρη άποψη της καθηγήτριας, η διάταξη της παρένθετης μητέρας θα έπρεπε είτε να ισχύει καθολικά είτε καθόλου, σημειώνοντας πως «στο ελληνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται ως μητέρα η κυοφορούσα, αλλά αποκλειστικά ως γυναίκα που γεννά».
Επίσης σημείωσε την αναγκαιότητα αποδοχής της άποψης των ψυχολόγων πως «τα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών δεν υπολείπονται σε τίποτα», αλλά αυτό που έχει αξία και ουσία είναι «η ποιότητα των σχέσεων και τα αγαθά». «Δεν επηρεάζεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός των παιδιών από αυτόν των γονέων τους», προσέθεσε.
«Δεν υπάρχει υποκατάστατο στον γάμο»
Ο καθηγητής Καραμπατζός σχολίασε κατά τη δική του εισήγηση πως πρόκειται για «την επόμενη φάση της εξέλιξης του οικογενειακού δικαίου», το οποίο για 40 χρόνια παρέμενε ανέγγιχτο. Ισχυρίστηκε πως δικαίως διευρύνεται η διάταξη στα ομόφυλα ζευγάρια από τη στιγμή που «πρέπει να δοθεί σε όλους το δικαίωμα γάμου» έτσι ώστε να εξασφαλιστεί πως «θα έχουν ίση αξιοπρέπεια ενώπιων του νόμου». «Δεν υπάρχει υποκατάστατο στον γάμο», υπογράμμισε σχετικώς.
Διέκρινε πάντως πως και «σε αυτό το νομοθετικό πλαίσιο υπάρχουν κενά και δυσμενείς διακρίσεις ακόμη και εις βάρος των ανδρών» και ότι «θα έπρεπε να προβλέπονται» όλες οι διατάξεις που μιλούν για την «αρχή της ισότητας και της ισονομίας των φύλων».
Διαφορετικά παραμένει μια ημιτελής κατάσταση που δεν αναγνωρίζεται διεθνώς δεδομένου πως «η ΕΣΔΑ δεν επιτρέπει την παραβίαση των διακρίσεων». Άρα «θα αντιμετωπίσουμε ζητήματα στο μέλλον», όπως υποστήριξε.
Μιλώντας για το ζήτημα της τεκνοθεσίας, ο κ. Καραμπατζός συμφώνησε με την συνάδελφό του Λίνα Παπαδοπούλου για την επιστημονικότητα που παρέχει η γνώμη των ψυχολόγων, εξηγώντας πως «δεν υπάρχει ένδειξη πως χειροτερεύει η κατάσταση» για ένα παιδί που μεγαλώνει σε ομόφυλο ζευγάρι. Πρότεινε επίσης ότι από τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί το φαινόμενο της επί πληρωμής παρένθετης μητέρας «είναι καλύτερο να ρυθμιστεί αυστηρά» το πλαίσιο.
Η Ιερά Σύνοδος και το δημοψήφισμα
Αναπόφευκτο ήταν στον διάλογο να τεθεί από το ακροατήριο ζήτημα της ηθικής. Λίγο πριν, άλλωστε, η Ιερά Σύνοδος δεν φρόντισε καν για την εκτόνωση, όπως αποτυπώθηκε στην πεντάωρη συνεδρίασή της. Κατά τη διάρκεια αυτής μάλιστα ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Νικόλαος, παρουσίασε το 2024 πια την ομοφυλοφιλία ως μια ψυχιατρική νόσο «που τη γέννησε η διάχυτη κοινωνική αμαρτία και μπορεί ασφαλώς να τη θεραπεύσει η Εκκλησία».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος επενέβη για ν’ αντιστρέψει το ερώτημα, σημειώνοντας πως «η ηθική που υπηρετούμε είναι η συνταγματική». Μια ηθική στην οποία «καταφεύγει ακόμη και η Εκκλησία όταν την έχει ανάγκη».
Επί του ίδιου θέματος η κ. Παπαδοπούλου είχε ήδη τονίσει πως «η Εκκλησία δεν πρόκειται να ιερολογήσει γάμους ομόφυλων ζευγαριών», με τον κ. Βενιζέλο πάντως να επισημαίνει πως «εσχατολογικά το μέλλον μας είναι άφυλο και στην προοπτική δεν θα υπάρχει αυτή η διάκριση». Γι’ αυτό και δεν απέκλεισε οτιδήποτε.
Το γεγονός, τέλος, πως τέθηκε (από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο) ζήτημα δημοψηφίσματος βρήκε κάθετα αντίθετους τους πάντες. «Το δικαστήριο μπορεί να επέμβει όταν το δικαίωμα έχει δοθεί στους πολλούς και δεν το έχουν οι λίγοι», σχολίασε χαρακτηριστικά η Λίνα Παπαδοπούλου, με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να συμπληρώνει πως «θέμα θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να τίθεται σε δημοψήφισμα».