Διανύοντας μια περίοδο κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει τη στρατηγική για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία για τα έτη 2021-2030 και γίνεται μία προσπάθεια ενσωμάτωσής τους, ο επαγγελματικός προσανατολισμός ατόμων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων τίθεται στο επίκεντρο της προσοχής. Συγκεκριμένα, απαραίτητη είναι η επαγγελματική καθοδήγηση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Ο τομέας αυτός παρουσιάζει, σίγουρα, παθογένειες, τις οποίες, ως σύμβουλοι σταδιοδρομίας, οφείλουμε να υπερβούμε. Ας σκιαγραφήσουμε, λοιπόν, την κατάσταση που επικρατεί και ας βρούμε τι πρέπει να κάνουμε προκειμένου να βοηθήσουμε τα άτομα αυτά να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας, να ενταχθούν στην κοινωνία και να αποκτήσουν μία καλύτερη ζωή.
Η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ότι περίπου 5-15% των παιδιών σχολικής ηλικίας αντιμετωπίζει δυσκολίες στη μάθηση. Ακριβέστερα, στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι διαταραχές λόγου εμφανίζονται στο 3-5% και το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) συναντάται στο 5-12% του μαθητικού πληθυσμού, ενώ οι μαθησιακές δυσκολίες αντιπροσωπεύουν το 3-12% και οι διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός) αφορούν το 0,8 – 1,5% του πληθυσμού. Δυστυχώς, παρά την συχνότητα εμφάνισης ενός ατόμου με κάποια από τις παραπάνω διαγνώσεις, ελάχιστες είναι οι έρευνες γύρω από τα άτομα με ειδικές ανάγκες στην χώρα μας.
Παρατηρείται, επίσης, πως είναι περιορισμένες οι προσπάθειες ενσωμάτωσης των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στρέφεται στην ενσωμάτωση και βοήθεια των ατόμων με αναπηρίες, θέτοντας ως στόχο όλοι να απολαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, να έχουν ίσες ευκαιρίες και ίση πρόσβαση για συμμετοχή στην κοινωνία και την οικονομία και να μην υπόκεινται πλέον σε διακρίσεις. Επομένως, σε ελληνικό πλαίσιο υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες υπηρεσιών για άτομα με μαθησιακές και άλλες αναπτυξιακές δυσκολίες.
Αυτές περιλαμβάνουν υπηρεσίες σε ιδρύματα ή άσυλα, κοινοτικά κέντρα εξειδικευμένα με υπηρεσίες συνάθροισης στον τομέα της διάγνωσης, παρέμβασης και διδασκαλίας δεξιοτήτων και υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην γενικότερη προσπάθεια στροφής προς τη νέα μεταρρύθμιση κοινωνίας και συστήματος που προωθεί τις εξατομικευμένες υπηρεσίες. Φανερή είναι, τέλος, η προσπάθεια ενίσχυσης του θεσμού της παράλληλης στήριξης στη δημόσια εκπαίδευση.
Περνώντας, όμως, στην ελληνική σύγχρονη πραγματικότητα η ενσωμάτωση των ατόμων αυτών σημειώνει ελλείψεις. Οι κρατικές δομές υποστήριξης είναι περιορισμένες, ενώ βρίσκονται, στην πλειοψηφία τους, στην Αθήνα ή σε αστικά κέντρα. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι αντί να εξειδικεύονται τα προγράμματα στις εκάστοτε ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, συμβαίνει το αντίστροφο, με τα ίδια τα άτομα να προσπαθούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των προγραμμάτων.
Γεγονός αποτελεί ότι στα κρατικά κείμενα η αναφορά στα άτομα με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες γίνεται από κοινού με τα άτομα με αναπηρίες, γεγονός που δηλώνει απουσία στόχευσης και, κατά συνέπεια, αρωγής τους. Παρατηρείται, ακόμη, έντονη δυσλειτουργία στην συνεργασία των υπουργείων για την αξιολόγηση και παρέμβαση στις ειδικές ανάγκες, καθώς πολλοί είναι οι γονείς που δηλώνουν χαμένοι όταν χρειάζεται να απευθυνθούν, για θέματα που αφορούν τη διάγνωση, εκπαίδευση ή εργασιακή απασχόληση των παιδιών τους, σε παραπάνω από ένα υπουργεία. Τέλος, το εκπαιδευτικό σύστημα και, λεπτομερέστερα, η ειδική αγωγή απωθεί, μάλλον, τους μαθητές αυτούς, πράγμα το οποίο φαίνεται από τον αριθμό των εγγεγραμμένων μαθητών σε ειδικά σχολεία που σημειώνει πτώση καθώς ανεβαίνουμε βαθμίδα εκπαίδευσης.
Τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, παρότι, μπορούν να γίνουν λειτουργικά, αν δεν είναι ήδη, φαίνεται να έρχονται αντιμέτωπα με εμπόδια. Η ειδική εκπαιδευτική ανάγκη των ατόμων συνδέεται, συνήθως, με μειωμένη ικανότητα να συγκεντρώνουν και να οργανώνουν πληροφορίες, να διατηρούν διαπροσωπικές σχέσεις, να ελέγχουν τα συναισθήματά τους βάσει των καταστάσεων, να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές και να αξιολογούν σωστά τον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους. Όλα αυτά είναι, δυστυχώς, σε θέση να αποτελέσουν στοιχεία που παρεμποδίζουν την εξέλιξή τους, ενώ μαζί με το άτομο που εμφανίζει την ειδική ανάγκη, επηρεάζεται και ολόκληρη η οικογένεια, η οποία όχι μόνο βιώνει τις δυσκολίες αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί και να βρει λύση σε αυτές.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, όπου το άτομο με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δυσκολεύεται ή και αδυνατεί να αξιολογήσει σωστά τον εαυτό του, να βρει ευκαιρίες εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης, ο επαγγελματικός προσανατολισμός δείχνει να διαδραματίζει καίριο ρόλο. Θέλοντας να συμβάλουμε στην εργασιακή και κοινωνική ένταξη αυτών των ατόμων, αναγνωρίζουμε, ως σύμβουλοι σταδιοδρομίας, την ανάγκη δημιουργίας ενός συμπαγούς προγράμματος επαγγελματικού προσανατολισμού στοχευμένο στον συγκεκριμένο πληθυσμό. Η ιδέα να έχουν τα άτομα αυτά, αλλά και οι επαγγελματίες του χώρου, στοχευμένα, σταθμισμένα και έγκυρα ψυχομετρικά εργαλεία στα χέρια τους είναι μία σημαντική προσπάθεια ενίσχυσης της αυτογνωσίας, ανάπτυξης των ικανοτήτων και, τελικά, σύνδεσής τους με την αγορά εργασίας.
*Του Κωστή Κατσανέβα, Διευθύνων Σύμβουλος Career Gate και της Ελπινίκης Λέκκα, Σύμβουλος Εκπαίδευσης και Σταδιοδρομίας της Career Gate