Η σύγκλιση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για το ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών δεν κρύβει εκπλήξεις επί της ουσίας.
Οι ιεράρχες της Εκκλησίας έχουν εκφράσει ήδη τις ενστάσεις τους για την αναγνώριση του δικαιώματος σε αυτήν την κατηγορία των συμπολιτών μας, όπως στο παρελθόν είχαν εκφράσει τη διαφωνία τους για ζητήματα όπως η θέσπιση του πολιτικού γάμου ή η απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες.
Με δεδομένη λοιπόν την ομοφωνία των ιεραρχών, το ενδιαφέρον στρέφεται στον εσωτερικό διάλογο που διεξάγεται στους κόλπους της Εκκλησίας. Διάλογο που φαίνεται να έχει λάβει χαρακτήρα σύγκρουσης ανάμεσα στις πιο μετριοπαθείς και τις πιο ακραίες φωνές.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να συνυπολογισθούν δυο στοιχεία. Το πρώτο είναι πως η Εκκλησία είναι από τη φύση του ένας συντηρητικός οργανισμός που πορεύεται με παραδόσεις αιώνων και οποίες με τη σειρά τους έχουν τη δική τους συμβολή στη διαμόρφωση της εθνικής και της πολιτισμικής μας ταυτότητας.
Το δεύτερο είναι πως εκφράζει μια κοινωνική πλειοψηφία, τουλάχιστον ως προς το θρησκευτικό της συναίσθημα. Πολλοί πολίτες, με άλλα λόγια, αναγνωρίζουν ρόλο και λόγο στην Εκκλησία ακόμη και εκεί όπου θολώνουν τα όρια ανάμεσα στα «του Καίσαρος τω Καίσαρι» και τα «του Θεού τω Θεώ».
Ο εσωτερικός διάλογος συνεπώς δεν συνιστά ακριβώς εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας. Οι ιεράρχες έχουν ευθύνη να κατευθύνουν το ποίμνιό τους με γνώμονα τον αγαπητικό λόγο του Δόγματος που πρεσβεύουν και των ιερών κειμένων του.
Σε αυτόν τον λόγο δεν έχουν θέση τα κηρύγματα μίσους και οι ακραίες φωνές που διχάζουν αντί να ενώνουν και δηλητηριάζουν τους πιστούς.