Κάθε μέτρο για την ενίσχυση της στήριξης των νοικοκυριών, όπως αυτά της κυβέρνησης για την αύξηση των οικογενειακών επιδομάτων ή την επίσπευση των προγραμμάτων στέγης, είναι εξορισμού στη σωστή κατεύθυνση.
Αρκεί η επιδοματική πολιτική να μην υποκαθιστά την αδυναμία παρέμβασης σε στρεβλώσεις της αγοράς που εμφανίζονται πέρα από κάθε λογική και κατ’ εξαίρεση στη χώρα μας.
Οι σχετικοί αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η μέση μηνιαία δαπάνη για τα νοικοκυριά 25-34 ετών αυξήθηκε μέσα σε έναν χρόνο από τα 1.599 στα 1.919 ευρώ, ενώ στα νοικοκυριά 35-44 ετών έφτασε τα 2.144 ευρώ από τα 1.837.
Παράλληλα, η χώρα μας εμφανίζει από τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις τροφίμων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και μάλιστα χωρίς να εξαιρούνται προϊόντα που παράγονται εγχώρια – μόνο το ελαιόλαδο αυξήθηκε κατά 58,5%, αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ.
Κι όλα αυτά, την ώρα που η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα μετράται στο 56,9% του μέσου μισθού της ευρωζώνης.
Δεν μπορεί με λίγα λόγια να αυξάνονται τα επιδόματα μόνο και μόνο για να θρέφεται ο «πληθωρισμός της απληστίας».
Όχι μόνο επειδή η απληστία είναι ένα βαρέλι δίχως πάτο που μάταια επιχειρεί να γεμίσει το κράτος από τα ταμεία του με τα χρήματα των φορολογουμένων.
Αλλά και επειδή για τα ίδια τα νοικοκυριά το όφελος εντέλει είναι μηδενικό. Τα χρήματα μπαίνουν στη μία τους τσέπη για να βγουν αμέσως από την άλλη και να καταλήξουν στις τσέπες των κερδοσκόπων.
Ετσι επιδοτείται ο ομολογημένος από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό «πληθωρισμός της απληστίας».
Ετσι η χώρα δεν παραμένει μόνο «μπανανία», όπως είπε και πάλι ο Πρωθυπουργός, αλλά «μπανανία» με κρατική επιχορήγηση.
Ετσι η κοινωνική πολιτική υποβιβάζεται στην κατηγορία των «ψίχουλων» – και με ψίχουλα, όπως είναι γνωστό, δεν μπορεί να γεμίσει κανένα οικογενειακό τραπέζι.