Προσπαθήστε να εξηγήσετε σε ένα παιδί πώς έμοιαζε το Facebook το μακρινό 2007 και σύντομα θα διαπιστώσετε ότι αυτό που περιγράφετε ακούγεται ακριβώς τόσο πρωτόγονο όσο και ένα Walkman. Πολύ πριν κατηγορηθεί για την εκλογή του Τραμπ ή για την υποκίνηση της γενοκτονίας των Ροχίνγκια στη Μιανμάρ, η πλατφόρμα που ήταν γραφτό να αλλάξει τα social media και μαζί τους τον κόσμο ήταν ένα παράξενο, παράξενο μέρος.
To πρώιμο Facebook, πέρα από τις πιο ασήμαντες σκέψεις μας («Alexandra Prassa is feeling bored right now») φιλοξενούσε τα αποτελέσματα των δεκάδων κουίζ που συμπληρώναμε καθημερινά για να μάθουμε ποιο φαγητό, ζώο ή τοποθεσία θα ήμασταν αν ήμασταν φαγητά, ζώα ή τοποθεσίες, τραγούδια που ανεβάζαμε με «νόημα», το relationship status μας (it was complicated…), ‘00s φωτογραφίες με duckface που αποτελούνταν από 13 pixels και – ελλείψει chat – απολύτως προσωπικές συζητήσεις με φίλους μας, αναρτημένες σε δημόσια θέα («Δεν έχω μπαταρία, έλα Σύνταγμα στις 17:00»).
Fast forward στο σήμερα. Ανοίγοντας την εφαρμογή, έπειτα από ένα μοναχικό post από μια σελίδα που όντως έχω επιλέξει να εμφανίζεται στην αρχική μου, βλέπω κατά σειρά: καρουζέλ με προϊόντα από τρία διαφορετικά κινεζικά marketplaces, περιεχόμενο από ομάδες που δεν ακολουθώ, προτάσεις για νέες επαφές, χορηγούμενες αναρτήσεις από κάμποσα brands, διαφημίσεις και reels που δεν μοιάζουν με κάτι που θα παρακολουθούσα – κι όμως το κάνω.
Συνολικά, το αυθεντικό, πρωτογενές περιεχόμενο από απλούς καθημερινούς χρήστες, που ούτε να μου πουλήσουν κάτι θέλουν, ούτε δημόσια πρόσωπα τους λες, σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει πάνω από το 1% των πραγμάτων που εμφανίζονται στην αρχική μου.
«Το 17% των χρηστών του TikTok δεν έχει αναρτήσει ποτέ, ούτε ένα βίντεο».
Αντίστοιχη εικόνα επικρατεί και στο Instagram, αν και εκεί εκτός από τα τερτίπια του αλγόριθμου, οφείλω να κατηγορήσω και τον εαυτό μου. Τα περισσότερα meme accounts, οι λογαριασμοί των ειδησεογραφικών sites, οι χορεύτριες και (κάποια από) τα κουτάβια που ζουν στην αρχική μου δεν βρέθηκαν εκεί μόνα τους, αλλά μέσα από προσεκτικά επιμελημένα follows. Το μόνο που φροντίζει να κάνει η πλατφόρμα – πέρα από το να μου προσφέρει ολόκληρη την καρτέλα Discover -, είναι να συμπληρώνει τα δυνητικά κενά με suggestions, sponsored posts και, φυσικά, διαφημίσεις. Όποιος θυμάται την εποχή που το Instagram σε ενημέρωνε ότι έχεις δει όλες τις πρόσφατες αναρτήσεις – άρα δεν είχε κάτι παραπάνω να σου δείξει – , έζησε ωραία παιδικά χρόνια.
Την ίδια στιγμή το X (πρώην Twitter) ζει τον δικό του εφιάλτη, το 17% των χρηστών του TikTok δεν έχει αναρτήσει ποτέ, ούτε ένα βίντεο και το Threads… Το Threads είναι τόσο αλλόκοτο που χρειάστηκε να του αφιερώσουμε δικό του, ξεχωριστό άρθρο.
Μα πού κρύβονται οι χρήστες;
Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι τόσο στο πολύπαθο Twitter, όσο και στο oldschool Facebook, η συχνότητα των αναρτήσεων έχει μειωθεί αισθητά. Στο Instagram, πάλι, προτεραιότητα παίρνουν τα εφήμερα stories και όχι τα posts που εγγράφονται μόνιμα στο κοινωνικό μας μητρώο.
Η αλλαγή είναι σαφής. Τόσο, ώστε αρκετές αναλύσεις να μιλούν για τον θάνατο των παραδοσιακών social media ή έστω για την πλήρη μεταμόρφωσή τους από «social» σε «media». Πώς φτάσαμε ως εδώ, και τι πρέπει να περιμένουμε ότι θα φέρει το μέλλον;
Η Λυδία Κολλύρη, λέκτορας στο Τμήμα Media Studies του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, είναι κάθετη. Όπως εξηγεί στο Βήμα, οι θεωρίες περί «νεκρού Facebook» είναι κάτι παραπάνω από αβάσιμες, δεδομένης της διαρκούς αύξησης των χρηστών της πλατφόρμας. «Θεωρώ παρωχημένο να μιλάμε για θάνατο των κοινωνικών δικτύων όπως το Facebook ή το Instagram, αλλά μπορούμε να μιλάμε για μεταβολή χρήσης», τονίζει. «Όταν θεωρούμε πως οι πλατφόρμες χάνουν τη δύναμη τους και τις υποτιμούμε, είμαστε πολύ πιο ευάλωτοι στις πιθανές επιπτώσεις τους».
Λιγότερες αναρτήσεις, περισσότερες ώρες απ’ τη ζωή μας
Άλλωστε, όταν εξετάζουμε άλλες μεταβλητές, καταλαβαίνουμε ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί μάλλον δεν έχουν και πολλούς λόγους να ανησυχούν. Ο χρόνος που περνάμε στα social media, για παράδειγμα, αυξάνεται συνεχώς, όσο και αν γκρινιάζουμε για το περιεχόμενό τους.
Ο Κώστας Παππάς, ένας 26χρονος μάγειρας από την Αθήνα, απέκτησε προφίλ στο Facebook στην Α’ Γυμνασίου. Όπως εξηγεί στο Βήμα, μέχρι να πάει στο Λύκειο έκανε αναρτήσεις σχεδόν καθημερινά, χωρίς να φιλτράρει το περιεχόμενό τους. Πλέον έχουν περάσει περισσότερα από δυο χρόνια από το τελευταίο status update του – ενώ και στο Instagram, όπου εξακολουθεί να αναρτά κάποιο υλικό, η παρουσία του είναι σποραδική.
«Αρκετοί είναι εκείνοι που προτιμούν να καταναλώνουν παρά να παράγουν περιεχόμενο, καθώς η κατανάλωση περιεχομένου έχει ενταχθεί μηχανικά στην καθημερινή τους ζωή».
Ο ίδιος δεν δυσκολεύεται να βρει τις αιτίες πίσω από αυτή την αλλαγή: «Στο Facebook έχουν μαζευτεί πάρα πολλές επαφές που δεν έχω ξεσκαρτάρει ποτέ, οπότε δε νιώθω την οικειότητα να ανεβάσω κάτι», αναφέρει. «Δεύτερον, όσο μεγαλώνεις αποκτάς κι άλλα φίλτρα, καταλαβαίνεις ότι αυτά που ανέβαζες παλιότερα ήταν cringe. Έχω σταματήσει και τα πολιτικά post γιατί πλέον μου φαίνεται αρκετά ανούσιο, ειδικά σε ένα feed που είναι γεμάτο από διαφημίσεις. Δεν έχει πια την ίδια δυναμική που είχε παλιότερα. Στο Instagram δεν πόσταρα ποτέ σε καθημερινή βάση, αλλά ποστάρω ακόμα – συνήθως κάτι από τις διακοπές ή από κάποιο ταξίδι. Σε story μπορεί να ανεβάσω και ένα τραγούδι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλώς επειδή μου άρεσε».
Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να περνά πάνω από μια ώρα την ημέρα σε κάθε πλατφόρμα – από πέντε-δέκα λεπτά τη φορά.
Το τέλος της αθωότητας – ή έστω του αυθορμητισμού
Η ποιοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της Λυδίας Κολλύρη σε ελληνόφωνους χρήστες του Instagram, επιβεβαίωσε επίσης ότι αρκετοί είναι εκείνοι που προτιμούν να καταναλώνουν παρά να παράγουν περιεχόμενο, καθώς «η κατανάλωση περιεχομένου έχει ενταχθεί μηχανικά στην καθημερινή τους ζωή». Ακόμη, οι περισσότεροι στρέφονταν στα stories αντί των δημοσιεύσεων, με την ίδια να εξηγεί πως «σημαντικό ρόλο σε αυτό φαίνεται να διαδραματίζει η απουσία κοινωνικής δημόσιας ανάδρασης, όπως τα likes και τα σχόλια, που επιτρέπει στους χρήστες να μοιράζονται εύκολα περιεχόμενο από την καθημερινή τους ζωή, χωρίς να αφιερώνουν πολύ χρόνο και σκέψη». Αντιθέτως, «η επιλογή της μόνιμης δημοσίευσης γίνεται όταν το άτομο θέλει να μοιραστεί μια σημαντική στιγμή της ζωής του, ενώ παράλληλα γίνεται και πιο συνειδητά, καθώς αποτελεί κομμάτι της μόνιμης online ταυτότητάς του».
Παιχνίδι για επαγγελματίες
Η είσοδος των επαγγελματιών κάθε λογής στο παιχνίδι των social media δεν είναι άσχετη με αυτή την εξέλιξη. Την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε το Facebook, ακόμα και το πιο ακριβό κινητό δεν μπορούσε να προσφέρει φωτογραφίες καλής ποιότητας, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξακολουθούσαν να επισκέπτονται το συνοικιακό φωτογραφείο για να εμφανίσουν τα φιλμ της αναλογικής τους μηχανής. Οι θολές, στραβές και κακοκαδραρισμένες φωτογραφίες μας είχαν να ανταγωνιστούν αποκλειστικά η μία την άλλη.
Η είσοδος των influencers, των δημιουργών περιεχομένου και σταδιακά ακόμα και των μεγαλύτερων brands στο social media marketing, μεταμόρφωσε πλήρως το τοπίο, φέρνοντας μαζί της οργάνωση, ταλέντο και ακριβό εξοπλισμό. Ουσιαστικά, μας εκπαίδευσε στο τι αξίζει να ανέβει σε δημόσια θέα και τι όχι. Και, κυρίως, εκπαίδευσε τις ίδιες τις πλατφόρμες στην πιο κερδοφόρα οργάνωση και αξιοποίηση του αχανούς περιεχομένου τους – και των πολύτιμων δεδομένων που εγγράφονται σε αυτό.
Ένας αρχαιολόγος του Internet
Η διαφορά είναι αισθητή ακόμα και στους πιο επιτυχημένους content creators. Ο Archaeostoryteller (κατά κόσμον Θεόδωρος Παπακώστας), έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια εξαιρετικά εκτεταμένη και ζωντανή κοινότητα ανθρώπων, παράγοντας φρέσκο, αλλά καλά μελετημένο περιεχόμενο για την αρχαία Ελλάδα. Δεν έχει δει το περιβόητο «reach» των σελίδων του να μειώνεται, όμως τονίζει ότι φροντίζει να μένει ενήμερος για τις αλλαγές των αλγόριθμων, επιμελείται προσεκτικά τις αναρτήσεις του και προσαρμόζει τη μορφή τους στις απαιτήσεις της κάθε πλατφόρμας.
Έξι χρόνια πριν, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα ως Archaeostoryteller, «ξεκίνησα τελείως πειραματικά και τελείως τυχαία – δεν περίμενα να δημιουργηθεί μια τόσο μεγάλη κοινότητα αρχαιόφιλου κοινού στα κοινωνικά δίκτυα. Αναπτύχθηκε μια αμφίδρομη σχέση: όσο περισσότερο κοινό ερχόταν, τόσο προσπαθούσα να βελτιώσω τη δουλειά μου». Παραδέχεται πως και η συγκυρία ήταν ευνοϊκή: «αν ξεκινούσα τώρα θα ήταν πολύ πιο δύσκολο, γιατί υπάρχει υπερπληθώρα περιεχομένου. Υπάρχουν πράγματα που έχουν γίνει και έχουν πετύχει, ενώ και οι απαιτήσεις του κοινού έχουν αυξηθεί».
Με τη σύμφωνη γνώμη του κ. Ζάκερμπεργκ
Προφανώς, τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη πίσω από την πλάτη της Silicon Valley. Η Λυδία Κολλύρη υπογραμμίζει ότι «ενώ οι πλατφόρμες επιζητούν το περιεχόμενο των χρηστών και κατ’ επέκταση τα δεδομένα τους, παράλληλα επιδιώκουν και την κατανάλωση». Όπως εξηγεί, φέρνοντας ως παράδειγμα το Instagram, αυτό αντανακλάται στον σχεδιασμό και τους ανασχεδιασμούς του, οι οποίοι ωθούν τους χρήστες στη μηχανική και επαναλαμβανόμενη χρήση της πλατφόρμας, ενώ ταυτόχρονα ο αλγόριθμος τους τροφοδοτεί με ατέλειωτο υλικό, δίνοντας προτεραιότητα στο εύπεπτο περιεχόμενο που «λειτουργεί θετικά στην παράλληλη κατανάλωση διαφημίσεων και δημοσιεύσεων που σχετίζονται με εταιρείες και προϊόντα. Επομένως, οι χρήστες παραμένουν στην πλατφόρμα και εκτίθενται σε εμπορικό περιεχόμενο».
Συμπληρώνει ότι «εστιάζοντας στον σχεδιασμό, το ίδιο το Instagram φαίνεται να προωθεί την παραγωγή «ιστοριών» παρά δημοσιεύσεων. Από το 2016, όταν η πλατφόρμα παρουσίασε την επιλογή των stories, μέχρι και σήμερα, παρατηρούμε πως οι χρήστες τείνουν όλο και περισσότερο να δημοσιεύουν εφήμερες φωτογραφίες παρά να τις ποστάρουν».
Με λίγα λόγια, αν το Instagram είχε πρόβλημα με την αλλαγή των ψηφιακών συνηθειών μας, θα είχε κάνει κάτι για αυτό. Πράγμα που ο Κώστας Παππάς έχει αντιληφθεί μέσα από τη βιωμένη του εμπειρία. «Όχι μόνο έχουν μειωθεί τα post στο feed μου που προέρχονται από πραγματικούς ανθρώπους, αλλά και τα ίδια τα social φροντίζουν να μην μου τα δείχνουν βάζοντας διαφημίσεις και χορηγούμενα post», λέει. «Μπορεί να ακολουθώ κάποιον και να έχω δει ελάχιστα πράγματα που έχει ανεβάσει – και αυτό με ενοχλεί γιατί νιώθω ότι ο αλγόριθμος με κατευθύνει σε συγκεκριμένο περιεχόμενο, για να αυξήσει την εξάρτησή μου από αυτόν. Ξέρουν ότι αν μου πετάξουν πολλά βιντεάκια των 7 δευτερολέπτων, είναι πολύ εύκολο να πάω από τη μια πληροφορία στην επόμενη. Επομένως δημιουργείται μια συνθήκη που εγώ κοιτάζω βιντεάκια και ξαφνικά έχει περάσει μια ώρα χωρίς να το καταλάβω, χαζεύοντας είτε άκυρους ανθρώπους είτε γατιά είτε σκυλιά είτε οτιδήποτε άλλο – ενώ αν έβλεπα τις φωτογραφίες που ανεβάζουν οι φίλοι μου, σίγουρα θα περνούσα λιγότερο χρόνο στην εφαρμογή».
Κάθε «discard draft» για καλό
Αιχμάλωτοι του αλγόριθμου ή όχι, το γεγονός ότι αναρτούμε λιγότερα πράγματα στις διάφορες πλατφόρμες, μάλλον δεν είναι και τόσο αρνητικό. Παίρνω το θάρρος να μαντέψω ότι ελάχιστοι είναι εκείνοι που νοσταλγούν την εποχή που εξασκούσαμε κάπως εριστικά την ελευθερία του λόγους μας στους τοίχους ανυποψίαστων φίλων.
Ο Θεόδωρος Παπακώστας, που στηρίζει το διασκεδαστικό εκπαιδευτικό του περιεχόμενο σε ένα διδακτορικό στην κλασική αρχαιολογία, συνοψίζει πλήρως αυτό το συναίσθημα, όταν εξηγεί τους λόγους που έχει μειώσει τις αναρτήσεις στο προσωπικό του προφίλ.
«Θεωρώ ότι έχει περάσει η εποχή που είχαμε όλοι εύκολα τη γνωμούλα μας στα κοινωνικά δίκτυα», παρατηρεί. «Πλέον αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι ιδιωτικός χώρος, είναι δημόσιος λόγος. Στην αρχή μπορεί να λέγαμε και το “καλημέρα” στον γείτονα μέσω κοινωνικών δικτύων, γιατί είχαμε εντελώς άλλη αντίληψη για το τι ήταν».
«Δεν τα ξέραμε», καταλήγει. «Τα μάθαμε με τον δύσκολο τρόπο».