Η Βασιλική Τρουφάκου διανύει μια πολύ ωραία περίοδο. Τα καταγάλανα μάτια της λαμπυρίζουν καθώς οι ακτίνες του ήλιου γλιστρούν από το μεγάλο παράθυρο που βρίσκεται στα αριστερά της. Μια ωραία περίοδος. Και είναι ευγνώμων γιατί «δεν ήταν πάντα έτσι».
Η Βασιλική Τρουφάκου έχει μάθει να επιβιώνει, όσες κι αν είναι οι δυσκολίες. Έχει μάθει να δίνει απλόχερα το ευχαριστώ της και παραμένει αισιόδοξη. Ίσως, έτσι ασυνείδητα να συνδέεται με τον Ξενόπουλο που έβρισκε μια γοητεία ακαταμάχητη στη λέξη αισιοδοξία. Δική μας αφορμή η νέα δραματική σειρά του MEGA, »Famagusta», η οποία κάνει πρεμιέρα την Κυριακή 21 Ιανουαρίου στις 21:00.
Η σειρά »Famagusta» συμπλέκει δυο εποχές διηγούμενη την ιστορία μιας οικογένειας που αντιμετώπισε τα δεινά της εισβολής, χωρίς να προσπαθεί να κάνει μια πολιτική ανάλυση. Η Βασιλική Τρουφάκου εκφράζεται με ενθουσιασμό για τη σειρά που φέρει τις υπογραφές των Αντρέα Γεωργίου, Βάνας Δημητρίου και Κούλλη Νικολάου.
Η συγκινητική ιστορία αναζήτησης της αλήθειας ξεκινά και η Βασιλική Τρουφάκου μιλά στο ΒΗΜΑ για τον ρόλο της, για τις συγκλονιστικές αληθινές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν την τουρκική εισβολή του ’74, αλλά και για τη συνεργασία με τον Αντρέα Γεωργίου.
Η κουβέντα ανοίγει και φτάνουμε στο θέατρο, στον ηλικιακό ρατσισμό που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες ηθοποιοί, στην επισφάλεια του επαγγέλματος αλλά και στη μεγάλη αγάπη που τρέφει για την υποκριτική και τελικά είναι αυτή που σκεπάζει τα πάντα.
To ‘’Famagusta’’ έρχεται στo MEGA.
Είδα το πρώτο επεισόδιο, πριν από εσάς. Μας μάζεψε ο Αντρέας Γεωργίου και κάναμε μια προβολή του πρώτου επεισοδίου.
Πώς ήταν; Πώς ήταν αυτό που είχες στο μυαλό σου με αυτό που είδες στην οθόνη;
Είμαι σε δύσκολη θέση γιατί δεν θέλω να αποκαλύψω και πολλά (γέλια). Είμαι πολύ αισιόδοξη. Είναι πολύ δύσκολο να αξιολογήσεις αντικειμενικά. Γιατί; Γιατί μπαίνεις τόσο μέσα και επενδύεις συναισθηματικά και επενδύεις χρόνο και επενδύεις ελπίδες.
Επενδύεις τον εαυτό σου ολόκληρο. Με την ανασφάλειά σου, με την κακή σου διάθεση, με την κούρασή σου. Με όλα. Οπότε επενδύεις τόσο που εγώ δεν καταφέρνω να πέσω μέσα. Αντιλαμβάνομαι λίγο πιο καθαρά όταν το δω αλλά όσο είμαι στο γύρισμα δεν καταφέρνω να έχω πάντα εικόνα.
Πράγματα που μπορεί να μην μου αρέσουν, στη συνέχεια τα βρίσκω εξαιρετικά και πράγματα που με ενθουσιάζουν την ώρα του γυρίσματος μπορεί να μην μου κάνουν τόση εντύπωση όταν δω το επεισόδιο.
Με τι εντυπώσεις σε άφησε το πρώτο επεισόδιο του ‘’Famagusta’’;
Μου άρεσε πάρα πολύ. Και είμαι πολύ χαρούμενη που είμαι κομμάτι του. Πολύ χαρούμενη για τον Αντρέα. Για όλους τους συνεργάτες που κατάφεραν να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Πάντα να σκεφτόμαστε ότι είμαστε στην Ελλάδα. Μια μεγάλη παραγωγή εδώ στο σύνολο της , για παράδειγμα, μπορεί να κοστίζει όσο μια μέρα γυρίσματος μίας μεγάλης παραγωγής στο εξωτερικό.
Στο ‘’Famagusta’’ γίνονται όλα με τόσο πολύ μεράκι, με τόση πολλή προσπάθεια, με τόση πολλή όρεξη που νιώθεις τελικά μια υπερηφάνεια για τη δουλειά σου και για τους συνεργάτες σου.
Οι συνθήκες βέβαια για αρκετά χρόνια ήταν -και ίσως παραμένουν- δύσκολες.
Αυτά τα χρόνια ήρθαν χρήματα, πέρασαν χρήματα, δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο δύσκολο να έρθουν αυτά τα χρήματα στους ηθοποιούς. Δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο δύσκολο να έρθουν στις παραγωγές.
Ένας παραγωγός βέβαια θα σε καλέσει και θα σου πει «δες τα νούμερα». Συνήθως κάτι τέτοιο γίνεται, φαντάζομαι. Μπαίνεις σε ένα γραφείο παραγωγής και είναι ένας υπεύθυνος επί των οικονομικών με ένα κομπιουτεράκι να σου λέει «θες τόσα, αλλά είναι τόσο ο φόρος, τόσο το ταμείο, τόσο το μπλοκάκι σου κόκ».
Πάντως, είναι πολύ ωραίο να γίνονται καλές δουλειές. Να μην ξεχνάμε ότι πια έχει παγκοσμιοποιηθεί η αγορά. Δηλαδή είναι κρίμα να μην μπορούμε να εξάγουμε, όπως εισάγουμε. Και φτάνει πια με αυτή την καραμέλα «δεν βλέπω ελληνικά σίριαλ». Γίνεται μια πολύ μεγάλη προσπάθεια και πρέπει να το αναγνωρίσουμε.
Ο Γιάννης Μπέζος δήλωσε ότι ο Αντρέας Γεωργίου είναι ένας άνθρωπος που ακούει τους ηθοποιούς, ακούει τους συνεργάτες του.
Ο Αντρέας είναι dreamer, είναι doer. Είναι πολλά ο Αντρέας. Ο Αντρέας είναι κεφάλαιο σε αυτό που κάνει και δεν ακούω κουβέντα (γέλια). Ο άνθρωπος είναι οραματιστής, είναι δημιουργός. Aυτό που έχει στο μυαλό του το κάνει, το υλοποιεί.
Αυτό είναι σπουδαίο: να υλοποιούμε τις επιθυμίες μας, τα οράματά μας. Να ονειρευόμαστε και να υλοποιούμε. Αυτός είναι οδηγός ζωής για να ζεις χωρίς να γυρνάς πίσω και να βαρυγκομάς.
Ποιος είναι ο ρόλος σου;
Υποδύομαι την Ιφιγένεια Χαραλάμπους, τη σύντροφο του Αντρέα, του Παύλου δηλαδή. Πρόκειται για μια γυναίκα που έχει παλέψει με τους δαίμονές της και τώρα είναι καλά. Έχει χάσει την επιμέλεια του παιδιού της, αλλά οι συνθήκες θα τους φέρουν πάλι κοντά.
Ο Παύλος θα αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και θα έρθουν κοντά και θα γίνει ξανά μέλος της οικογένειας Σέκερη. Η οικογένεια Σέκερη έχει χάσει το παιδί της κατά τη διάρκεια της εισβολής. Ο Παύλος είναι ο δευτερότοκος γιος της.
Κι αυτές οι αληθινές ιστορίες που θα δούμε;
Είναι συγκλονιστικές. Είναι η Δέσποινα Μπεμπεδέλη στο πρώτο επεισόδιο που είναι βαθιά υπέροχη. Μόλις διάβασα το σενάριο, το είδα, το κατάλαβα. Πρέπει να είσαι από πέτρα, βλέποντας και ακούγοντας αυτές τις ιστορίες, για να μην συγκινηθείς.
Μιλάμε για αληθινές ιστορίες, αληθινές αφηγήσεις που έχουν δραματοποιηθεί. Θα επιστρέψω στη Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Τη βλέπεις και λες «ω θεέ μου τι συνέβη». Είναι και τα κείμενα έτσι διαμορφωμένα, έχουν άλλο παλμό. Δηλαδή βλέπεις τη λεπτομέρεια της αληθινής καταγραφής από την εισβολή.
Μα και στο τρέιλερ μόλις ακούς την πρώτη λέξη από το στόμα της Μπεμπεδέλη, νιώθεις να σε διαπερνά.
Έτσι ακριβώς είναι. Έτσι. Σου σηκώνεται η τρίχα. Είναι συγκλονιστική η αφήγηση. Οι Κύπριοι στην εισβολή του ‘74 έχασαν τη μισή τους πατρίδα. Είναι μια ιστορία η οποία πρέπει να ακούγεται και πρέπει να ακουστεί. Είναι ακόμα ένα άλυτο θέμα. Είναι ακόμα μια ανοιχτή πληγή για τους Κύπριους. Το κουβαλάνε.
«Στο ‘’Famagusta’’ γίνονται όλα με τόσο πολύ μεράκι, με τόση πολλή προσπάθεια, με τόση πολλή όρεξη που νιώθεις τελικά μια υπερηφάνεια για τη δουλειά σου και για τους συνεργάτες σου».
Η οικογένεια Σέκερη δεν ξεπέρασε ποτέ τον «χαμό» του παιδιού της.
Είναι μια οικογένεια που δεν έχει συνέλθει από τότε. Η Χριστίνα Σέκερη (Κοραλία Καράντη) λιποθυμά κατά τη διάρκεια της εισβολής και χάνει το παιδί της. Δεν ξέρει πού είναι. Δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε.
Το κομμάτι των αγνοουμένων είναι τόσο σκληρό. Είναι σημαντικό να μπαίνει μια τελεία. Όσο ασήκωτο πράγμα κι αν είναι ο θάνατος, σου προσφέρει μια τελεία. Είχαμε να γυρίσουμε μια κηδεία και βλέπεις τα κενοτάφια, τον κατάλογο με τα ονόματα των αγνοουμένων. Ή διαβάζεις «βρέθηκε σε ομαδικό τάφο πριν από δέκα χρόνια». Δεν το χωράει ο νους σου.
Θα δούμε 24 επεισόδια;
24 επεισόδια αν και για να πω την αλήθεια, τον παρακαλούσα τον Αντρέα «πες στη Βάνα (σ.σ. Δημητρίου) να αφήσει κάποιες ιστορίες πιο ανοιχτές ώστε να συνεχίσουμε. Νομίζω όμως πως θα μείνουμε στον αρχικό προγραμματισμό των 24 επεισοδίων.
Μια ευτυχής συγκυρία για εσένα.
Ναι, ναι, είμαι χαρούμενη. Γενικά είναι μια ευτυχής περίοδος για ‘μενα. Πριν το ‘’Famagusta’’ ήταν ο «Γιατρός» και πριν «Τα ψέματα». Κι οφείλω να το αναγνωρίσω γιατί δεν ήταν πάντα έτσι.
Το «δεν ήταν πάντα έτσι» είναι συνθήκη που αφορά στην τηλεόραση γιατί στο θέατρο η παρουσία σου είναι συνεχής.
Η παρουσία μου στο θέατρο είναι συνεχής, παρά τις δυσκολίες. Βγήκα στο θέατρο στην κρίση. Η κρίση είναι η πραγματικότητά μου.
Έδωσες μια συνέντευξη το 2022 και σε ρώτησαν πώς ήταν η Βασιλική μια δεκαετία πριν. Απάντησες: «είναι μια ίδια Βασιλική μέσα σε μια κρίση».
Αλήθεια είναι αυτό. Η κρίση είναι όντως η πραγματικότητά μου γιατί πριν την οικονομική κρίση, η δική μου οικογένεια είχε τα δικά της οικονομικά ζητήματα. Δηλαδή μεγάλωσα έτσι από την εφηβεία μου, με οικονομική κρίση, για αυτό και λέω ότι είναι η πραγματικότητά μου.
Μπορεί να ακούγεται κάπως, αλλά συνέχεια η κατάσταση του μυαλού μου είναι «πώς επιβιώνουμε τώρα;» Έχω το κιτ επιβίωσης; (γέλια). Και το καταλαβαίνω πολύ περισσότερο όταν έρχεται σε αντιδιαστολή με πράγματα που λένε ή σκέφτονται οι γύρω μου. Αυτό είμαι εγώ. Δεν είμαι πανικόβλητη, ούτε απαισιόδοξη, αλλά έχω πάντα μαζί μου το πνευματικο-πρακτικό βαλιτσάκι επιβίωσης.
Παρ’ όλα αυτά επιλέγεις ένα επάγγελμα το οποίο δεν σου προσφέρει ιδιαίτερη ασφάλεια.
Τυχαίο; Δεν νομίζω. Το επάγγελμα αυτό είναι έτσι, αλλά δεν το επέλεξα ακριβώς. Όταν κάτι το αγαπάς τόσο πολύ, δεν το επιλέγεις. Είναι κάπως όπως η οικογένειά σου. Το αγαπάς και προσπαθείς όσο μπορείς να κάνεις αυτή τη σχέση καλύτερη. Δεν το ένιωσα ποτέ ως επιλογή ακριβώς.
Υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες.
Είναι στα όρια του επαγγέλματος. Έχεις τόσο μηδενική προστασία και ασφάλεια. Το επάγγελμα έρχεται με κάποιες εξασφαλίσεις. Εγώ, θα κλείσω μια δουλειά και μέχρι να ξεκινήσω μπορεί να ακυρωθεί και δεν θα με αποζημιώσει κανείς.
Εντωμεταξύ έχω αρνηθεί άλλες προτάσεις. Δεν υπάρχει κανένα πλαίσιο που να το καθιστά επάγγελμα. Είναι ένας αυτοσχεδιασμός, είναι μια επαγγελματική συνθήκη. Έχω κάνει τρεις μήνες πρόβα για παράσταση κι έχω παίξει για μια εβδομάδα. Ήρθε ο κορωνοίος κλείσαμε και η παράσταση δεν επαναλήφθηκε. Έχασα τρεις μήνες. Βαλλόμαστε από παντού
Και καλείσαι να διεκδικείς πράγματα μόνη σου.
Πρέπει να διεκδικείς μόνος σου πράγματα τα οποία όμως τα διεκδικείς και βρίσκεσαι και στη σέντρα. Υπάρχει τέτοια «δεξαμενή» από την οποία μπορεί να επιλέξει ο παραγωγός. Αυτό σου λένε για τα πρώτα -άπειρα- χρόνια.
Εκτός από αυτά όμως έχουμε και το κεφάλαιο μισογυνισμός.
Για να μιλήσουμε για μισογυνισμό πρέπει να αναγνωρίσουμε κιόλας κάτι. Δεν είμαστε καν σε θέση να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Είμαστε πολύ πριν από αυτό. Λέμε «δεν σε παντρεύει ο πατέρας σου στα 16» οπότε ξεπεράστηκε η γυναικεία καταπίεση. Είμαστε πολύ πίσω. Το βλέπω και σε σενάρια που υπάρχουν.
Οι γυναίκες ηθοποιοί έρχονται αντιμέτωπες και με τον ηλικιακό ρατσισμό.
Πρόσφατα άκουσα τη Ρένια Λουιζίδου να λέει ότι στα 40 μας είμαστε πρωταγωνίστριες και στα 45 είμαστε η μητέρα της πρωταγωνίστριας. Δεν είναι μόνο άδικο, είναι και βαρετό τελικά. Αυτά που αναζητάμε κι αυτά που κάνουν επιτυχία είναι αυτά που δεν λένε τα ίδια και τα ίδια.
Αυτό σιγά σιγά θα αλλάξει. Απλά τώρα θα δούμε πότε και πώς θα αλλάξει. Στην Ελλάδα κινούμαστε σε όλα αργά. Είμαστε μια σχετικά αναπτυγμένη βαλκανική χώρα.
Από την άλλη δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι έχω περισσότερα δικαιώματα από κάθε άλλη γυναίκα που πάτησε στο παρελθόν σε αυτόν εδώ τον τόπο. Το 2024 είναι καλύτερη χρονιά από οποιαδήποτε άλλη χρονιά. Αυτό εγώ δεν θα το πετάξω γιατί δεν έχει και νόημα να τα μηδενίζουμε όλα.
Επιμένω όμως ότι θα δούμε την αλλαγή. Οι «Άγριες Μέλισσες» συνέβαλαν σε έναν βαθμό, ως δραματουργία αλλά και γενικά, γιατί οι γυναίκες ήταν οι φορείς της δράσης. Κινούσαν την ιστορία ενώ συνήθως οι γυναίκες δέχονται τις συνέπειες των επιλογών των ανδρών.
Εκτός από την τηλεόραση έχεις και θέατρο. Σε βλέπουμε στην παράσταση «Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας» στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος».
Υποδύομαι την Τασία, τη νεαρή Κοντέσσα. Είμαι η νύφη της Κοντέσσας Βαλέραινας. Η Τασία είναι μια πιο μοντέρνα γυναίκα, δεν είναι ταγμένη στην παράδοση. Παρά τη φτώχεια παραμένει μια αγαπημένη οικογένεια που όμως έρχεται σε σύγκρουση αξιακή πολύ έντονη.
Ο Ξενόπουλος δεν έγραψε για μια βαθιά αντιπαλότητα μεταξύ πεθεράς-νύφης. Είναι ένα παλιό αγαπημένο σπιτικό που όμως η ανάγκη το έχει κάνει να χωριστεί σε διαφορετικά στρατόπεδα.
Η Τασία υποστηρίζει ότι, από τη στιγμή που δεν έχουν να φάνε, τα ιδανικά μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Σε κάποιο σημείο ακούγεται να λέει «η ανάγκη κυβερνά τον κόσμο». Και πρέπει να δούμε την ιστορία ενταγμένη στο αξιακό σύστημα εκείνης της εποχής που γράφτηκε το έργο.
Δεν έχει νόημα να πούμε γιατί δεν πήγαιναν να δουλέψουν. Μια γυναίκα στα τέλη του 19ου αιώνα δεν μπορούσε έτσι απλά να δουλέψει, ούτε μια γυναίκα με τίτλο μπορούσε να πάει υπηρέτρια σε ένα άλλο σπίτι. Άσε που οι εργασίες αυτές ήταν άμισθες. Οι υπηρέτριες της εποχής εργάζονταν αμισθί, τους παρέχονταν μόνο τροφή και στέγαση.
Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την Όρσολα (που ερμηνεύει η Μαρία Κανελλοπούλου) την υπηρέτρια του σπιτιού, κάτι που το επισημαίνει ο Ξενόπουλος -καθόλου τυχαίο κατά τη γνώμη μου. Ότι δουλεύει και παραστέκει τσάμπα. Πρόκειται για ένα απολύτως διαφορετικό πλαίσιο, δηλαδή.
Βλέπουμε μια σπαρακτική σύγκρουση.
Ακριβώς γιατί είναι μια οικογένεια που αγαπιέται. Το λένε συνέχεια πόσο αγαπιούνται και πόσο καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο αλλά όταν φτάνουμε στο δια ταύτα προκύπτει μια σφοδρή σύγκρουση.
Μπορεί να μιλάμε για ένα έργο του 1897 κι όμως βλέπουμε μια ιδεολογική σύγκρουση που είναι κάτι παραπάνω από επίκαιρη.
Βλέπουμε πως όταν ένα έργο σε αφορά, αυτό συμβαίνει γιατί διακυβεύεται κάτι ζωντανό. Υπάρχουν έργα δεκαετίας που μπορεί να τα δεις σε επανεκτέλεση και να πεις «πόσο έχει κουραστεί αυτό το έργο;». Με τα κλασικά κείμενα είναι αλλιώς. Δεν περνά, ακριβώς, ο χρόνος από πάνω τους.
Πρέπει να καθαρίσουμε εμείς λίγο τα μάτια μας -ως δημιουργοί αλλά και ως θεατές- και να μπορέσουμε να κάνουμε μικρομετατροπές ώστε να γίνουν αντιληπτά τα νοήματα αλλά και το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής που γράφτηκαν.
Κι αυτή ήταν νομίζω και η μεγάλη αγωνία του σκηνοθέτη μας, του Πέτρου Ζούλια -αλλά και δική μου στις πρόβες- να μπορέσουμε αυτό το αξιακό σύστημα της τότε εποχής να μην περάσει ως μουσειακός προβληματισμός αλλά να ιδωθεί ως κάτι που πραγματικά συμβαίνει και στο τώρα. Κι ευτυχώς έχει περάσει στους θεατές.
«Για να μιλήσουμε για μισογυνισμό πρέπει να αναγνωρίσουμε κιόλας κάτι. Δεν είμαστε καν σε θέση να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει πρόβλημα».
Η συνεργασία με τον Πέτρο Ζούλια πώς είναι;
Συνεργαζόμαστε πρώτη φορά και θέλω να πιστεύω ότι είναι η αρχή μιας συνεργασίας. Περάσαμε πολύ ωραία στις πρόβες. Είναι μάστορας ο Πέτρος.
Και η συνεργασία με τη μεγάλη Νένα Μεντή; Με την οποία ο Πέτρος Ζούλιας νομίζω έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας πια.
Μπαίνεις σε ένα «σπίτι», σε μια έτοιμη σχέση. Στην Ελλάδα τα εχθρευόμαστε τα μεγέθη. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάνει σπουδαία πράγματα και τους υποτιμάμε, τους σνομπάρουμε, θέλουμε να τους φέρουμε στα μέτρα μας.
Είναι σημαντική ηθοποιός η Νένα Μεντή. Είναι πολύ ωραία, πολύ γοητευτική η συνεργασία με μια γυναίκα που έχει γράψει χιλιόμετρα στο θέατρο.
»FAMAGUSTA»: Πρεμιέρα αυτή την Κυριακή, 21 Ιανουαρίου, στις 21:00 στο MEGA.
*Ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία το café bistro »Neratzia» (Ζαν Μωρεάς 6 & Βεΐκου).