Μεσοβδόμαδο και ένα ετερόκλητο κοινό από γυναίκες και άνδρες όλων των ηλικιών γεμίζει την αίθουσα του θεάτρου. Το έργο καυστικό, αιχμηρό και με πολύ αναγνωρίσιμο τίτλο αναφέρεται στο παρελθόν αλλά θυμίζει έντονα το παρόν. Μετρώντας στο σχετικό αφιέρωμα του Βήματος «39 θεατρικές παραστάσεις που δεν φοβούνται να μιλήσουν για τη γυναικεία χειραφέτηση» τα θεατρικά έργα που ξεδιπλώνονται αυτή τη σεζόν στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας και φωτίζουν ιστορίες, δραματικές, κωμικές, τραγικές ή απλά καθημερινές και επίκαιρες, βρήκαμε έναν πολυπρισματικό καθρέφτη στραμμένο στην επικαιρότητα. Με οδηγό τη ματιά και την πένα πέντε γυναικών δημιουργών, μπαίνουμε στα ενδότερα θεατρικών παραστάσεων που φέρνουν δυνατά στο προσκήνιο ιστορίες γυναικών. Γιατί, ρωτάμε τις Δανάη Λιοδάκη, Μαρία Μαγκανάρη, Νεφέλη Μαϊστράλη και Αργυρώ Μαργαρίτη (κατά αλφαβητική σειρά), αποφάσισαν να συγκρουστούν μετωπικά με ζητήματα όπως η γυναικεία χειραφέτηση, η ταυτότητα της σύγχρονης γυναίκας και η έμφυλη βία;
«Νομίζω ότι θα πρέπει να έχουμε ακόμα περισσότερες παραστάσεις στο μέλλον για το πως βιώνουν τα πράγματα οι γυναίκες»
«Ήθελα από καιρό να γράψω ένα έργο φεμινιστικό, διότι τα τελευταία χρόνια τα ζητήματα της έμφυλης βίας και της γυναικείας καταπίεσης με απασχολούσαν πολύ. Κυρίως ήθελα όμως να εστιάσω στο ζήτημα της γυναικείας φιλίας, που με έχει καθορίσει και ένιωθα ότι δεν εκφράζεται στην τέχνη ως θέμα με όλες τις διαστάσεις και τη μαγεία που έχει αυτός ο δεσμός», μας λέει η Δανάη Λιοδάκη. Η ίδια υπογράφει ως συγγραφέας και σκηνοθέτιδα το έργο «Αυτές που δεν προλάβατε» (διανύει τη δεύτερη σεζόν του στο Θέατρο Χώρα), το οποίο με χιούμορ περιγράφει πώς τέσσερις φίλες αποφασίζουν να οργανώσουν μια μυστική φεμινιστική ομάδα για να αντιμετωπίσουν τον καθημερινό σεξισμό και την παρενόχληση που αντιμετωπίζουν.
«Το γεγονός που ξεκλείδωσε την ιστορία αυτή ήταν όταν άλλαξε το καλοκαίρι του 2022 το νομικό πλαίσιο στις ΗΠΑ κατά του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση, ένα γεγονός που με σόκαρε», σημειώνει η νεαρή δραματουργός. Σε αντίθεση με τη γενική διαπίστωση ως προς την ύπαρξη πολλών παραστάσεων στις αθηναϊκές σκηνές με θέμα τη γυναίκα διαχρονικά, η Δανάη Λιοδάκη σχολιάζει ότι «οι παραστάσεις είναι λίγες, θα έπρεπε να είναι περισσότερες». «Νομίζω ότι θα πρέπει να έχουμε ακόμα περισσότερες παραστάσεις στο μέλλον για το πως βιώνουν τα πράγματα οι γυναίκες από τη δική τους πλευρά. Δεν είναι πανανθρώπινη η εμπειρία του κόσμου μας με έναν τρόπο, αλλά με πολλούς τρόπους», συμπληρώνει.
Για τη Μαρία Μαγκανάρη που επεξεργάστηκε δραματουργικά το βιβλίο «Ο άντρας μου» της γεννημένης στη Βόρεια Μακεδονία Ρούμενα Μπουζάροφσκα και σκηνοθετεί την ομώνυμη παράσταση (από τις 26 Ιανουαρίου στο Θέατρο Θησείον), ο διευρυμένος διάλογος ανάμεσα στο ελληνικό θέατρο και το κοινό γύρω από τα έμφυλα ζητήματα αποτυπώνει την ένταση που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία.
«…στην ελληνική κοινωνία- μια κοινωνία πυρηνικά πατριαρχική, υπάρχει τεράστια ένταση αναφορικά με τα έμφυλα ζητήματα…»
«Αισθάνομαι πως στην ελληνική κοινωνία- μια κοινωνία πυρηνικά πατριαρχική, υπάρχει τεράστια ένταση αναφορικά με τα έμφυλα ζητήματα. Και δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί σε όλο της το φάσμα.» διαπιστώνει η σκηνοθέτης, δραματουργός και ηθοποιός. Τονίζει μάλιστα σχετικά: «Η μετατόπιση που καλούνται οι σύγχρονοι Έλληνες άντρες να κάνουν σε σχέση με τους πατεράδες τους προκειμένου να κατανοήσουν τα αυτονόητα γυναικεία δικαιώματα είναι τεράστια. Συχνά την εισπράττουν ως συνολική ακύρωση τους, κι έτσι προκύπτει η τόσο ακραία βία και οι αποτρόπαιες γυναικοκτονίες. Πώς να δεχτεί κάποιος να τον εγκαταλείψει το “κτήμα του”; Πώς ν’αποδεχτεί ότι έχει φωνή, κάποια που δεν την αναγνωρίζει ως υποκείμενο; Όμως όλα αυτά δεν γίνονται από μόνα τους. Τα θρέφει μια νοοτροπία αιώνων, εσωτερικευμένη τόσο στις γυναίκες, όσο και στους ίδιους….Προφανώς το θέατρο αφουγκράζεται αυτήν την ένταση και προσπαθεί να την επεξεργαστεί».
Στην παράσταση της Μαρίας Μαγκανάρη παρουσιάζονται επτά από τις έντεκα αφηγήσεις του βιβλίου της Ρούμενα Μπουζάροφσκα, οι οποίες χαρτογραφούν τη συζυγική αποξένωση και εστιάζουν στις σχέσεις μεταξύ γυναικών (μητέρα, φίλη, αντίζηλος) καθώς και στην συμβολική – αρχετυπική τους αποτύπωση. «Νομίζω πως η Μπουζάροφσκα αγγίζει τον πυρήνα της συγκρότησης της παραδοσιακής γυναικείας ταυτότητας και μάλιστα με έναν τρόπο που μας αφορά ιδιαίτερα, καθώς “διαβάζει” και περιγράφει και την βαλκανική μας ιδιοσυγκρασία. Οι εκδοχές της πατριαρχίας διαφέρουν, δεν εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο στην Ελλάδα και στην Σουηδία, για παράδειγμα.», λέει η Μαγκανάρη, συνεπής στην επεξεργασία θεμάτων συγκρότησης γυναικείας ταυτότητας ήδη από το “Αλεξάντερπλατς” (2012-2013).
Το κίνητρο για να ασχοληθεί με τα κείμενα της Μπουζάροφσκα δεν ήταν τα ζητήματα της έμφυλης βίας και του μισογυνισμού που βρίσκονται ψηλά στην επικαιρότητα, αλλά το ίδιο το άγγιγμα του βιβλίου. «Δεν πιστεύω ότι το “επικαιρικό” είναι επαρκές κίνητρο για δημιουργία, αν δεν συναντιέται με κάτι μέσα μας. Ωστόσο, τα κείμενα της Μπουζάροφσκα είναι γοητευτικά κι επιπλέον αποτελούν ένα δυνατό θεατρικό υλικό», συμπληρώνει η ίδια.
Στην περίπτωση της Νεφέλης Μαϊστράλη, δημιουργού και ηθοποιού της οποίας οι αναζητήσεις περιστρέφονται γύρω από το δίπολο της πολιτικής («Αριστερόχειρες», «Μπλε καστόρινα παπούτσια») και των έμφυλων στερεοτύπων και δη του γυναικείου ζητήματο («Η εκπαίδευση εις τα του οίκου δια νεαράς κορασίδας», «Σπυριδούλες»), η «Κακούργα πεθερά» (Θέατρο Πόρτα) σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη, είναι το όχημα για να ξετυλιχτεί επί σκηνής μια ιστορία ενδοοικογενειακής βίας και ένα αληθινό έγκλημα που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία στις αρχές του 19ου αιώνα.
«Ως γυναίκα καλλιτέχνης, επιδιώκω να κάνω ό, τι περνά από το χέρι μου για να συνδράμω στις πολύχρονες διεκδικήσεις των γυναικών»
Στο διαβόητο «έγκλημα της Χαροκόπου» οι ένοχοι για τον φόνο και τον αποτρόπαιο τεμαχισμό του εργολάβου στο επάγγελμα πατριάρχη μιας φαινομενικά συνηθισμένης οικογένειας της εποχής, είναι η πεθερά, η σύζυγος, ο ξάδερφός της και η υπηρέτρια του σπιτιού. Το έργο είναι εμπνευσμένο τόσο από την πραγματική ιστορία όσο και από το ομώνυμο τραγούδι του 1931 του Ιάκωβου Μοντανάρη και επιχειρεί να «φωτίσει την ψυχολογία των ανθρώπων που καταφεύγουν στη βία, έχοντας υπάρξει προηγουμένως οι ίδιοι θύματά της».
«Υπάρχει ένα ζήτημα που καλλιτεχνικά με ενδιαφέρει να το ψάχνω συνέχεια, προσπαθώντας να δω πώς οι γυναίκες αντιμετωπίζουν αυτό τον κόσμο.», εξηγεί η Μαϊστράλη. Στο έργο της η ένταση ανεβαίνει στο κόκκινο. Εικόνες σχεδόν κινηματογραφικές τις οποίες αποστρέφεσαι, λόγια που ξερνούν βία. Ως καλλιτέχνιδα, η ίδια διερευνά «την εσωτερικευμένη πατριαρχία, πώς μια γυναίκα αντιμετωπίζει μια άλλη γυναίκα και τι κάνει η ίδια για να υπάρξει σε ένα χώρο ανδρών όπου πρέπει να απαρνηθεί τη σεξουαλικότητα της, τη θηλυκότητά της. Γιατί πώς αλλιώς θα υπάρξει σε ένα κόσμο που ως γυναίκα θα τη λοιδωρήσουν, επομένως πρέπει να φέρει ανδρικά χαρακτηριστικά με σκληρότητα».
Όπως μας λέει, «Ακριβώς αυτό ήθελα να θίξω και στην ‘’Κακούργα πεθερά’’ αλλά και το πώς λειτουργεί η κοινωνική μνήμη, πώς φτιάχτηκαν τα παραμύθια ενός λαού. Το ότι έχουμε ένα ρεμπέτικο τραγούδι που λέγεται ‘’Καημένε Αθανασόπουλε’’ που μιλά για το πόσο κακιά είναι η πεθερά και έχουμε σήμερα σειρές για τις κακές, καταχθόνιες, δόλιες πεθερές, σημαίνει ότι υπάρχει μια στόχευση. Δεν έχω ακούσει αντίστοιχο τραγούδι για τους πεθερούς. Με αυτές τις φράσεις καταλαβαίνουμε πως έχει δομηθεί αυτός ο κόσμος και πώς αυτή η δομή περνάει από γενιά σε γενιά.»
Στο ερώτημα αν γράφει φεμινιστικά έργα ή θεωρεί τον όρο ξεπερασμένο, η Μαϊστράλη είναι σαφής: «Προσπαθώ να γράφω έργα, τα οποία έχουν ένα καθαρό θέμα και θίγουν σύγχρονα ζητήματα. Δεν θα έβαζα χαρακτηρισμούς ή ταμπέλα, όπως λέμε και στην παράσταση, γιατί αυτοί οι χαρακτηρισμοί μπορεί να περιορίζουν την δημιουργία ή την πρόσληψη απ’ το κοινό. Θα έλεγα ότι ως γυναίκα καλλιτέχνης, επιδιώκω να κάνω ό, τι περνά από το χέρι μου για να συνδράμω στις πολύχρονες διεκδικήσεις των γυναικών, επισημαίνοντας σημεία του κοινωνικού βίου, όπου ακόμη και σήμερα, υφίστανται έμφυλες διακρίσεις».
Τη γυναίκα και τη θέση της στην κοινωνία κοιτά με σαρδόνιο χιούμορ και η πολυπράγμων εκπαιδευτικός, συγγραφέας και δραματουργός Αργυρώ Μαργαρίτη, στο «Κλύσμα», που παρουσιάζεται στο θέατρο Αλκμήνη (από 21/1 και κάθε Παρασκευή) σε σκηνοθεσία της Άννας Σωτρίνη. Μια γυναίκα, η Ξανθή, αφηγείται σε ένα κλύσμα την πολυτάραχη ζωή της, στον διάδρομο ενός νοσοκομείου.
«Από τη γέννηση της Τραγωδίας, η γυναίκα ήταν εκείνη που καλείτο να υποστεί το βάρος των καιρών…»
«Η κωμωδία είναι το καλύτερο προσωπείο της τραγωδίας. Βλέπουμε συχνά κάποιον να παίρνει μια άτσαλη τούμπα και γελάμε. Ναι, είναι αστεία η κίνηση, αλλά ο πεσμένος υποφέρει. Η αμόρφωτη και ασταμάτητα φλύαρη Ξανθή είναι τραγικό πρόσωπο, αλλά ο τρόπος που αφηγείται, ο παραληρηματικός λεκτικός της εσμός προκαλεί γέλιο στους “comme il faut”. Και επιτρέψτε μου μια διευκρίνιση: η Ξανθή δεν είναι μια γυναίκα του σήμερα. Είναι η γυναίκα του “από πάντα”» διευκρινίζει η συγγραφέας.
Όσον αφορά τον εν εξελίξει διάλογο ανάμεσα στο θέατρο και την ελληνική κοινωνία που στο ταραγμένο τοπίο της εποχής μας γεννά πλήθος έργων σχετικών με τις σύγχρονες τραγωδίες έμφυλης βίας και εγκληματικότητας, η συγγραφέας μοιράζεται μία πικρή διαπίστωση: «Η Τέχνη δεν θα είχε λόγο ύπαρξης αν δεν αφουγκραζόταν την κραυγή της πληγής και αυτός ο λεκτικός συνδυασμός δεν είναι λογοτεχνικό τερτίπι. Από τη γέννηση της Τραγωδίας, η γυναίκα ήταν εκείνη που καλείτο να υποστεί το βάρος των καιρών και ο τραγωδός απλώς το κατέγραφε: Μήδεια, Αντιγόνη, Ελένη, Ηλέκτρα, οι γυναίκες στο Ζάλογγο, οι γυναίκες με τη μπούργκα. Η Λογοτεχνία αφυπνίζει, βάζει το δάχτυλο στις πληγές από τα καρφιά. Οι λύσεις και οι απαντήσεις είναι αλλού».
«Αυτές που δεν προλάβατε», Θέατρο Χώρα έως 13/2
«Κακούργα Πεθερά», Θέατρο Πόρτα έως 13/2 κάθε Δευτέρα & Τρίτη
«Ο άντρας μου», Θέατρο Θησείον 26/1 – 17/3
«Το κλύσμα», Θέατρο Αλκμήνη 26/1 – 26/4 κάθε Παρασκευή