Το θέμα της κοινωνικής ισότητας δεν είναι ζήτημα του καιρού μας. Στο υπέροχα ποιητικό βιβλίο του, «Ιστορία της Φιλοσοφίας» [1], ο Αμερικανός ιστορικός Γουίλ Ντυράν (Will Durant, 1885-1981) γράφει, αναφερόμενος στους σοφιστές της Αρχαίας Ελλάδας:
«Στην πολιτική ήσαν διηρημένοι σε δύο σχολές. Η μία, όπως ο Ρουσσώ, υποστήριζε ότι η Φύση είναι καλή και ο πολιτισμός κακός, ότι από τη φύση τους όλοι οι άνθρωποι είναι όμοιοι και γίνονται ανόμοιοι από τους θεσμούς που έγιναν από τις κοινωνικές τάξεις, και ότι ο νόμος είναι μια εφεύρεση των ισχυρών για να δεσμεύουν και να κυβερνούν τους αδύνατους. Μια άλλη σχολή, σαν τον Νίτσε, υποστήριζε ότι η Φύση είναι πέρα από το καλό και το κακό, ότι από τη φύση τους οι άνθρωποι είναι ανόμοιοι, ότι η ηθική είναι μια εφεύρεση των αδύνατων για να περιορίζουν και να εξουδετερώνουν τους ισχυρούς, ότι η ισχύς είναι η υπέρτατη αρετή και ο υπέρτατος πόθος του ανθρώπου…»
Αφήνοντας παράμερα τον Νίτσε (η επίδρασή του στον Ναζισμό θα σκιάζει πάντα τα αισθήματά μας για εκείνον), θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τη σκέψη του Ρουσσώ λέγοντας ότι ο νόμος όχι μόνο δεν πρέπει να δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες, αλλά οφείλει και να επιβάλλει την ισότητα εκεί όπου η ίδια η Φύση αποτυγχάνει.
Μία αδιαμφισβήτητη ανισότητα στη Φύση είναι το ότι μόνο η γυναίκα (και, γενικά, το θηλυκό) έχει τη δυνατότητα να κυοφορεί. Έτσι, η φυσική λειτουργία της αναπαραγωγής προϋποθέτει καταρχήν τη σύμπραξη δύο ατόμων διαφορετικού φύλου, πράγμα που αποτελεί μειονέκτημα για ένα ομόφυλο ζευγάρι σε σχέση με ένα ετερόφυλο.
Ερχόμαστε έτσι στο πολυσυζητημένο θέμα των ημερών: την θεσμοθέτηση γάμου μεταξύ ομόφυλων ατόμων. Ένα ευαίσθητο όσο και περίπλοκο ζήτημα είναι το κατά πόσον ένας τέτοιος θεσμός θα πρέπει να προβλέπει την ύπαρξη παιδιών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ετερόφυλου ζευγαριού. Το επιχείρημα που κατά κόρον προβάλλεται από όσους υποστηρίζουν αυτή την πρόβλεψη αναφέρεται εμφατικά στην προάσπιση των «δικαιωμάτων του παιδιού». Μοιάζει όμως να κρύβει έναν βαθμό υποκρισίας…
Καταρχάς, όταν αναφερόμαστε σε δικαίωμα του παιδιού εννοούμε κατά κύριο λόγο την προστασία του παιδιού. Πράγματι τίθεται ζήτημα προστασίας για παιδιά του ενός συζύγου (βιολογικά ή υιοθετημένα) που τυχόν προϋπάρχουν του γάμου, και ο νόμος ορθώς θα επιτρέπει στον έτερο σύζυγο να συνεχίσει να ασκεί γονική μέριμνα στην περίπτωση που ο πρώτος σύζυγος φύγει από τη ζωή. Αποτρέπεται έτσι το ζοφερό σενάριο εγκλεισμού των παιδιών σε κάποιο ίδρυμα.
Και εδώ ολοκληρώνεται η όποια συζήτηση για τα δικαιώματα του παιδιού! Γιατί, τόσο το ζήτημα της παρένθετης μητέρας (ο σχεδιαζόμενος νόμος αποκλείει αυτή τη δυνατότητα), όσο και εκείνο της υιοθεσίας από ομόφυλο ζευγάρι, δεν αφορούν δικαίωμα του ίδιου του παιδιού (αφού δεν σχετίζονται με την προστασία του) αλλά αντιπροσωπεύουν ένα διεκδικούμενο δικαίωμα ενηλίκων που υλοποιείται μέσω ενός παιδιού.
Αναδύεται, όμως, ένα κρίσιμο και ουσιαστικό (όχι ρητορικό) ερώτημα, στο οποίο δεν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση εδώ: Είναι ηθικά αποδεκτό να καθίσταται ένα παιδί αντικείμενο δικαιώματος ενηλίκων;
Αναμενόμενο είναι, φυσικά, το επιχείρημα περί θεμελιωμένων αντίστοιχων δικαιωμάτων για ετερόφυλα ζευγάρια και περί ισότητας των ζευγαριών αυτών με τα ομόφυλα. Θα πρέπει, εν τούτοις, να αποδεχθούμε ότι, για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας (όχι απαραίτητα αντιδραστικό και κακοπροαίρετο), το ίδιο το ζήτημα της ισότητας παραμένει ανοιχτό σε συζήτηση, ακόμα και σε αμφισβήτηση. Και, ειδικά σε ό,τι αφορά τα παιδιά, το ερώτημα για τις ενδεχόμενες συνέπειες – κοινωνικές ή/και ψυχολογικές – που θα μπορούσε να έχει η ένταξή τους σε ένα ομόφυλο σχήμα, αποτελεί βασικό αντικείμενο προβληματισμού που δεν μπορούμε εύκολα να προσπεράσουμε…
[1] Ελληνική έκδοση (1971), μετάφραση Ν. Κ. Παπαρρόδου.