Οι πρώτες περικοπές στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων από τις τράπεζες, εν αναμονή της έναρξης του κύκλου χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, είναι γεγονός.
Λίγα 24ωρα μετά την Πρωτοχρονιά δύο πιστωτικά ιδρύματα προχώρησαν σε μειώσεις των αποδόσεων που προσφέρουν μέσω προϊόντων με διάρκεια 15 μηνών και άνω, με τις αναπροσαρμογές να φτάνουν έως και τις 50 μονάδες βάσης.
Πρόκειται για κινήσεις που σχετίζονται άμεσα με τις εκτιμήσεις για αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού στη ζώνη του ευρώ μέσα στους επόμενους μήνες.
Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες επιχειρούν να περιορίσουν τον επιτοκιακό κίνδυνο, μειώνοντας τα έξοδα για τόκους που θα καταβάλλουν έως και το 2026 με κλειδωμένα από σήμερα επιτόκια.
Οι κινήσεις αυτές θεωρούνται επιβεβλημένες για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων, καθώς τους επόμενους μήνες τα επιτοκιακά τους έσοδα λόγω της αναμενόμενης υποχώρησης των διατραπεζικών δεικτών euribor θα αρχίσουν να μειώνονται.
Η τοποθέτηση Λαγκάρντ
Μετά δε, τη χθεσινή δημόσια τοποθέτηση της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία για πρώτη φορά δεν απέκλεισε το σενάριο μείωσης των ευρωπαϊκών επιτοκίων από το ερχόμενο καλοκαίρι, εκτιμάται ότι οι αλλαγές στους λογαριασμούς προθεσμίας θα πολλαπλασιαστούν.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, οι παρεμβάσεις σε πρώτη φάση θα αφορούν τις μεγαλύτερης διάρκειας προθεσμιακές καταθέσεις, οι οποίες ενέχουν υψηλότερο ρίσκο για τα πιστωτικά ιδρύματα.
«Όσο θα πλησιάζουμε στην πρώτη απόφαση περικοπής των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ, τόσο περισσότερο θα προσαρμόζονται τα καταθετικά προϊόντα στην Ελλάδα στα νέα δεδομένα και η καμπύλη των επιτοκίων θα γίνει αρνητική. Δηλαδή όσο μικρότερο το χρονικό διάστημα δέσμευσης των χρημάτων του πελάτη, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κέρδος του σε τόκους και το αντίστροφο», τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι.
Τα επιτόκια σήμερα
Αυτήν τη στιγμή αρκετές τράπεζες διαθέτουν στην αγορά προγράμματα με προσυμφωνημένη διάρκεια άνω του έτους.
Ειδικότερα, οι αποδόσεις φτάνουν έως και το:
· 1,90% για 15 μήνες
· 2% για 18 μήνες
· 2,05% για 24 μήνες
Από τις τράπεζες σημειώνουν ότι σχετικά σύντομα τα επιτόκια σε αυτές τις κατηγορίες προθεσμιακών καταθέσεων θα αρχίσουν να υποχωρούν.
Στο πλαίσιο αυτό, τονίζουν πως όσοι δεν έχουν σκοπό να δοκιμάσουν την τύχη τους σε εναλλακτικές μορφές αποταμίευσης / επένδυσης την επόμενη διετία, και διαθέτουν πλεονάζουσα ρευστότητα, καλό θα ήταν να σπεύσουν για το κλείδωμα του επιτοκίου τους έως το 2026.
Κι αυτό διότι σύντομα οι μειώσεις αναμένεται να γενικευθούν. Προσθέτουν δε πως οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών είναι αυτήν την στιγμή εύρωστοι, επιτρέποντας προς το κάτω αναπροσαρμογές στις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων.
Εναλλακτικά προϊόντα
Ταυτόχρονα οι τράπεζες συνεχίζουν τη διάθεση εναλλακτικών επενδυτικών προϊόντων, που απευθύνονται σε συντηρητικούς αποταμιευτές, οι οποίοι αναζητούν υψηλές αποδόσεις, χωρίς να ρισκάρουν τα χρήματά τους με τοποθετήσεις σε μετοχικές αγορές.
Τα πιο δημοφιλή προγράμματα αυτήν την στιγμή, τα οποία απορροφούν μεγάλος μέρος των εκροών από τις καταθέσεις, είναι τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια συγκεκριμένης διάρκειας.
Πρόκειται για προϊόντα που ξεκίνησαν οι τράπεζες να λανσάρουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων.
Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά τα αμοιβαίων κεφαλαίων της κατηγορίας που τα καθιστούν ξεχωριστά:
– Πρώτον, διατίθενται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους από τις τράπεζες, μετά το πέρας των οποίων δεν είναι δυνατή η απόκτηση μεριδίων.
– Δεύτερον, υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία ρευστοποίησης του ενεργητικού τους, άρα και λήξης του προϊόντος
– Τρίτον, μπορούν να διασφαλίσουν ένα ετήσιο εισόδημα στους επενδυτές μέσω μερισμάτων που διανέμουν, ανάλογα με τις επιδόσεις των διαχειριστών τους
Σε πρώτη φάση οι τράπεζες λάνσαραν αμοιβαία κεφάλαια τριετούς και πενταετούς διάρκειας.
Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες διατίθενται ολοένα και περισσότερα προϊόντα 18 και 24 μηνών, που υπόσχονται μέσες ετησιοποιημένες αποδόσεις της τάξης του 2% – 2,5%.
Παράλληλα, συνεχίζεται η διάθεση προϊόντων εγγυημένου κεφαλαίου και ελάχιστης απόδοσης της τάξης του 0,5% – 1%. Η διάρκειά τους ποικίλει και μπορεί να κυμαίνεται από 6 μήνες έως και 4 χρόνια.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η τελική απόδοση εξαρτάται από την πορεία ενός συνδεδεμένου χρηματοοικονομικού δείκτη.
Μπορεί να φτάσει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, ακόμη και στη ζώνη του 10% σε ετήσια βάση.
Πηγή: ot.gr