Η νομοθετική καθιέρωση του γάμου των ομόφυλων προσώπων είναι για το δίκαιό μας μια αλλαγή ριζοσπαστική. Με το νομοσχέδιο, όπως ανακοινώθηκε από τον Πρωθυπουργό, το πρότυπο της έγγαμης ζωής, που προϋποθέτει τη διαφορά του φύλου των συζύγων, αντικαθίσταται από τον έγγαμο βίο που αναγνωρίζεται νομικά ανεξάρτητα από τον παράγοντα του φύλου. Εξαλείφεται έτσι μια διάκριση σε βάρος των ομόφυλων ζευγαριών, που είναι αντίθετη τόσο με τη συνταγματική επιταγή της ισότητας των πολιτών (άρθρο 4§1 Συντ.) όσο και με την απαγόρευση των διακρίσεων στην απόλαυση των δικαιωμάτων τους (άρθρο 14 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου).
Οι υπερνομοθετικές αυτές αρχές ήδη το 2015 οδήγησαν την Ελλάδα στην επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, μετά μάλιστα από μια καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Όμως το σύμφωνο συμβίωσης δεν εξασφαλίζει στα ομόφυλα ζευγάρια τα ίδια δικαιώματα που εξασφαλίζει ο γάμος. Για παράδειγμα, τα μέρη του συμφώνου δεν μπορούν να υιοθετούν παιδιά. Καθώς, λοιπόν, έχουν στο μεταξύ εξελιχθεί οι αντιλήψεις στην κοινωνία αλλά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το ζήτημα της θέσπισης του γάμου των ομόφυλων προσώπων είναι πια ώριμο και η αντίστοιχη νομοθέτηση είναι αναντίρρητα επιβεβλημένη.
Εξάλλου, δεκατέσσερις ήδη χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεκαοκτώ χώρες μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης αναγνωρίζουν τον γάμο ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου φύλου, και δεν μπορούμε, στη σύγχρονη εποχή των διευρυμένων επικοινωνιών και της διάχυσης της πληροφορίας, να είμαστε ικανοποιημένοι με ένα εσωστρεφές και αναχρονιστικό ελληνικό οικογενειακό δίκαιο ειδικά στο θέμα του γάμου των ομοφύλων. Πολύ περισσότερο που η άρνηση να δώσουμε τη δυνατότητα του γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια δεν θα συμβιβαζόταν με αυτό που, κατά τα άλλα, δέχεται πάντως το οικογενειακό μας δίκαιο για τον γάμο γενικά: Ότι δηλαδή ο γάμος είναι μια σύμβαση του αστικού δικαίου, που ιδρύεται και λειτουργεί κυρίως με την πρωτοβουλία και την ευθύνη των μερών της. Σωστά, λοιπόν, προτείνεται να θεσπιστεί ο γάμος των ομόφυλων προσώπων, από τον οποίο με καμιά λογική δεν δημιουργείται κίνδυνος, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, για την ετερόφυλη παραδοσιακή οικογένεια. Αντίθετα, η εισαγωγή στην έννομη τάξη μας αυτού του γάμου όχι μόνο δεν απειλεί, αλλά μάλλον ανανεώνει τον θεσμό της οικογένειας, που μπορεί τελικά να επιβιώσει μόνο αν προσαρμοστεί στις κοινωνικές μεταβολές.
Το νομοσχέδιο της Κυβέρνησης καθιερώνει επίσης τη δυνατότητα των ομόφυλων ζευγαριών να υιοθετούν παιδιά, με το ζήτημα των σχέσεων των ομοφύλων με τους ανηλίκους να αποτελεί το σημαντικότερο σημείο τριβής στον δημόσιο διάλογο. Παρόλες τις διαβεβαιώσεις των ψυχολόγων και των παιδοψυχιάτρων -αποτυπωμένες σε έγκριτες μελέτες- ότι τα παιδιά δεν επηρεάζονται από τον σεξουαλικό προσανατολισμό των γονέων τους (απόδειξη ότι οι ζώντες ομοφυλόφιλοι έχουν γεννηθεί από ετερόφυλα ζευγάρια), οι αντιρρήσεις που διατυπώνονται είναι πολλές. Είναι όμως αβάσιμες. Διότι εκείνο που προέχει είναι να αναλογιστούμε και να λάβουμε υπόψη μας το συμφέρον των παιδιών.
Ως προς αυτό, ποιος θα ήταν τόσο απερίσκεπτος και ανάλγητος ώστε να υποστηρίξει ότι είναι καλύτερα για ένα παιδί να παραμείνει σε ένα ίδρυμα ή να έχει ένα μόνο γονέα κατά τον νόμο, παρόλο που στον πραγματικό κόσμο ήδη νιώθει αγάπη και ζεστασιά σε μια οικογένεια με δύο μέλη, που φροντίζουν γι’ αυτό με την ίδια στοργή. Κάποιοι βέβαια ρωτούν: Πώς είμαστε βέβαιοι ότι το παιδί θα ευτυχήσει στη θετή οικογένειά του; Η απάντηση είναι απλή: Η υιοθεσία τελείται με μια δικαστική απόφαση, και το δικαστήριο πάντα εξετάζει λεπτομερώς αν η συγκεκριμένη υιοθεσία συμφέρει στο συγκεκριμένο παιδί, λαβαίνοντας υπόψη και το πόρισμα της αντίστοιχης κοινωνικής έρευνας, που προηγείται σύμφωνα με τον νόμο. Και εδώ, επομένως, θα πρέπει να επιδοκιμάσουμε την κυβερνητική πρόταση νόμου για τη χορήγηση της δυνατότητας της υιοθεσίας στα ζευγάρια του ίδιου φύλου.
Εκεί που δικαιολογούνται όμως επιφυλάξεις ως προς το νομοσχέδιο είναι σε σχέση με την αρνητική στάση του απέναντι στην παρένθετη μητρότητα. Η νομοθεσία για την παρένθετη μητρότητα ισχύει χωρίς προβλήματα στη χώρα μας από το 2002, και στην περίπτωση των ομόφυλων συζύγων θα έχει σημασία να επιτραπεί η παρένθετη μητρότητα ρητά, με πρόβλεψη για την ίδρυση συγγένειας και με τους δύο από αυτούς. Είναι όμως προφανές ότι εδώ απουσιάζει η πολιτική βούληση για αυτή τη νομοθετική μεταβολή, ενόψει ίσως και των σφοδρών αντιδράσεων που αυτή ξεσηκώνει. Η αφαίρεση της «επικίνδυνης» ύλης από τα προς ψήφιση νομοσχέδια, ειδικά του οικογενειακού δικαίου, είναι μια πάγια στρατηγική, προκειμένου να διασωθεί και να θεσπιστεί -χωρίς παράπλευρες απώλειες- αυτό που αποτελεί τον πυρήνα μιας πρωτοποριακής νομοθεσίας.
Ας έχουμε όμως επίγνωση ότι, με τη μη αποδοχή της παρένθετης μητρότητας στο νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, ένα ζήτημα ανισότητας και αντισυνταγματικότητας παραμένει. Η «αναγνώριση της διαφορετικότητας» και η «συμπεριληπτικότητα» υποχωρούν, και αυτό επί της ουσίας του νομοσχεδίου είναι ένα αγκάθι. Η πρωθυπουργική ανακοίνωση ότι το νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει ρύθμιση με την οποία θα αναγνωρίζονται τα δικαιώματα των παιδιών που έχουν αποκτηθεί μέσω παρένθετης γυναίκας από ομόφυλα ζευγάρια στο εξωτερικό, ως ένα σημείο μόνο αφαιρεί αυτό το αγκάθι.
* Η Εφη Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, είναι ομότιμη καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, έχοντας αφιερώσει τα περισσότερα χρόνια της διδασκαλίας της στο Οικογενειακό Δίκαιο. Υπήρξε μέλος τεσσάρων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών για την αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου, και στις δύο από αυτές υπήρξε πρόεδρος (ν. 4356/2015, για την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, και ν. 4491/2017, για την αναγνώριση ταυτότητας φύλου)