Όταν ποδοσφαιριστής ομάδας έχει δηλώσει δημοσίως πως «πιάσαμε πάτο» η κατάσταση είναι πια μη αναστρέψιμη. Τουλάχιστον με τον ίδιο προπονητή στα ηνία. Ο Αντρέα Μπελότι εξέφρασε τ’ αποδυτήρια της Ρόμα και προτού συμπληρωθούν 48 ώρες από το 3-0 στο Σαν Σίρο, που άφησε την ομάδα της Ρώμης στην ένατη θέση της Serie A με μια νίκη στα τελευταία έξι ματς, ο Ζοζέ Μουρίνιο πέρασε την πόρτα της εξόδου.
Ο χωρισμός ήταν, τη δεδομένη στιγμή, η μοναδική λύση. Ο «Special One» της προπονητής το έχει ξαναζήσει όλο αυτό, δεν ήταν η πρώτη φορά, ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα στους πάγκους ευρωπαϊκών συλλόγων. Στα 60 του είναι ενδεχομένως η ώρα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε κάτι διαφορετικό: μια εθνική ομάδα.
Ο Μουρίνιο έχει συνηθίσει να φεύγει. Μεσούσης της σεζόν ή στο τέλος της. Ήδη από την πρώτη δουλειά του ως επικεφαλής τεχνικού τιμ τον Δεκέμβριο του 2000. Τότε είχε ζητήσει από τον πρόεδρο της Μπενφίκα νέο συμβόλαιο. Ήθελε μέσα απ’ αυτό το αίτημα να επιβεβαιώσει τη θέση του στο κλαμπ. Αντ’ αυτού του ζητήθηκε να παραιτηθεί. Έφυγε.
Από τη Λεϊρία έφυγε τον Γενάρη του 2002 γιατί τον ζήτησε η Πόρτο. Την οποία κι άφησε 1,5 χρόνο αργότερα για ν’ αναλάβει την Τσέλσι ως πρωταθλητής Ευρώπης. Όλα ονειρικά μέχρι την έναρξη της σεζόν 2007-08. Τ’ αρνητικά αποτελέσματα και η ρήξη στις σχέσεις του με τον Ρόμαν Αμπράμοβιτς έφεραν το διαζύγιο στις 20 Σεπτεμβρίου!
Από την Ίντερ το διάλεξε εκείνος να φύγει, κρίνοντας πως η δουλειά του είχε τρυπήσει το ταβάνι των φιλοδοξιών. Από τη Ρεάλ Μαδρίτης αντιθέτως αποχώρησε μετά «τη χειρότερη χρονιά της καριέρας μου». Του το ‘χε ήδη ζητήσει ο Φλορεντίνο Πέρεθ να λύσουν τη συνεργασία τους, μιας και το πρότζεκτ πλέον δεν απέδιδε.
Η Αγγλία τον απαρνήθηκε τρεις φορές
Η δεύτερη θητεία στην Τσέλσι θα συνοδευόταν από πρωτάθλημα. Κι από νέα απόλυση τον Δεκέμβριο του 2015 ύστερα από 9 ήττες στα πρώτα 16 ματς της Premier League. Ο χωρισμός παρουσιάστηκε ως κοινή συναινέσει. Δεν ήταν τέτοιος.
Ούτε φυσικά με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον Δεκέμβριο του 2018. Αντιθέτως είχαν προηγηθεί αρκετά επεισόδια κι αποτελέσματα που δικαιολογούσαν την πρόωρη λήξη της θητείας του στο Ολντ Τράφορντ.
Στην Τότεναμ πήγε τον Νοέμβριο του 2019 ως «ένας εκ των δύο κορυφαίων προπονητών παγκοσμίως». Ο Ντάνιελ Λίβι πανηγύριζε για τη συμφωνία. Έντεκα μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2020, οδηγούσε τα «σπιρούνια» στο 6-1 επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν θεός. Και διάβολος μαζί για όλος, με αποτέλεσμα να φύγει από κι από ‘κει τον Απρίλη του 2021, λίγες ημέρες πριν από τον τελικό του λιγκ καπ. Δεν πρόλαβε να διεκδικήσει το τρόπαιο κι άφησε για πρώτη φορά ομάδα του δίχως κούπα.
Η Ρόμα τον Μάιο του 2021 τον επανέφερε πολύ γρήγορα στη δράση. Όλοι έπιναν νερό στο όνομά του. Τον υπερασπίζονταν, υποκλίνονταν, τούς έφερε ευρωπαϊκό. Μέχρι που άρχισε η τρίτη σεζόν στο Ολίμπικο. Η αποχώρηση ήταν πλέον αναπόφευκτη. Όπως κάθε προηγούμενη. Ιδίως από τη στιγμή που οι «τζιαλορόσι» έμειναν εκτός κυπέλλου χάνοντας από τη Λάτσιο.
Άφησε το πόστο του ως ο προπονητής του κλαμπ με τον χαμηλότερο μέσο όρο πόντων (1.61) εξ όσων είχαν κοουτσάρει σε τουλάχιστον πενήντα παιχνίδια από τη σεζόν 1994-95.